«Τα πήραμε τα Γιάννενα...»

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Το «Πολεμικόν διήγημα» ενός Χιώτη Μπιζανομάχου


Λάβαμε σήμερα, και δημοσιεύουμε αυτούσιο, ένα πολύ ενδιαφέρον μήνυμα από τον φιλόλογο-καθηγητή κ. Λεωνίδα Πυργάρη με σπάνιο και σημαντικό ιστορικό υλικό που αφορά τη συμμετοχή στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων, αγωνιστών Μπιζανομάχων με καταγωγή από την όμορφη Χίο.
Επίσης ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο, το «Πολεμικόνδιήγημα» τού Αλεξάνδρου Καμπανέλλα, με τα απομνημονεύματά του από τις μάχες του Μπιζανίου, το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Νέα Χίος» στις 5 Ιανουαρίου 1914.
 ______________

Χίος: 18 Φεβρουαρίου 2013


Με την ευκαιρία τής συμπλήρωσης, αυτές τις ημέρες, ενός ακριβώς αιώνα από τις νικηφόρες πολεμικές επιχειρήσεις τού ελληνικού στρατού και την απελευθέρωση και ενσωμάτωση τής Ηπείρου στον εθνικό κορμό, σας αποστέλλω το «Πολεμικόνδιήγημα» τού Αλεξάνδρου Καμπανέλλα. Ο Αλέξανδρος Καμπανέλλας, όπως και πολλοί άλλοι Χιώτες και Αιγαιοπελαγίτες, έλαβε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις κατάληψης τού Μπιζανίου και της ευρύτερης περιοχής τής Ηπείρου κατά τον Α΄Βαλκανικό πόλεμο.
Στο συγκεκριμένο κείμενό του, που δημοσιεύθηκε με την υπογραφή του στην εφημερίδα «ΝΕΑ ΧΙΟΣ» εκείνης τής εποχής, παρέχονται ενδιαφέρουσες πληροφορίες για περιοχές τών Ιωαννίνων αλλά και τής ευρύτερης περιοχής τής Ηπείρου. Διακρίνεται ο πατριωτικός παλμός και αγνός πατριωτισμός τού χρονογράφου, ο οποίος πατριωτισμός υπήρξε η κινητήριος δύναμη εκείνης τής γενιάς για την επιτυχή έκβαση τής Δεύτερης Μεγάλης Εξόρμησης (Βαλκανικών Πολέμων 1912-13). Κάνει ο ίδιος ειρωνικό σχόλιο για στρατιώτες που έτυχαν ήπιας μεταχείρισης χωρίς να διακινδυνεύσουν, χωρίς να ταλαιπωρηθούν και χωρίς γενικά να αρθούν στο ύψος τής εθνικής ευθύνης που απαιτούσε εκείνη η στιγμή. Ομιλεί για αισχροκερδείς και εκμεταλλευτικές προς τους στρατευμένους συμπεριφορές ορισμένων εμπόρων. Αναφέρεται επίσης στις εξαιρετικά δυσχερείς και αντίξοες συνθήκες διεξαγωγής τών πολεμικών επιχειρήσεων, τις οφειλόμενες όχι μόνο στο δύσβατο τού ηπειρωτικού εδάφους αλλά και στην παγωνιά και στο δριμύτατο ψύχος τού ηπειρωτικού χώρου. Ακόμα, διακρίνει κανείς την ατσαλένια αντοχή, σωματική και ψυχική, εκείνης της νεολαίας, σε αντίθεση με την παρακμή σώματος και ψυχής μεγάλου μέρους τής σημερινής νεολαίας, η οποία «γεννήθηκε κουρασμένη»!Τέλος, την Πρωτοχρονιά τού 1914, δηλαδή έναν ακριβώς χρόνο ύστερα από τα πολεμικά γεγονότα τής Πρωτοχρονιάς τού 1913 στην Ήπειρο, με διάθεση μελαγχολίας και θλίψης, αναπολεί τους σκοτωμένους συμπολεμιστές του!
Ο χρονογράφος κρίνεται άτομο οξυδερκές, διεισδυτικό και επαρκούς, για τα τότε κοινωνικά δεδομένα, μορφώσεως, εφόσον ο περιγραφικός του λόγος μπορεί να συλλαμβάνει το ουσιώδες και η εκφραστική του ευχέρεια είναι ικανοποιητική. Ωστόσο, παρατηρούνται σε αρκετά σημεία και σφάλματα ορθογραφίας και σύνταξης.
Το κείμενο τού Μπιζανομάχου Αλ. Καμπανέλλα συνιστά γνήσια και αυθεντική ιστορική πηγή. Και ως τέτοιο πρέπει να αξιοποιηθεί.


Πολεμικόν διήγημα

[Εφημερίδα «Νέα Χίος», 5 Ιανουαρίου 1914,(Αρχείο Βιβλιοθήκης Χίου Ο ΚΟΡΑΗΣ)]

Ίνα καταστή στενωτέρα η πολιορκία τής πολυθρηλλήτου πόλεως τών Ιωαννίνων, ο κατέχων την οποίαν στρατός ετροφοδοτείτο ακόμη εκ Γουμενίτσης και Αγίων Σαράντα, το ημέτερον σύνταγμα ευρισκόμενον προ του Μπιζανίου εις την πρώτην γραμμήν τού πυρός, διετάχθη να βαδίση ίνα καταλάβη και κρατήση γραμμήν την υπό σώματος ημετέρων ανταρτών κατεχομένην επί των οχθών τού Αχέροντος ποταμού, δια του οποίου ο Χάρων μεταφέρει τα ψυχάς τών θνησκόντων εις τον Άδην.
Μετά πορείαν δεκαεξάωρον αφικόμεθα από της γραμμής τού πυρός εις την πόλιν τής Φιλιππιάδος. Νόμιζέ τις ότι μόνον υπό στρατού κατοικείται. Χιλιάδες στρατιωτών πηγαινοέρχονται. Οι μεν πληγωμένοι, οι δε εξηντλημένοι εκ της ταλαιπωρίας και του ψύχους, άλλοι ημιθανείς εκ της κοπώσεως, ασθενείς εκ κρυοπαγημάτων, βρογχίτιδος, περιπνευμονίας, πλευρίτιδος, επί αυτοκινήτων, αμαξών και κάρρων, αλλά και πεζή πλείστοι ακμαίοι και ζωηροί έτοιμοι δια το πεδίον τών μαχών με όλην την θέλησιν και τον ενθουσιασμόν και αποφασιστικότητα τής φυλής.
Μεταξύ αυτών όμως διακρίνει κανείς ευκόλως και τους απαραιτήτως αναγκαίους κουραμπιέδες τούς απεσπασμένους εις διαφόρους υπηρεσίας δήθεν, δια τους οποίους τόσον καλοκαγάθως εμερίμνα η εν Αθήναις Μαμά.
Άπασα η πόλις έχει μεταβληθή εις έν απέραντον νοσοκομείον. Ερυθροί Σταυροί πάσης υπηκοότητος διακρίνονται πανταχόσε. Εκατοντάδες δε νοσοκόμων παντός γένους συντρέχουσι τους πάσχοντας.
Έμποροι εις παραπήγματα εκ του προχείρου κατεσκευασμένα με τιμάς λίαν υπερτιμημένας πωλώσι πάντα τα είδη. Αλλ’ η μεγαλητέρα κατανάλωσις γίνεται εις τα φρούτα, τα γλυκίσματα και το γιαούρτι. Εκ Φιλιππιάδος φθάνομεν εις Λούρον, οπόθεν εγκαταλείπομεν την αμαξιτήν οδόν και εισερχόμεθα εις κοιλάδα ήν διαβάντες ανεχόμεθα επί διαφόρων βουνών φθάνοντες επί τέλους εις Καννελάκη. Διερχόμεθα εις μικράν απόστασιν από του Αθανάτου εκείνου Βράχου από του οποίου αι Σουλιώτισσαι χορεύουσαι έρριπτον επ’ αυτού, λίαν αποτόμου, τα τέκνα και είτα έπιπτον μετά τόσης γενναιοψυχίας αι ίδιαι ίνα μη ευρεθώσιν εν μέσω των αγρίων τεράτων, των Αλβανών.
Ο ουρανός ήτο μελαγχολικός επιτείνων ούτω την ψυχικήν μας εκείνην κατάστασιν, ότε ανελογιζόμεθα μετά γενναιοψυχίας και περιφρονήσεως τού θανάτου συμβάματα εκείνα τα οποία ουχ ήττον ενεψύχουν και ενεκαρδίωνον ημάς γεννώντα εν ημίν πλειοτέραν αποφασιστικότητα προς το ιερόν ημών καθήκον εν τη εκπληρώσει του οποίου αι ψυχαί τών ηρωίδων εκείνων θα εσκίρτων εκ χαράς εν τω τάφω.
Τα βελάσματα τών αρνίων νεογεννήτων ήρχοντο εξ άλλου να τονώσωσιν ημάς, υπομιμνήσκοντα από καιρού εις καιρόν ότι η άνοιξις δεν ήτο και πολύ μακράν, διότι είχομεν πλέον τρομερά απαυδίσει εκ του δρυμυτάτου ψύχους και των ανυποφόρων τού Μπιζανίου νυκτών. Από το Κανελλάκι κατερχόμεθα εις την πεδιάδα τού Φαναρίου ή μάλλον της Παραμυθιάς την οποίαν αρδεύει ο Αχέρων ποταμός. Η πεδιάς αύτη εν σχήματι διττής καρδίας λίαν καρποφόρος παρέσχεν ημίν αρκετά πορτοκάλια και λεμόνια αλλ’ όχι ακόπως. Διότι οι κήποι ευρίσκοντο εις το μέσον σχεδόν της πεδιάδος εις ζώνην δηλαδή αμφισβητουμένην. Ήσαν τω όντι χρυσά μήλα τών εσπερίδων, τα οποία εφυλάσσοντο υπό πολυκεφάλου τέρατος. Ίνα γευθή τις τα μήλα εκείνα ώφειλε να η πολύ αποφασιστικός αψηφών την ζωήν. Ομάδες εξ ημετέρων εξεστράτευον προς τα χωρία εκείνα και ήνοιγον πολλάκις τοφέκι κατά των Τούρκων των έναντι, οίτινες επυροβόλουν κατ’ αυτών. Και μέχρι της τελείας εκλείψεως τών καρπών εξηκολούθει ο κλεπτοπόλεμος εκείνος χωρίς να έχωμεν θύματα εκτός τριών ή τεσσάρων πληγωμένων εκ της παρατόλμου εκείνης ορέξεώς των. Τα περισσότερα χωρία εκ των ευρισκομένων εις τους πρόποδας τών βουνών τών περιβαλλόντων την ωραίαν εκείνην πεδιάδα ήσαν κεκαυμένα και ληστευμένα παρά των Τουρκαλβανών τής περιφερείας εκείνης Τσάμηδων επιλεγομένων. Οι δυστυχείς κάτοικοι επί τη προσεγγίσει μας ήρχοντο εις προϋπάντησίν μας ημίγυμνοι και πολλοί εξ αυτών μάς εζήτουν ολίγον άρτον.
Η γραμμή την οποίαν κατείχον οι αντάρται έχοντες εκδιώξη τους Τσάμηδες έφθανε ακριβώς μέχρι της αριστεράς όχθης τού Αχέροντος και ολίγον πέραν τού τελείως κατεστραμμένου χωρίου Νεμίτσα.
Υπό τον μέγα τού χωρίου τούτου [….]ώνα κατηυλίσθη το Σύνταγμά μας, αναλαβόντος πρώτου τού λόχου μας τας προφυλακάς.
Παραμονή τού νέου έτους 1913. Επί τριημέρου βρέχει κρουνηδόν. Ματαίως προσπαθούμεν να ανάψωμεν ολίγην πυράν εκ κλάδων τών ελαιών, να δυνηθώμεν και στεγνώσωμεν τα κάθυγρα ενδύματά μας, διότι οι πλείστοι εστερούμεθα αντισκήνων. Ζητεί έκαστος ημών να προφυλαχθή υπό τινά καμπύλον κορμόν ελαίας πλην επί ματαίω. Εκοιμήθημεν επί τρεις νύκτας μέσα εις ταις λάσπαις ως οι χοίροι και χείρον τούτων. Ο άρτος μας σήμερον λόγω της διημέρου αποστάσεως εκ του Λούρου, όπου η επιμελητεία, του ανωμάλου τών οδών και των αδιακόπων ραγδαιοτάτων βροχών, περιορίσθη εις μίαν μόνην γαλέταν ημερησίως. Πάλιν καλά.
Από της πρωίας το πυροβολικόν μας, αποτελούμενον εκ τεσσάρων καπνιζόντων παλαιών πυροβόλων τύπου Κρυπ, προσπαθεί να εκτοπίση τους Τούρκους εκ των θέσεων αυτών τών εκείθεν τού Αχέροντος ποταμού παρά τας κλιτείς τού όρους Προφήτου Ηλίου το οποίον επέπρωτο να μου αφήση τελείως αλησμονήτους ωραίας και μυριάκις άλλας απευκταίας αναμνήσεις.
Μυρίζει η πυρίτις ο πρώτος λόχος τού Τάγματός μας αποτελούμενος εξ ευζώνων διατάσσεται να προελάση δι’ επίθεσιν μετατραπείσαν εις εφ’ όπλου λόγχην αργότερον. Τούτον ακολουθεί ο ημέτερος δεύτερος λόχος και ούτω καθ’ εξής. Ύστερον από την τριήμερον διαμονήν έχομεν μίαν απολαυστικήν διάβασιν τού Αχέροντος ποταμού, το ύδωρ τού οποίου έφθανεν ολίγον τι κάτω των μαστών, ην ακολουθεί η τροχάδην επίθεσις με εφ’ όπλου λόγχην, ήτις και φέρει ως αποτέλεσμα την κατάληψιν τού πρώτου λόφου τού ύπερθεν τού χωρίου Γλυκύ ευρισκομένου.
Ενύκτωσε. Οι καταρράκται τού ουρανού ανοίγουσιν, εν ω εξ άλλου ο καιρός από νότου μεταστρέφεται εις βορράν. Και ημείς βεβρεγμένοι μέχρι μυελού οστέων με το όπλον ανά χείρας, άυπνοι καθ’ όλην την απαισίαν εκείνην νύκτα και βρεχόμενοι έτι, των πλείστων συστρατιωτών μας μη εχόντων ενδύματα άλλα στεγνά, τρέμοντες ωσάν να ετινασσόμεθα υπό αδιακόπου ηλεκτρικού ρεύματος ισχυράς δυνάμεως και πολλών volt, επυροβολούμεν κατά διαστήματα, ίνα τηρώμεν τον ολίγον απέχοντα εχθρόν εν επιφυλλακή και είμεθα έτοιμοι εν περιπτώσει νυκτερινής επιθέσεως αυτού.
Η τρομερά ιδίως δια το μήκος αυτής νυξ εκείνη της πρωτοχρονιάς τού 1913 έληξε τέλος. Περί την μεσημβρίαν αντικαθιστώμεθα ημιθανείς και παράλυτοι εκ της νάρκης τού ψύχους. Ζωηρά πυρά μάς επαναδίδει τας αισθήσεις στεγνώσασα και τα ενδύματά μας. Πώς εκερδίσαμεν την νύκτα εκείνην καμμίαν βρογχίτιδα, ή περιπνευμονίαν ή πλευρίτιδα ή ρευματισμούς θαύμα θαυμάτων. Περί την εσπέραν παρά την πυράν ενθυμήθημεν τον Άι Βασίλη και ετραγουδήσαμεν. Τις όμως περιέμενεν ότι πρόσωπα προσφιλή από τον κύκλον μας εκείνον δεν θα έψαλλον και εφέτος προς χάριν τού Αγίου και δεν θα ηδυνάμεθα να τοις υπομνήσωμεν τα μεγαλεία εκείνα. Ω! Θεού πεπρωμένον!
Την πρώτην μας εκείνην επίθεσιν ηκολούθησε και δευτέρα και τρίτη. Ταύτας δε σειρά αποκρούσεων τών Τσάμηδων, οίτινες διαπερώσι την σφαίραν δι’ αυτού τού δακτυλιδίου επιζητούντων να καταλάβωσι το Λούρον ήτοι να διακόψωσι την μεταξύ Πρεβέζης και του πολιορκούντος τα Ιωάννινα Ελλην. στρατού συγκοινωνίαν.
Αι επιτυχίαι, η ανδρεία, η αποφασιστικότης τών ανδρών τού Συντάγματός μας διαδραματίσαντος υπέροχον ρόλον κατά την πολιορκίαν τών Ιωαννίνων προυκάλεσαν την «Βασιλικήν ευαρέσκειαν» δια τας μάχας τής Τσαμουριάς τας οποίας το ημέτερον Σύνταγμα διεξήγαγεν.

Αλ. Καμπανέλλας


(Έγινε πιστή μεταγραφή τού χρονογραφήματος από την Εφημερίδα τής εποχής «Νέα Χίος». 
Τηρήθηκε επακριβώς η ορθογραφία και στίξη τού συντάκτη).

Επιμέλεια:Λεωνίδας Πυργάρης, Φιλόλογος



[Σημείωση: Σπούδασα Κλασική Φιλολογία στα Γιάννενα, τα έτη 1980-84. Αγαπώ την υπερήφανη γη τών ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ ισότιμα με την ιδιαίτερή μου πατρίδα, και διατηρώ μέχρι σήμερα σχέσεις καρδιάς με εκλεκτούς ανθρώπους από τα μέρη σας. Ευχαριστώ!]


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου