Μπαίνοντας στο μήνα Φλεβάρη και πλησιάζοντας η μέρα της επετείου της απελευθέρωσης των Γιαννίνων από τον τουρκικό ζυγό (21 Φεβρουαρίου), πολλά και ποικίλα συναισθήματα πλημμυρίζουν την καρδιά μου για τη μέρα αυτή. Εκείνες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη συναισθηματικότητα μου για τη μέρα αυτή ήταν και είναι οι αφηγήσεις της κυρα-μάνας (γιαγιάς), του πατέρα και της μάνας μου, που έζησαν τα γεγονότα εκείνα σε διαφορετικές ηλικίες. Αυτοί λοιπόν μας τα διηγούνταν, από το δικό τους πρίσμα ο καθένας, με το πάθος όμως και τη συγκίνηση που συνεπαίρνει τους ανθρώπους εκείνους που έζησαν και θυμούνται τη μέρα της λευτεριάς τους και της ιδιαίτερης πατρίδας τους.
Από τις παιδικές της αναμνήσεις η μάνα μου, μου θυμίζει και πάλι τούτες τις μέρες το τι έγινε στα Γιάννινα προ 72 χρόνια την παραπάνω μέρα και λέει: «Όταν έπεσαν τα Γιάννινα, πρέπει να ήμουν 13 με 14 χρονών. Έμενα τότε στα Λακκώματα, την περιοχή των Γιαννίνων που βρίσκεται πίσω από το τουρκικό κτίριο, διατηρητέο σήμερα, όπου στεγάζονται τα γραφεία της Στρατολογίας και πίσω από το χώρο του πρώην Δημοτικού Νοσοκομείου Κουραμπά. Κατοικούσαμε εγώ, η μάνα μου κι ο ανύπαντρος αδελφός μου στο σπίτι της παντρεμένης αδελφής μου. Λίγες μέρες προτού απελευθερωθούν τα Γιάννινα είχε γίνει σε όλους μας αντιληπτό ότι έρχεται γρήγορα η μέρα της λευτεριάς απ’ ό,τι μαθαίναμε για τον πόλεμο και ιδιαίτερα για την πολιορκία του Μπιζανιού. Εμείς οι Έλληνες της πόλης μας ζούσαμε με την προσμονή και την κρυφή ελπίδα ότι σύντομα θα τελειώσουν τα βάσανα της σκλαβιάς. Οι Τούρκοι όμως βρίσκονταν σε συνεχή αναταραχή βλέποντας ότι χάνουν τελικά τον πόλεμο και πολλοί κακοί Τουρκογιαννιώτες έφευγαν βιαστικά για την Τουρκία. Η ανέχεια και η πείνα αυτή την περίοδο είχαν πέσει στην πόλη μας και θυμάμαι ότι επειδή δεν είχαμε ψωμί οι δικοί μου είχαν βρει άλλη λύση. Εκτός από τα λάχανα που ήταν μπόλικα και τα μαγειρεύανε με διαφορετικούς τρόπους, γιατί υπήρχε λάδι, ο γαμπρός μου έφερνε πολλά μπιρμπίλια (ρεβίθια ξεφλουδισμένα και ειδικά ψημένα), που τα κοπανίζανε στο μεγάλο πέτρινο γουδί του σπιτιού, τα κοσκινίζανε με τη σίτα και το αλεύρι αυτό το ρίχνανε μέσα στα χτυπημένα αυγά, που υπήρχαν άφθονα κι αυτό το μείγμα το τηγανίζανε. Το αποτέλεσμα ήταν καταπληκτικό, το τηγάνι γέμιζε μ’ ένα ροδοκίτρινο φαγητό που ένα του κομμάτι ήταν αρκετό να μας χορτάσει. Εκείνοι όμως που είχαν πληγεί περισσότερο από την οικονομική ανέχεια ήταν οι φτωχοί Τούρκοι και ιδιαίτερα οι ξένοι που είχαν βρεθεί στα Γιάννινα και οι απλοί στρατιώτες. Μερικοί από τους τελευταίους αναγκάζονταν από την πείνα να χτυπούν τις πόρτες των Ελλήνων Γιαννιωτών και να ζητάνε λίγο ψωμί. Αλίμονο τους αν τους έβλεπε κανένας της τουρκικής αστυνομίας- τους έσπαγαν στο ξύλο. Την όλη κατάσταση επιδείνωσε και το φοβερό κρύο που έκανε με αποτέλεσμα πολλοί Τούρκοι να πεθαίνουν από τις αρρώστιες, το κρύο και την πείνα και θυμάμαι ότι ο πίσω χώρος του τουρκικού Νοσοκομείου «Χαμιδιέ», που μετά την απελευθέρωση έγινε Δημοτικό Νοσοκομείο, ήταν γεμάτος από νεκρούς και κάθε μέρα τους μεταφέρανε με νταλίκες στη θέση «Μιζάρια» της περιοχής Κιάφας, όπου τους θάβανε σε ομαδικούς τάφους. Αποβραδίς της πολυπόθητης μέρας είχαν φέρει στο σπίτι μας τη μαμή της περιοχής, γιατί η αδελφή μου παρουσίαζε συμπτώματα γέννας. Ήμασταν όλοι συγκεντρωμένοι στο σπίτι με τη μαμή, γιατί εκτός του ότι έκανε τσουχτερό κρύο και το χιόνι που είχε ρίξει ήταν παγωμένο, απαγορεύονταν η κυκλοφορία τη νύχτα, λόγω των γεγονότων. Κι ενώ ακόμα τα Γιάννινα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά συζητούσαν όλοι για τις μάχες στο Μπιζάνι, για το ξεψύχισμα του θεριού, που κρατούσε ακόμα σκλαβωμένη την πόλη μας και το πως θ’ αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της αδελφής μου, που θα γένναγε μεσ’ τη νύχτα. Θυμάμαι ότι η ζοφερή εκείνη νύχτα, προτού κοιμηθούμε, έλαμψε από τις φλόγες μεγάλης φωτιάς που είχαν ανάψει οι μανιασμένοι Τούρκοι στην αγορά της πόλης και μάλιστα στην περιοχή των καταστημάτων Σεπετά. Όλοι βγήκαμε έξω κι αντικρίσαμε το φοβερό εκείνο θέαμα της καταστροφής με φωτιά του κέντρου της πόλης ενώ ακούγονταν φωνές ανθρώπων και γαυγίσματα σκυλιών. Ριγώντας, δεν ξέρω αν ήταν απ’ το κρύο ή από τα γεγονότα, πήγα στο γιατάκι μου να κοιμηθώ μ’ ένα κατακάθι πίκρας στην παιδική μου καρδιά για όσα συνέβαιναν εκείνο το βράδυ στο σπιτικό μας και στην πόλη μας. Ξυπνώντας το πρωί, ύστερα απ’ έναν ταραγμένο ύπνο, έμαθα ότι η αδελφή μου γέννησε δίδυμα, από τα οποία μέχρι το πρωί πέθανε το αγόρι και μέχρι το μεσημέρι πέθανε και το κορίτσι αφού πρόλαβαν να το βαφτίσουν στον αέρα και ν’ αφήσει την πνοή του σαν Ελευθερία. Ο γαμπρός μου, συνοδεύοντας τις πρωινές ώρες της 21 Φεβρουαρίου τη μαμή στο σπίτι της, είδε στο τουρκικό κτίριο της Στρατολογίας άσπρες σημαίες, που κυμάτιζαν από τον παγωμένο αέρα του γιαννιώτικου πρωινού και αμέσως κατάλαβε ότι οι Τούρκοι παραδόθηκαν. Γύρισε στο σπίτι μας, είπε το χαρμόσυνο μαντάτο κι αφού πέταξε το κόκκινο φέσι έφυγε για την πλατεία της πόλης να μάθει τα καθέκαστα και γύρισε στο σπίτι με καπέλο. Στο μεταξύ όλος ο κόσμος ξεσηκώθηκε και μάθαμε ότι ο Εσάτ πασιάς είχε παραδώσει τα κλειδιά της πόλης στο Διάδοχο Κωνσταντίνο κι αυτός με όλο τον Ελληνικό Στρατό που μάχονταν έξω απ’ τα Γιάννινα θα ‘μπαινε νικητής σ’ αυτά. Παντού ακούγονταν φωνές, γέλια και τραγούδια κι απ’ όλους τους μαχαλάδες άρχισαν να συγκεντρώνονται στους δρόμους απ’ όπου θα περνούσαν οι ηρωικοί μαχητές πολλοί Γιαννιώτες φορώντας τα καλά τους ρούχα και οι άντρες, χωρίς πλέον το φέσι της υποτέλειας, ξεσκούφωτοι και πολλοί με κασκέτα, που είχαν αγοράσει εκείνη την άγια μέρα από τα μαγαζιά. Μέσα απ’ αυτή τη χαρά δεν έλειψα κι εγώ. Με την άδεια των δικών μου πήγα σ’ ένα γνωστό μας σπίτι στην πλατεία που ήταν κοντά στο παλιό τούρκικο Διοικητήριο και στη θέση του οποίου σήμερα είναι το Δημαρχείο και η Ζωσιμαία Βιβλιοθήκη. Ξεκίνησα από το σπίτι μας στα Λακκώματα, προχώρησα προς το κτίριο της Στρατολογίας αποφεύγοντας το θλιβερό θέαμα του πίσω χώρου του Νοσοκομείου, που ήταν γεμάτος νεκρά ξεπαγιασμένα κορμιά και βγήκα στον κεντρικό δρόμο του Κουραμπά. Κατηφορίζοντας το δρόμο αυτό προς την κεντρική πλατεία της πόλης μαζί με άλλους μαχαλιώτες μου, είδα πεταμένα σκόρπια κόκκινα φέσια πάνω στα λασπόνερα του δρόμου και στα χιονισμένα όχτια των κήπων των γύρω σπιτιών. Αυτό μ’ έκανε ν’ αναριγήσω από εθνική υπερηφάνεια και να σκεφτώ ότι η πτώση της τουρκικής αυτοκρατορίας συνεχίζεται. Με ανάλαφρο βήμα διέσχισα την πλατεία, που ήταν γεμάτη από διαφόρων ηλικιών Γιαννιώτες κι έφτασα στο φιλικό μας σπίτι όπου με δέχτηκαν με χαρές και μ’ έβαλαν μαζί με το μικρό τους παιδί στην εξώπορτα για να κάνουμε σεργιάνι. Απ’ εκεί κι ενώ ακούγονταν οι χαρμόσυνοι χτύποι από τις καμπάνες όλων των εκκλησιών της πόλης έβλεπα το πολύβουο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί για να επευφημήσει και να υποδεχτεί τους ήρωες μαχητές. Σαν μελίσσι είχε γεμίσει την πλατεία, τα μπαλκόνια και τα παράθυρα των γύρω κτιρίων και σπιτιών και με κάθε τρόπο έδειχνε τη χαρά του. Μέσα σ’ αυτή την αναμονή διέσχισαν το χώρο μερικά ανοιχτά αυτοκίνητα της εποχής και άντρες που ήταν πάνω σ’ αυτά έριχναν προς όλες τις κατευθύνσεις σοκολάτες, καραμέλες και ξερά σύκα. Θυμάμαι έντονα που μου ‘ρθε κι εμένα μια τσιοπέλα σύκα στην αγκαλιά μου και χαρούμενη έτρεξα μέσα στο σπίτι να το πω σε όλους. Η οικοδέσποινα και μάνα του παιδιού μου είπε ότι είναι δικά μας και να κάτσουμε στην πόρτα να τα φάμε. Μέχρις ότου φάμε τα σύκα άρχισε να έρχεται η πομπή από το μέρος της Καλουτσιανης, να διασχίζει την κεντρική πλατεία, το δρόμο σήμερα Αβέρωφ και να καταλήγει στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου (Μητρόπολη). Μπροστά καβάλα σε άλογο ήταν ο Διάδοχος Κωνσταντίνος με γκέτες στα πόδια και καπέλο αξιωματικού στο κεφάλι κι ακολουθούσαν αξιωματικοί και στρατιώτες λίγοι σε άλογα και πολλοί πεζοί. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Όλος ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί ζητωκραυγάζοντας, χειρονομούσε, κουνούσε τα καπέλα και έρανε τους νικητές με τα λίγα γιαννιώτικα λουλούδια που βρέθηκαν και πολλή δάφνη. Μέσα σ’ αυτόν τον πανζουρλισμό ένας συγγενής μας δίπλα μου έριχνε συνέχεια με το πιστόλι του στον αέρα κι εγώ τρύπωσα από το φόβο μου μέσα στο φιλικό μας σπίτι, οπότε η καλή μας γνωστή μου εξήγησε ότι αυτό γίνεται από υπερβολική χαρά. Στο σπίτι αυτό είδα τότε για πρώτη φορά ελληνικά νομίσματα, που μας τα έδειξε ο νοικοκύρης αυτού και στον οποίο τα είχε δώσει Έλληνας που ήρθε από την μέχρι τότε ελεύθερη Ελλάδα (Ελληνικό). Ύστερα από τη δοξολογία στη Μητρόπολη των Γιαννίνων άνοιξαν τα φιλόξενα σπίτια των Γιαννιωτών και πήραν, όσοι είχαν ευχέρεια, από τους επίσημους μέχρι τους απλούς στρατιώτες να μείνουν κοντά τους με ζεστό καλό φαΐ, με καθαρά ρούχα και με ζεστές κουβέρτες και βελέντζες. Έπρεπε να νοιώσουν κι αυτοί την οικογενειακή θαλπωρή, που τόσο τους έλειψε κατά τη διάρκεια των μαχών γύρω από την πόλη μας. Οι καλές νοικοκυρές Γιαννιώτισσες αμέσως μετά το άλλαγμα των φαντάρων έστησαν στις αυλές των σπιτιών τους τις πυροστιές με τα καζάνια κι οι φωτιές των ξύλων έβραζαν το νερό όπου ζεμάτισαν τα ρούχα τους, για να ψοφήσουν εκείνες, που τους κρατούσαν συντροφιά στη μάχη και τα χαρακώματα, δηλαδή οι ψείρες. Γυρίζοντας στο σπίτι μου έβλεπα χαρούμενα πρόσωπα και δακρυσμένα μάτια μανάδων που αγκάλιαζαν τα παιδιά τους, που γύρισαν από τον πόλεμο και μερικά από την ξενιτιά και τον πόλεμο. Γιατί ήταν πολλά Γιαννιωτόπουλα που όταν έμαθαν ότι, ο Ελληνικός Στρατός πολεμάει για να λευτερώσει τα Γιάννινα έφυγαν από την ξενιτιά (Αμερική κλπ.) και ήρθαν και πολέμησαν κι αυτά μαζί τους με τους άλλους Γαριβαλδινούς. Είδα όμως και μερικές μανάδες που δεν μπόρεσαν να σφίξουν στην αγκαλιά τους τα παιδιά τους γιατί έπεσαν νεκρά στα πεδία των μαχών. Κι αυτές οι χαροκαμένες μάνες στάθηκαν σαν πραγματικές Ελληνίδες και έκλαψαν με την περηφάνια ότι και τα παλικάρια τους συνέβαλαν στην απελευθέρωση των Γιαννίνων. Η νύχτα κείνη τη μέρα άρχισε να ρίχνει τα μαύρα πέπλα της κι εγώ, όπως όλοι οι δικοί μου αφού συζητήσαμε για τα διατρέξαντα, πήγα να πλαγιάσω στο γιατάκι μου με γεμάτη την καρδιά από ευχάριστα και δυσάρεστα συναισθήματα για ό,τι συνέβηκαν στο σπίτι μου και στην πόλη μου αυτή τη μέρα, που μου έμεινε αξέχαστη». Αυτά είπε η μάνα μου και σώπασε, ενώ ένα δάκρυ κύλησε στα ρυτιδωμένα μαγουλά της από τα θαμπά μάτια της. Εγώ την άφησα στις ευχάριστες και δυσάρεστες θύμησες για τη μέρα εκείνη, χωρίς να ταράξω τη γαλήνη της στιγμής αυτής. (Φεβρουάριος 1985)
Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Δ. Κοράκη «Ιστορίες από τα παλιά Γιάννινα»
Με αφορμή τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Παραμυθιάς
[23 Φεβρουαρίου 1913]
Από το Καρβουνάρι μέχρι τη Μενίνα με επίκεντρο το Σεβαστό και την Παραμυθιά, διαδραματίζεται το βραβευμένο διήγημα του Αλέξανδρου Νίκα, το οποίο μας έκανε την τιμή να το δημοσιεύσουμε κατ’ αποκλειστικότητα, πριν κυκλοφορήσει.
Ένα διήγημα με έντονο λαογραφικό ενδιαφέρον που εκτυλίσσεται στην Παραμυθιά στην ταραγμένη περίοδο του 1911 όταν Έλληνες και Τούρκοι συζούσαν σχεδόν ειρηνικά και παρουσιάζει τον έρωτα ενός Χριστιανού από το Σεβαστό με μία Τουρκάλα από το Καρβουνάρι και τις αντιδράσεις που προκαλούσε ο έρωτας αυτός στην μικρή τοπική κοινωνία.
Θα επηρεάσει ο πόλεμος και η τοπική κοινωνία τα σχέδιά τους; Η συνέχεια στο διήγημα του Αλέξανδρου Νίκα που ακολουθεί:
«Ξύπνα Εμινέ, πάμε».
Ο ύπνος της Εμινέ ήταν γλυκός. Η βροχή που έπεφτε ασταμάτητα από νωρίς το απόγευμα πάνω στον τσίγκο που είχαν για σκεπή στο σπίτι τους, τη νανούρισε και η κούραση της μέρας την είχε στείλει πιο νωρίς για ύπνο. Εδώ και δυο μήνες τώρα είχαν φύγει από το πατρικό σπίτι του Τσιώτη, αφού ο πατέρας του δεν μπορούσε να χωνέψει ότι ο γιος του παντρεύτηκε Τουρκάλα.
Για να μη δεχτεί όμως την κατακραυγή του κόσμου, έδωσε ένα χωράφι πέντε στρέμματα όλα κι’ όλα στο παιδί του και του είπε ξεκάθαρα. «Τσιώτη πάρε τη γυναίκα σου και φύγε από το σπίτι. Δεν μπορείτε να μείνετε άλλο πια εδώ» και συμπλήρωσε με αποστροφή «άκου να παντρευτείς Τουρκάλα! Χάθηκαν οι Χριστιανές παιδάκι μου; Τόσες υπάρχουν στο χωριό!». Αυτό με την Τουρκάλα νύφη δεν μπορούσε να το χωνέψει.
Ο Τσιώτης ήταν 25 χρονών, είχε γεννηθεί στο Σεβαστό και στο χωριό του δεν είχε ζήσει ποτέ Τούρκος. Όλοι οι κάτοικοι ήταν χριστιανοί. Το χωριό πρωτοκατοικήθηκε μετά την πτώση του Σουλίου το 1803 και μπορεί να ήταν όλοι Αρβανίτες, αλλά Τούρκοι όχι. Και να, τώρα ο γιος του Γιώργου Νάση, ο Σωτήρης που όλοι τον φώναζαν Τσιώτη, αγάπησε μια Τουρκάλα από το Καρβουνάρι.
Την πρωτοαντίκρισε του «Σταυρού» στην Παραμυθιά και όταν την ξανάδε στο Λάμποβο, το μεγάλο παζάρι της πόλης, την πρώτη βδομάδα τον Οκτώβρη του 1911, την ακολούθησε όλη μέρα. Εκείνη το πρόσεξε και του χαμογέλασε κρυφά, αλλά ήταν αρκετό για να κάνει τον Τσιώτη να είναι συνέχεια πίσω της μέχρι το μεσημέρι που πήγε στο χάνι του Βαγγελ’ Τάτση. Εκεί συναντήθηκε με τρία παλικάρια, τα αδέλφια της, φόρτωσαν τα ψώνια στα άλογα κι έφυγαν για το χωριό τους. Πήραν τον κάτω δρόμο προς το Σεβαστό, και αφού στο χωριό του δεν ζούσε Τούρκος, κατάλαβε ότι όταν θα έφταναν στο ποτάμι, τον Κωκκυτό, θα έστριβαν για το Ζελεσό. Έβλεπε την κίνηση της καθώς περπατούσε και από τη στιγμή που χάθηκε στη στροφή του δρόμου το είχε κιόλας αποφασίσει. Αυτήν τη γυναίκα θα την έκανε δική του. Δεν ήξερε ποια ήταν, αλλά δεν θα ήταν δύσκολο να μάθει. Είχε αφήσει πολλές φορές το άλογο του στο χάνι του Βαγγελ’ Τάτση και αυτός σίγουρα θα ήξερε τα αδέλφια της. Όταν τον ρώτησε και έμαθε ποιανού κόρη ήταν, κρύος ιδρώτας τον έλουσε και το πείσμα του μεγάλωσε ακόμη περισσότερο. Ήταν από το Καρβουνάρι και πατέρας της ήταν ο αγάς του χωριού.
Πήγε στο καφενείο του Βασίλ’ Γιάννου και εκεί συναντήθηκε με τον Νάσιο Γκοροβέση, τον παιδικό του φίλο. Εκείνος μόλις άκουσε αυτό που του είπε ο Τσιώτης, κατέβασε μονορούφι το ούζο που είχε στο ποτήρι του.
«Τι πας να κάνεις μωρέ βλάμη;» του είπε και πριν εκείνος απαντήσει συνέχισε «στο χωριό μας δεν υπήρχε ποτέ Τούρκος και εσύ πας να το μπασταρδέψεις;» «Γιατί μωρέ Νάσιο, στα άλλα χωριά που Έλληνες έχουν παντρευτεί Τουρκάλες, ή Τούρκοι έχουνε πάρει χριστιανές πάθανε τίποτα; Γιατί να υπάρχει πρόβλημα στο δικό μας;» «Γιατί οι περισσότεροι από εμάς ήρθαμε εδώ από το Σούλι! Από εκεί, Τούρκοι ήταν αυτοί που μας ανάγκασαν να φύγουμε και για πάνω από εκατό χρόνια τώρα δεν έχει μαγαριστεί το χωριό με τέτοιο γάμο. Και θα πας να το μαγαρίσεις εσύ;» «Ναι εγώ!» το πείσμα του Τσιώτη μεγάλωνε.
Ο Νάσιος τον πότισε για τα καλά με ούζο μπας και ο βλάμης του δει τι πάει να κάνει και συνέλθει, αλλά το ούζο έκανε ακόμη χειρότερα τα πράγματα. Ο Τσιώτης δεν μπορούσε να βγάλει την Τουρκάλα από το μυαλό του. Αντίθετα έπεσε στην αγκαλιά του βλάμη και λίγο από το ούζο, λίγο από αυτό που ένιωθε για πρώτη φορά, του είπε. «Αχ μωρέ βλάμη! Δεν μπορώ να την βγάλω από το κεφάλι μου• την αγάπησα από την πρώτη στιγμή που την είδα. Να βάλω σύνορο στην καρδιά μου; Να μην αγαπήσω τίποτα άλλο παρά μόνο Ελληνίδα; Αχ, Θεέ μου τι να κάνω;» και αμέσως έδωσε ο ίδιος απάντηση στην ερώτηση του. «Αύριο θα πάρω τον πατέρα μου, θα έρθεις και εσύ και θα πάμε να την ζητήσουμε».
Ο Νάσιος δεν πίστευε στα αυτιά του με αυτά που άκουγε. Νόμισε πως από το πολύ ούζο παράκουγε. Δεν ήταν και σίγουρος όμως, γι’ αυτό πλήρωσε το καφενείο, πήρε τον Τσιώτη και κίνησαν για το χάνι. Πλήρωσε και τον Βαγγέλ’ Τάτση, πεζέψανε στα άλογα και κίνησαν για το χωριό. Όταν έφτασαν κάτω στο ποτάμι, κατέβηκαν από τα άλογα και έριξαν νερό στο πρόσωπο τους. Εκεί συνήλθαν λιγάκι και ο Νάσιος περίμενε να ακούσει από τον παιδικό του φίλο, που εδώ και δέκα χρόνια είχαν γίνει βλάμηδες, δηλαδή αδελφοποιτοί, να είχε αλλάξει γνώμη για την Τουρκάλα. Εκείνος όμως με πιο καθαρό μυαλό πια, του ξανάπε με έναν τρόπο που δεν επιδέχονταν κουβέντα «αύριο πάμε στον πατέρα της».
Πράγματι την άλλη μέρα, έξω από το σπίτι του αγά στο Καρβουνάρι, ξεπέζεψαν τρεις καβαλάρηδες. Στο σπίτι του Γιώργου Νάση έγινε χαμός όλο το βράδυ, αλλά στο τέλος ο Τσιώτης έπεισε τον πατέρα του να πάνε μαζί στον αγά. Ο υπηρέτης του αγά τον ενημέρωσε πως τον ζητάνε τρείς άντρες από το Σεβαστό κι’ εκείνος δεν ήξερε τι να υποθέσει. Δεν είχε πολλές δοσοληψίες με αυτό το χωριό και ήταν περίεργος να μάθει αμέσως τι τον ήθελαν. Όταν ο Γιώργος Νάσης του εξήγησε τον λόγο της επίσκεψης και ζήτησε το χέρι της κόρης του για το στερνοπαίδι του, ο αγάς αγρίεψε. «Τι έχεις εσύ με την κόρη μου;» γύρισε και είπε απότομα στον Τσιώτη. Οι φωνές ακούστηκαν σε όλο τον μαχαλά. Ο αγάς πίστεψε πως αυτός εδώ ο νιός του μαγάρισε την κόρη και φώναξε τον υπηρέτη να πάει και να την φέρει αμέσως στον οντά. Όταν ήρθε η κόρη του, ο Τσιώτης δεν την αναγνώρισε. Άλλην είχε δει, τη μικρότερη κόρη του αγά και μέχρι να το καταλάβουν όλοι, εκείνος ξέσπασε σε γέλια. Τους κέρασε ούζο και είπε στον Τσιώτη. «Μη περιμένεις παλικάρι μου να σου δώσω την Εμινέ. Έχει σειρά η Μελέκ, η πρώτη μου κόρη και μετά η Εμινέ. Άμε στο καλό και άμα παντρευτεί η μεγάλη το ξανασυζητάμε». Με αυτήν την κουβέντα ο αγάς βρήκε ένα καλό πάτημα για να μη παντρέψει τη κόρη του με χριστιανό.
Η ζωή όμως τα έφερε έτσι που αυτή η επίσκεψη στον αγά είχε τελικά δυο γάμους. Η μεγάλη κόρη του αγάπησε τον Νάσιο Γκοροβέση και όταν το είπε στον πατέρα της, αυτός πήγε να τρελαθεί αλλά τελικά έδωσε τη συγκατάθεση του και έτσι αμέσως μετά τα αλωνίσματα του 1912 έγινε για πρώτη φορά στην περιοχή διπλός γάμος. Τα παιχνίδια της καρδιάς είχαν καλά αποτελέσματα και ο Νάσιος Γκοροβέσης, που έλεγε στον Τσιώτη ότι πάει να μπασταρδέψει το χωριό, παντρεύτηκε την μεγάλη και ο Τσιώτης την μικρή κόρη του αγά.
Οι πιο συχνές επισκέψεις των Τούρκων από το Καρβουνάρι στο Σεβαστό, έκαναν τον Γιώργο Νάση να μην μπορεί να βλέπει τα βλέμματα των χωριανών του στο καφενείο και τον μαχαλά που μαζεύονταν μετά τις δουλειές τους και αποφάσισε λίγο πριν το Λάμποβο του 1912 να διώξει τον Τσιώτη από το σπίτι. Εκείνος έκανε ένα μικρό καλύβι, έβαλε από πάνω τσίγκο και έστησε εκεί το σπιτικό του. Ο αγάς δεν ήθελε να ανακατευτεί, άφησε τους νέους να ζήσουν όπου ήθελαν, αφού είχε δώσει από τριάντα στρέμματα χωράφια και αρκετά ζωντανά προίκα σε κάθε γαμπρό. Ο πατέρας του Νάσιου Γκοροβέση, πιο μυαλωμένος, κράτησε το ζευγάρι στο σπίτι, άλλωστε δεν είχε άλλο παιδί και ποιος θα τον γηροκομούσε;
Και να που τώρα, λίγες μέρες μετά την πρωτοχρονιά του 1913, παραμονή των Φώτων, ο Τσιώτης ξυπνάει μέσα στην άγρια νύχτα την Εμινέ. «Τι έγινε άντρα μ’;» τρόμαξε εκείνη.
«Σήκω Εμινέ, σήκω να φύγουμε τώρα». «Που να πάμε άρχοντα μ’ τέτοια ώρα μ’ αυτούνο το καιρό»; «Να φύγουμε Εμινέ. Να φύγουμε. Πάμε» επανέλαβε με ανησυχία ο Τσιώτης. Έξω η βροχή συνέχιζε να κτυπάει με δύναμη τον τσίγκο και ο αέρας λυσσομανούσε και τρύπωνε στο σπίτι μέσα από τις καλαμιές και τη φτέρη. «Γιατί άντρα μ; Γιατί να φύγουμ’; Και που να πάμ’;» η αγωνία της Εμινέ. «Να πάμε πέρα από τον Καλαμά. Πλησιάζουν και δεν ξέρουμε τι θα κάνουν». «Ποιοι πλησιάζουν»;
Ώσπου να καεί ένα μικρό ξύλο που έβαλε στη φωτιά που τους ζέσταινε, ο Τσιώτης είπε στη γυναίκα του όσα είχε μάθει αποβραδίς στο καφενείο. Ο Ελληνικός Στρατός είχε μπει θριαμβευτής στα τέλη του Οκτώβρη στη Θεσσαλονίκη, είχε πάρει στα χέρια του εδώ και δυο μήνες περίπου και την Πρέβεζα από τους Τούρκους και προχωρούσε πιο βόρεια, προς τα μέρη τους και τα Γιάννενα. Μπορεί το στρατιωτικό κλιμάκιο να περνούσε και από το απόμερο χωριό τους και είχε ακούσει ότι όπου έβρισκαν Τούρκους τους σκότωναν και τις Τουρκάλες πρώτα τις μαγαρίζανε. Φοβήθηκε για τη γυναίκα του και ήθελε να φύγουν. Αυτό που ένιωθε για την Εμινέ δεν ήξερε ότι το έλεγαν ‘έρωτα’. Ήξερε όμως ότι την αγαπούσε πολύ και δεν μπορούσε να σκεφτεί τη ζωή του χωρίς εκείνη. Πάλεψε να την πάρει από τον Τούρκο πατέρα της και να την έχανε τώρα από τα χέρια Ελλήνων; Αγκομαχώντας σηκώθηκε από το αχυρένιο στρώμα κάτω στο χώμα, έβαλε τα δυο της χέρια στην κοιλιά, κόντευε έξι μήνες που ήταν έγκυος, πήραν τον μπόγο με μερικά χρήσιμα πράγματα που είχε μαζέψει νωρίτερα ο Τσιώτης, έβαλαν πάνω στο κορμί τους τις κάπες που είχε φτιάξει η Εμινέ να προστατευτούν από τη βροχή και τον αέρα και βγήκαν έξω στο χαλασμό. Δεν έβλεπαν ούτε τη μύτη τους από το σκοτάδι, αλλά ήξεραν πολύ καλά τα κατατόπια.
Μέχρι να ξημερώσει είχαν περάσει κάτω από τη Σέλιανη, μέσα από το Νιοχώρι και μετά είδαν κάτω χαμηλά τον Καλαμά και δίπλα τη Μενίνα. Σε αυτό το χωριό δεν γνώριζαν κανέναν και ούτε είχε ξανάρθει κάποιος από τους δυο τους ποτέ σε αυτά τα μέρη. Μπορεί να μην ήταν ούτε δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά από το δικό τους, αλλά δεν είχαν κανένα λόγο να έρθουν προς τα εδώ. Δεν είχε παντρευτεί κανένας χωριανός κάποια γυναίκα από αυτά τα μέρη, ούτε είχε πάει εκεί πέρα κάποια νύφη από το χωριό τους.
Είχε ακούσει στο καφενείο, αλλά και στο Καρβουνάρι που είχε πολλούς Τούρκους ότι ο Ελληνικός Στρατός θα έφτανε μέχρι τον Καλαμά. Το ποτάμι θα ήταν το φυσικό σύνορο. Αν περνούσαν το ποτάμι θα γλίτωναν. Έτσι πίστευε ο Τσιώτης. Πίστευε ότι από την άλλη μεριά του ποταμού, εκεί που συνέχιζαν να ζούνε Τούρκοι και Έλληνες μαζί, πως δεν θα διέτρεχαν κανέναν απολύτως κίνδυνο. Ο Τσιώτης είχε συζητήσει με το Νάσιο για όσα είχε ακούσει και του είπε να πάρει τη Μελέκ για να φύγουν παρέα, αλλά εκείνη μόλις είχε αποβάλλει και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Από ψηλά στο Νιοχώρι, έβλεπαν κάτω το ποτάμι κι αν και είχε σταματήσει η βροχή πριν λίγη ώρα, βροχή έτρεξε ο ιδρώτας από την αγωνία στο πρόσωπο του Τσιώτη. Ο Καλαμάς είχε φουσκώσει για τα καλά και είδαν ότι σε κάποια σημεία είχε πάνω από εκατό μέτρα πλάτος. Ο Κωκκυτός, το ποτάμι του χωριού τους, ακόμη και όταν φούσκωνε από την πολλή βροχή δεν έβγαινε από τις όχθες του και δεν πλημμύρισε ποτέ τον κάμπο. Τώρα ο Καλαμάς έμοιαζε εκεί κάτω μπροστά τους σαν να ήταν λίμνη. Σταμάτησαν λίγο να πάρουν μια ανάσα και κατέβηκαν από το άλογο. Κοιτώντας το ποτάμι η απογοήτευση ήταν μεγάλη στα πρόσωπα των δυο ερωτευμένων νέων της εποχής. Ο Τσιώτης έστρεψε το βλέμμα του αριστερά και όσο έβλεπε το ποτάμι, εκείνο δεν ήταν σε κανένα σημείο πιο στενό από πενήντα μέτρα πλάτος. Η Εμινέ έριξε το βλέμμα της δεξιά και είπε γεμάτη χαρά. «Κοίτα αφέντη μ’ εκεί»!
Πράγματι, όπως έβλεπαν από ψηλά τη Μενίνα και το ποτάμι, στην άκρη του χωριού, εκεί που τέλειωνε το ποτάμι και μετά χανόταν μέσα στα βουνά, τους φάνηκε πως εκείνο στένευε. Η χαρά ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα τους και ο Τσιώτης αγκάλιασε την Εμινέ και τη φίλησε. Εκείνη, εκεί ψηλά στο βουνό, μακριά από το χωριό και τα αδιάκριτα μάτια των γνωστών, αγκάλιασε με πάθος τον άντρα της, τον γέμισε φιλιά και δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά του. Ο Τσιώτης ήταν περήφανος που είχε αυτήν τη γυναίκα στην αγκαλιά του και χάιδεψε την κοιλιά της. «Ο γιος μας θα ζήσει χωρίς το δικό μας φόβο Εμινέ και θα ….» ξεκίνησε να της λέει με χαρά και λαχτάρα και άφησε μετέωρη τη κουβέντα του. Ανήσυχη εκείνη τραβήχτηκε λίγο προς τα πίσω, τον κοίταξε μέσα στα μάτια, σ’ αυτά είδε την απογοήτευση και τρόμαξε. «Τι έπαθες αγάπη μ’;» τον ρώτησε και εκείνος έφερε το ξαφνιασμένο βλέμμα του στο δικό της, αφού ήταν η πρώτη φορά που άκουσε την Εμινέ να τον λέει ‘αγάπη μου’. Αμέσως ξέχασε αυτό που τον είχε κάνει να σταματήσει απότομα την προηγούμενη φράση του, χαμογέλασε και τη φίλησε στο στόμα με πάθος. Εκείνη ανταποκρίθηκε με το ίδιο πάθος και εκείνο το πρωινό, εκεί ψηλά από τη Μενίνα θα έμενε αξέχαστο. Η Εμινέ όμως δεν ξέχασε την ερώτηση που του είχε κάνει λίγο πριν απ’ τα φιλιά και γρήγορα τον ξαναρώτησε «τι έπαθες αγαπημένε μ’»;
Εκείνος τραβήχτηκε απαλά από την αγκαλιά της και της είπε. «Όσο βλέπουμε το ποτάμι, δεν βλέπω πουθενά γέφυρα και εκεί δεξιά που στενεύει θα πρέπει να έχει μεγάλο βάθος Εμινέ!» και την κοίταξε με την αγωνία να χαράζει στο πρόσωπο του όπως κι εκείνη η μέρα, η μέρα των Φώτων.
Από το Νιοχώρι ακούστηκε το σήμαντρο της εκκλησίας που καλούσε τους Νιοχωρίτες και σχεδόν αμέσως ήρθε στα αυτιά τους και ο ήχος της καμπάνας από την εκκλησία που ήταν κάτω στη Μενίνα. Πήρε από το χέρι την Εμινέ, έβαλαν μπροστά τον Ντορή για να μην τους παρασύρει αν στραβοπατήσει και κατέβηκαν με προσοχή το μονοπάτι. Όταν έφτασαν κάτω στο χωριό, έδεσαν το άλογο έξω από την εκκλησία και μπήκαν μέσα. Οι χωρικοί τους κοίταζαν περίεργα, αφού δεν τους είχαν ξαναδεί και περίμεναν να τελειώσει η λειτουργία. Ο Τσιώτης και η Εμινέ είχαν σκεφτεί ότι κάποιοι από τον απέναντι μαχαλά θα είχαν έρθει στην εκκλησία και πως όταν θα έφευγαν θα τους ακολουθούσαν για να περάσουν μαζί το ποτάμι και τότε επιτέλους θα ήταν ελεύθεροι.
Ξαφνικά λίγο πριν το τέλος της λειτουργίας η καμπάνα άρχισε να κτυπάει δαιμονισμένα, αλλά χαρμόσυνα. Δεν σταμάταγε να κτυπάει, έτσι που ο παππάς τελείωσε άρον - άρον τη λειτουργία και βγήκαν όλοι έξω. Οι άνθρωποι από τη Μενίνα πανηγύριζαν και μόνο τα πρόσωπα του Τσιώτη και της Εμινέ ήταν κερωμένα. Πάνω ψηλά στο βουνό, εκεί που ήταν οι ίδιοι λίγη ώρα πριν, είδαν την Ελληνική σημαία και τον Στρατό των Ελλήνων. Φαινόταν καθαρά ότι σε πολύ λίγη ώρα θα ήταν κάτω στη Μενίνα και τότε δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν. Ο Τσιώτης έκανε νόημα στην αγαπημένη του να τον ακολουθήσει, πήραν το άλογο και κίνησαν για την άκρη του χωριού, εκεί που από ψηλά είχαν δει να χάνεται το ποτάμι. Σκέφτηκε ότι αφού όσο έβλεπαν αριστερά δεν είχαν δει γέφυρα, κάπου δεξιά θα υπήρχε μια για να περνάνε οι χωρικοί απέναντι.
Πράγματι σε λίγη ώρα έφτασαν στη γέφυρα και εκεί πάγωσε το αίμα τους. Πάνω σ’ αυτήν ήδη υπήρχε κλιμάκιο του Ελληνικού Στρατού. Πότε πέρασε και δεν το είχαν πάρει χαμπάρι; Κατάλαβαν ότι όσην ώρα εκείνοι ήταν μέσα στην εκκλησία ο στρατός είχε καταλάβει τη γέφυρα. Αποφάσισαν να κάνουν αυτό που είχαν συμφωνήσει στο δρόμο. Όταν έφτασαν πάνω στη γέφυρα, ο σκοπός σήκωσε το όπλο του και τους είπε να κατέβουν από το άλογο. Ο Τσιώτης αμέσως κατέβηκε και τον πλησίασε λιγάκι, ο φαντάρος του είπε να σταματήσει στα τρία μέτρα και διέταξε να κατέβει και η γυναίκα από το άλογο.
«Είναι γκαστρωμένη κι έχει πρόβλημα μωρέ πατριώτη! Βιαζόμαστε να φτάσουμε γρήγορα στο Φιλιάτι να τη δει γιατρός» του είπε ο Τσιώτης. «Δεν με ενδιαφέρει. Να κατέβει αμέσως. Έτσι λένε οι εντολές» διέταξε ο στρατιώτης.
Ο Τσιώτης γύρισε για να την βοηθήσει να κατέβει, πλησίασε όμως ένας δεκανέας και του είπε «άφησέ την πάνω στο άλογο και ελάτε στη σκηνή» και έδειξε μια σκηνή που είχε στηθεί στην άλλη πλευρά της γέφυρας κι απ’ έξω είχε μια ταμπέλα που έλεγε «Διοικητήριο». «Πότε πρόλαβαν και έστησαν κιόλας το Διοικητήριο;» αναρωτήθηκε ο Τσιώτης και αμέσως κατάλαβε ότι δεν θα ξεμπέρδευαν εύκολα με αυτούς. Η Εμινέ έμεινε πάνω στον Ντορή που περνούσε την ξύλινη γέφυρα με μεγάλη προσοχή. Μόλις πάτησαν γη ο δεκανέας φώναξε δυνατά «Βουλτσίδηηηη!» και αμέσως βγήκε από τη διπλανή σκηνή, που απ’ έξω είχε ένα κόκκινο σταυρό, ένας ηλικιωμένος στρατιωτικός που φορούσε άσπρη μπλούζα.
«Γιατρέ, η γυναίκα είναι γκαστρωμένη και έχει πρόβλημα» είπε ο δεκανέας. Ο γιατρός βοήθησε τη γυναίκα να κατέβει από το άλογο και την έβαλε μέσα στη σκηνή. Τον Τσιώτη δεν τον άφησαν να μπει μέσα. «Τι θα της κάνετε;» φώναξε ο Τσιώτης σχεδόν ουρλιάζοντας, αλλά ο γιατρός τον καθησύχασε. «Μη φοβάσαι, θα δούμε αν είναι σοβαρή η κατάσταση» του είπε και συμπλήρωσε «το Φιλιάτι είναι μακριά και μπορεί όταν φτάσετε να είναι αργά».
Ο δεκανέας κάθισε έξω και έβγαλε από τη τσέπη του ένα τσιγάρο. Ο Τσιώτης τον κοίταξε με πόνο και ανησυχία, αυτός αμέσως κατάλαβε, του έδωσε το τσιγάρο κι έβγαλε άλλο για τον εαυτό του και του είπε. «Μη φοβάσαι. Είναι ο καλύτερος γιατρός που έχουμε. Είναι σχεδόν είκοσι χρόνια στρατιωτικός γιατρός. Έχουν δει πολλά τα μάτια του και ξέρει».
Πράγματι ο Χρήστος Βουλτσίδης, ο γιατρός, είδε και κατάλαβε. Γεννημένος στη Βάρνα της Βουλγαρίας, κυνηγημένος εκεί πέρα ο ίδιος και η οικογένεια του από τους Τούρκους, έφτασαν στην ελεύθερη Ελλάδα το 1882 και εγκαταστάθηκαν στον Αλμυρό της Θεσσαλίας, ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση του. Είχαν δει πολλά τα μάτια του και αμέσως διαπίστωσε ότι η γυναίκα δεν είχε πρόβλημα με την εγκυμοσύνη, κατάλαβε πως είναι Τουρκάλα και προσπαθούσαν να περάσουν το ποτάμι επειδή φοβόταν για τη ζωή τους. Φώναξε τον δεκανέα και του είπε να φέρει αμέσως το λοχαγό. Ο δεκανέας γύρισε προς το «Διοικητήριο» και φώναξε «λοχαγέ Σταματάκηηηη!» και αμέσως βγήκε έξω ένας ψηλός και γεροδεμένος ψαρομάλλης στρατιωτικός, με ένα μεγάλο μουστάκι να κρέμεται πάνω από τα χείλη του. Είχαν και στα μέρη τους οι άντρες μουστάκια, αλλά πρώτη φορά ο Τσιώτης είδε τόσο μεγάλο. Πρώτη φορά είδε και Κρητικό ζωσμένο με μαχαίρι κι αμέσως κατάλαβε ότι μέχρι εδώ ήταν η ζωή της Εμινέ και του γιου του που είχε στην κοιλιά της. Ο λοχαγός πλησίασε προς τη σκηνή κι ο Τσιώτης έπεσε στα γόνατα λέγοντας ικετευτικά. «Λοχαγέ σε παρακαλώ, μη, την αγαπάω πολύ, είναι η γυναίκα μου». Ο λοχαγός που πολέμησε τους Τούρκους στην Κρήτη μέχρι την απελευθέρωση της το 1898, δεν σταμάτησε να κυνηγάει με τον Ελληνικό Στρατό και να σκοτώνει Τούρκους, κοντά δεκαπέντε χρόνια τώρα. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στον Τσιώτη, έφερε το χέρι του στη θήκη με το μαχαίρι και μπήκε μέσα στη σκηνή που ήταν η Εμινέ με τον γιατρό.
Ο ίδιος απέξω παρακαλούσε το Θεό να μην της κάνουν κακό και αμέσως μετά, αν της κάνουν, τουλάχιστον να μην πονέσει πολύ. Πέρασε λίγη ώρα και από τη σκηνή δεν ακουγόταν τίποτα. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του όταν είδε πρώτα τον λοχαγό και μετά τον γιατρό να βγαίνουν από τη σκηνή. «Σήκω και έλα στο Διοικητήριο» του είπε αυστηρά ο λοχαγός. Σηκώθηκε και με βαριά βήματα τους ακολούθησε. Σε λίγο ο Τσιώτης έβγαινε από το Διοικητήριο με ένα χαρτί που είχε σφραγίδες του Ελληνικού Στρατού και ήταν υπογραμμένο από τον λοχαγό, που έλεγε ότι «όποιος πειράξει τη γυναίκα του Τσιώτη Νάση θα έχει να κάνει με τον Ελληνικό Στρατό και προσωπικά με τον λοχαγό Σταματάκη».
Ο Ελληνικός Στρατός δεν απελευθέρωνε την Ήπειρο από τους Τούρκους για να δημιουργήσει πρόβλημα στους Έλληνες, αλλά για να ζήσουν μέσα σε ειρήνη με όσους Τούρκους επέλεγαν να μείνουν στην ελεύθερη Ελλάδα.
Σε περίπου πέντε εβδομάδες, στο καφενείο του Σεβαστού, ο Τσιώτης άκουσε ότι ο Ελληνικός Στρατός είχε μπει θριαμβευτής στα Γιάννενα και όλη η Ήπειρος ήταν πια ελεύθερη.
Στο βίντεο που ακολουθεί μπορείτε να δείτε ένα ντοκιμαντέρ για την απελευθέρωση της Παραμυθιάς το 1913, πριν 100 χρόνια, κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.
Η εξιστόρηση των γεγονότων από την μάχη της Σκάλα της Παραμυθιάς μέχρι την ημέρα της εισόδου του Ελληνικού στρατού στη πόλη, στις 23/02/1913, σε μια παραγωγή της paramythia-online.gr
Το επεισόδιο αυτό της σειράς "ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ" αποτελεί το δεύτερο μέρος της ενότητας που ασχολείται με τους Βαλκανικούς Πολέμους και επικεντρώνεται στις πολεμικές επιχειρήσεις στο μέτωπο της Ηπείρου, κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, και στην αποφασιστική Μάχη του Μπιζανίου (16-21 Φεβρουαρίου 1913) που έληξε με την ήττα των τουρκικών στρατευμάτων και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον ελληνικό στρατό. Ο αφηγητής αναφέρεται στις συνθήκες παράδοσης της πόλης με την παράθεση κειμένων ιστορικών εγγράφων της περιόδου, που αντηλλάγησαν μεταξύ του Τούρκου διοικητή ΑΛΗ ΦΟΥΑΤ και του αρχηγού του ελληνικού στρατού διαδόχου ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, καθώς και από την αλληλογραφία του ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ και του ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α΄. Ταυτόχρονα, προβάλλεται ασπρόμαυρο φωτογραφικό ιστορικό υλικό, όπως σκηνές από την τελετή παράδοσης της πόλης των Ιωαννίνων.
Ο αγώνας για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων υπήρξε η σημαντικότερη στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο μέτωπο της Ηπείρου, κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου (5 Οκτωβρίου 1912- 18 Μαΐου 1913). Η πολεμική αναμέτρηση για την κατάληψη της πρωτεύουσας της Ηπείρου κράτησε σχεδόν τρεις μήνες, από τις 29 Νοεμβρίου 1912 έως τις 21 Φεβρουαρίου 1913, οπότε οι οθωμανικές δυνάμεις παραδόθηκαν στον διάδοχο Κωνσταντίνο, που ηγείτο των ελληνικών όπλων.
Με το ξέσπασμα του Α' Βαλκανικού Πολέμου, τα ελληνικά στρατεύματα, που είχαν συγκεντρωθεί στην περιοχή της Άρτας υπό τον αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη (1846-1931), κράτησαν αρχικά αμυντική στάση, με στόχο να εξασφαλίσουν τη μεθόριο. Οι ελληνικές δυνάμεις στο μέγεθος μεραρχίας υπολείπονταν των οθωμανικών δυνάμεων, που διέθεταν για την υπεράσπιση της περιοχής δύο μεραρχίες υπό την διοίκηση του Εσάτ Πασά (1862-1952), ενός Οθωμανού στρατηγού που είχε γεννηθεί στα Ιωάννινα. Το σχέδιο προέβλεπε ότι μετά την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, θα ελευθερώνονταν στρατεύματα για την ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας στην Ήπειρο.
Αλλά από τις 6 Οκτωβρίου κιόλας άρχισαν οι αψιμαχίες. Γρήγορα, ο ελληνικός στρατός ανέλαβε επιθετικές πρωτοβουλίες και τις επόμενες ημέρες κατέλαβε τη Φιλιππιάδα (12 Οκτωβρίου) και την Πρέβεζα (21 Οκτωβρίου). Στη συνέχεια κινήθηκε προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο κύριος όγκος των τουρκικών δυνάμεων, που εν τω μεταξύ είχε ενισχυθεί με νέες δυνάμεις από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, αλλά και των δυσμενών καιρικών συνθηκών, η προέλαση του ελληνικού στρατού ανακόπηκε.
Η κατάληψη των Ιωαννίνων φάνταζε δύσκολή υπόθεση, καθότι ο ελληνικός στρατός έπρεπε να εκπορθήσει τα οχυρά του Μπιζανίου. Ο ορεινός όγκος του Μπιζανίου, που δεσπόζει νότια των Ιωαννίνων, αποτελούσε εξαιρετικά ισχυρή αμυντική τοποθεσία, που επιπλέον είχε ενισχυθεί πρόσφατα με πέντε μόνιμα πυροβολεία, κατασκευασμένα υπό την επίβλεψη γερμανών ειδικών. Η κυβέρνηση Βενιζέλου επιζητούσε τη γρήγορη απελευθέρωση της Ηπείρου, πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, που βρισκόταν σε εξέλιξη. Έτσι, ο στρατός της Ηπείρου ενισχύθηκε με μία ακόμη μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και υπό την ηγεσία του αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη ανέλαβε την πρώτη σημαντική επιθετική ενέργεια κατά των οχυρών του Μπιζανίου στις 29 Νοεμβρίου 1912, η οποία απέτυχε προς μεγάλη ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης.
Στις 8 Δεκεμβρίου αποφασίστηκε η αποστολή δύο ακόμη μεραρχιών στην περιοχή, ενώ την επομένη ο διάδοχος Κωνσταντίνος με τηλεγράφημά του προς την πολιτική ηγεσία έθετε θέμα αντικατάστασης του αντιστράτηγου Σαπουντζάκη, τον οποίον χαρακτήριζε «αδέξιον». Το ίδιο βράδυ, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να αναθέσει την ηγεσία του Στρατού της Ηπείρου στον Κωνσταντίνο, ο οποίος παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του δέχτηκε. Στις 3 Ιανουαρίου 1913 η σχετική διαταγή έφθασε στο Στρατηγείο Ηπείρου, η οποία περιλάμβανε και τη ρητή απαγόρευση προς τον στρατό της Ηπείρου να ενεργήσει οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια πριν από την άφιξη του Κωνσταντίνου.
Ένα απρόοπτο γεγονός άλλαξε τη φορά των πραγμάτων. Ένα αυτοκίνητο με δύο άνδρες αυτομόλησε προς τις τουρκικές γραμμές. Ο Σαπουντζάκης, που ήθελε να αποκαταστήσει το στρατιωτικό του γόητρο, εξέφρασε τους φόβους του προς το Υπουργείο Στρατιωτικών ότι οι επιβάτες του αυτοκινήτου θα πρόδιδαν στους Τούρκους τη διάταξη των ελληνικών δυνάμεων και διατύπωσε τη γνώμη ότι μία αιφνιδιαστική επίθεση πριν από την άφιξη του διαδόχου θα απέφερε ουσιαστικά αποτελέσματα. Το αίτημά του έγινε δεκτό από το επιτελείο και η νέα επίθεση κατά των οχυρών του Μπιζανίου ξεκίνησε το πρωί της 7ης Ιανουαρίου 1913. Οι αμυνόμενοι κατόρθωσαν να αποκρούσουν και αυτή την επίθεση, προκαλώντας απώλειες στους Έλληνες επιτιθέμενους.
Το απόγευμα της 10ης Ιανουαρίου 1913 έφθασε στο μέτωπο ο Κωνσταντίνος, ο οποίος μετά την ενημέρωσή του από τον αντιστράτηγο Σαπουντζάκη, έδωσε εντολή την επόμενη ημέρα για κατάπαυση του πυρός. Ο νέος αρχηγός βρήκε αποδεκατισμένο τον στρατό, όχι τόσο από τις απώλειες στη μάχη, όσο από τα επακόλουθα του σκληρού χειμώνα (ψύξεις, κρυοπαγήματα) και της υπερκόπωσης των ανδρών. Οι μάχιμοι από 40.000 είχαν περιοριστεί στις 28.000 άνδρες, δύναμη μικρή για τον Κωνσταντίνο, προκειμένου να επιχειρήσει την τρίτη επίθεση για την κατάληψη του Μπιζανίου, που θα σήμαινε και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Στις 30 Ιανουαρίου ο Κωνσταντίνος ζήτησε ενισχύσεις, αλλά ο Βενιζέλος που επισκέφθηκε το μέτωπο απέρριψε το αίτημα του, καθώς δεν μπορούσαν να διατεθούν μονάδες από τη Μακεδονία. Το σχέδιο που εκπόνησε ο Κωνσταντίνος και οι επιτελείς του για την εκπόρθηση του Μπιζανίου προέβλεπε την εκδήλωση της κύριας επίθεσης στις 20 Φεβρουαρίου 1913. Νωρίτερα, στις 17 Ιανουαρίου, με επιστολή του προς τον Εσάτ Πασά τού είχε ζητήσει την παράδοση των Ιωαννίνων για λόγους ανθρωπιστικούς, μιας και η Τουρκία είχε ουσιαστικά χάσει τον πόλεμο. Η απάντηση του Τούρκου διοικητή ήταν αρνητική.
Στις 19 Φεβρουαρίου 1913, την παραμονή της γενικής επίθεσης, ο Κωνσταντίνος με κάποιες ενισχύσεις της τελευταίας στιγμής, διέθετε 41.000 ετοιμοπόλεμους άνδρες και 105 κανόνια, τα οποία άρχισαν να βάλουν με επιτυχία κατά των τουρκικών θέσεων στο Μπιζάνι. Ο Εσάτ Πασάς παρέταξε 35.000 στρατιώτες, άγνωστο αριθμό ατάκτων και 162 κανόνια. Η γενική ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε τις πρωινές ώρες της 20ης Φεβρουαρίου και μέχρι τις πρώτες βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας τα ελληνικά στρατεύματα με εφ’ όπλου λόγχη και μάχες εκ του συστάδην είχαν φθάσει στις παρυφές των Ιωαννίνων, στον Άγιο Ιωάννη. Καθοριστική συμβολή στην εξέλιξη αυτή είχε το 9ο Τάγμα του 1ου Συντάγματος Ευζώνων υπό τον ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου, που υπερκέρασε τις τουρκικές δυνάμεις και βρέθηκε στα μετόπισθεν του εχθρού. Οι εύζωνες φρόντισαν να καταστρέψουν τα τηλεφωνικά δίκτυα, διακόπτοντας την επικοινωνία της τουρκικής διοίκησης με τον στρατό της, που παρέμενε αποκομμένος, αλλά άθικτος στο Μπιζάνι.
Η παράδοση ήταν πλέον μονόδρομος για τον Εσάτ Πασά. Στις 11 το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου έφθασε στις προφυλακές του 9ου Τάγματος Ευζώνων ένα αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν ο επίσκοπος Δωδώνης, ο υπολοχαγός Ρεούφ και ανθυπολοχαγός Ταλαάτ. Έφεραν μαζί τους επιστολή, που υπογραφόταν από τους προξένους στα Ιωάννινα της Ρωσίας, Αυστρο-Ουγγαρίας, Γαλλίας και Ρουμανίας και περιείχε πρόταση του Εσάτ Πασά προς τον Κωνσταντίνο για άμεση και χωρίς όρους παράδοση των Ιωαννίνων και του Μπιζανίου.
Στις 2 π.μ. της 21ης Φεβρουαρίου 1913 οι τρεις απεσταλμένοι, συνοδευόμενοι από τον ταγματάρχη Βελισσαρίου, έφθασαν στο στρατηγείο της 2ας Μεραρχίας. Εκεί περίμεναν την άφιξη ενός αυτοκινήτου, που τους οδήγησε στις 4:30 π.μ. στο χάνι του Εμίν Αγά, όπου έδρευε το ελληνικό στρατηγείο. Ο Κωνσταντίνος συμφώνησε με το περιεχόμενο της επιστολής και στις 5:30 το πρωί δόθηκε εντολή κατάπαυσης του πυρός σε όλες τις μονάδες. Στη διήμερη μάχη για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ο ελληνικός στρατός είχε 284 νεκρούς και τραυματίες. Οι απώλειες για τους Τούρκους ήταν 2.800 νεκροί και 8.600 αιχμάλωτοι.
Το πρωί της 22ας Φεβρουαρίου 1913 οι πρώτες μονάδες του ελληνικού στρατού παρέλασαν στην πόλη υπό τις επευφημίες των κατοίκων. Τα Ιωάννινα, μετά από 483 χρόνια δουλείας, ήταν και πάλι ελεύθερα. Το χαρμόσυνο άγγελμα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων έγινε αμέσως γνωστό στην Αθήνα, σκορπώντας φρενίτιδα ενθουσιασμού. Ο Γεώργιος Σουρής δημοσίευσε στο «Ρωμηό» το ακόλουθο ποίημα:
“
Τα πήραμε τα Γιάννινα μάτια πολλά το λένε, μάτια πολλά το λένε, όπου γελούν και κλαίνε.
Το λεν πουλιά των Γρεβενών κι αηδόνια του Μετσόβου, που τά'καψεν η παγωνιά κι ανατριχίλα φόβου.
Το λένε χτύποι και βροντές, το λένε κι οι καμπάνες, το λένε και χαρούμενες οι μαυροφόρες μάνες.
Το λένε και Γιαννιώτισσες που ζούσαν χρόνια βόγγου, το λένε κι οι Σουλιώτισσες στις ράχες του Ζαλόγγου.
”
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής απειλής στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς. Οι επιχειρήσεις στο Μπιζάνι σήμαναν ουσιαστικά και τη λήξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου στο στρατιωτικό πεδίο. Τις επόμενες ημέρες ο ελληνικός στρατός κινήθηκε βορειότερα και ως τις 5 Μαρτίου 1913 είχε απελευθερώσει τη Βόρειο Ήπειρο.
Η συγκεκριμένη σημαία είναι μία από αυτές που αναρτήθηκαν στην πόλη των Ιωαννίνων την 21-2-1913 αμέσως μετά την απελευθέρωση της πόλης από τα Ελληνικά στρατεύματα! Δωρήθηκε και φυλάχθηκε επί δεκαετίες στην Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών. Πρόσφατα συντηρήθηκε στα εργαστήρια του Χριστιανικού και Βυζαντινού Μουσείου και αυτές τις ημέρες εκτίθεται στον εκθεσιακό χώρο του Πνευματικού Κέντρου Ιωαννίνων.
Η στερνή μέρα της σκλαβωμένης πολιτείας. Κι η ιστορία αναδιπλώνει τις σελίδες της και γράφει...
Το σούρουπο απλώνει τις σκιές του. Κουρασμένη, τραυματισμένη παραδίνεται στο μυστήριο της νύχτας η εφιαλτική μέρα.
Οι τελευταίες αναλαμπές της, φωτίζουν τρομακτικά ερείπια.Βουνά οργωμένα απ' τα κανόνια... χώματα ποτισμένα, βαμμένα στο κόκκινο, στο βαθύ κόκκινο.
Αγριολούλουδα πνιγμένα στο κόκκινο... Κάμποι ματωμένοι, φλογισμένοι... Όλα βουτηγμένα στο αίμα...
Πολλά κοράκια πετούν. Χιλιάδες κοράκια πετούν. Και σμίγουν όλα σε τραγικό ταξίδι. Εκατοντάδες πτώματα. Σωροί πτώματα...
Στις χαράδρες, στους λόφους, στους κάμπους περπατάει η φρίκη. Στην πολιτεία περπατάει η ερήμωση...
Τα μαύρα πέπλα σκεπάζουν τη νεκρωμένη πολιτεία. Ο κόσμος χάνεται στα σκοτάδια. Στις πέτρινες πλατείες και στα γκαλντερίμια ηχούν τα γοργά βήματα των τυράνων.
Κινούνται σπασμωδικά. Νιώθουν τη μοιραία στιγμή. Η αγωνία των τελευταίων ημερών δίνει τη θέση της στην πραγματικότητα.
Συναισθάνονται πως είναι η τελευταία μέρα. Ύστερα από τόσα χρόνια... από πέντε αιώνες...
[...]
Η νιότη πολεμάει με το θάνατο. Οι μέρες σβήνουν και τα βράδια απλώνουν γεμάτα μυστήριο και ανησυχίες. Κροταλίζουν κανόνια. Οι σφαίρες πέφτουν βροχή. Ο χάρος πηγαινοέρχεται. Το αιματοστάλαχτο δρεπάνι του, σφυρίζει. Σ' έναν εξοντωτικό αγώνα παλεύουν ο χάρος και η νίκη. Ο χάρος που σπέρνει τη φρίκη είναι ταυτόχρονα και η δόξα της νίκης, γιατί οι ιεροί αγώνες μόνο με θυσίες κερδίζονται, όπως ομολογούν και οι στίχοι του ποιητή:
Ιωάννη Πολέμη,
Μπιζάνι
Τον ήλιο ετρόμαζε ο καπνός και τον αγέρα οι κρότοι
και τη ματόβρεχτη τη γη τα ποδοβολητά·
κι έμεινε μόνο ατρόμαχτη παλληκαρίσια η νιότη
στο θάνατο μπροστά.
Ο χάρος πηγαινόρχεται χωρίς να ξανασάνει
από το βράχο του χαμού στον κάμπο τον πλατύ,
σφυρίζει αιματοστάλαχτο το κοφτερό δρεπάνι
που ακούραστα κρατεί.
Ο χάρος πηγαινόρχεται και πάντα εμπρός του βρίσκει
τη λευκοφόρα που πετά μ' ορθάνοιχτα φτερά·
ορμούν, σφιχταγγαλιάζονται, σμίγουν οι δυό τους ίσκιοι
στα χόρτα τα ξερά.
Αγκάλιασέ τον άφοβα, ω! λευκοφόρα Νίκη,
κλείσε τον στις φτερούγες σου! Αν είναι ο μισητός
που σπέρνει την απελπισιά και που σκορπάει τη φρίκη,
μα η δόξα σου είναι αυτός.
Κι αν στα σφιχταγκαλιάσματα τα κόκκινα τα χέρια·
ματώνουν της χλαμύδας σου το κάτασπρο πανί,
μη την ξεπλένεις, άφες την να κοκκινήσει ακέρια,
Πορφύρα να γενεί.
«ΕΣΤΙΑ» Αθήνα 17-1-1913
Αποσπάσματα από το εξαιρετικό βιβλίο του Βασίλη Κραψίτη με τίτλο:
21 Φεβρουαρίου 2013- 100 χρόνια από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Στις 21 Φεβρουαρίου 1913, ο ελληνικός Στρατός, μετά από σκληρές μάχες τεσσάρων μηνών, κυριεύει το οχυρωμένο Μπιζάνι και απελευθερώνει τα Ιωάννινα.
Τα Ελληνικά Ταχυδρομεία τιμούν την ένδοξη ιστορία της πατρίδας μας και γιορτάζουν μαζί με τα Ιωάννινα την πολυσήμαντη αυτή επέτειο, με την έκδοση της Αναμνηστικής Σειράς γραμματοσήμων «100 Χρόνια από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων», την Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013, ημέρα της επετείου των 100 χρόνων από την Απελευθέρωση της πόλης.
[“ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ” / “ΕΞΟΡΜΗΣΗ” / “ΣΚΗΝΗ ΜΑΧΗΣ” ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ “ΕΚΡΗΞΗ ΟΒΙΔΑΣ»] KENAN MESSARE 1889-1965
Ταυτόχρονα με τη σειρά, τα ΕΛΤΑ εκδίδουν και κυκλοφορούν την ίδια ημέρα:
ΕιδικόΑναμνηστικό Φάκελο με Γραμματόσημο και Μετάλλιο
Έχει παράστασησχετική με το θέμα της σειράς και φέρει ένθετο το επετειακό μετάλλιο που εκδόθηκε από τα ΕΛΤΑ και κατασκευάστηκε από το Ίδρυμα Εκτύπωσης Τραπεζογραμματίων και Αξιών (ΙΕΤΑ) της Τράπεζας της Ελλάδος.
Συλλεκτικό Λεύκωμα Πολυτελείας
«Εκ θριάμβου δικαίωσις - 100 χρόνια από την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων»
Πρόκειται για Λεύκωμα Πολυτελείας 120 σελίδων, στις οποίες περιγράφεται και αναδεικνύεται η απελευθέρωση των Ιωαννίνων και οι επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού στην περιοχή της Ηπείρου, κατά τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913.
Θα περιλαμβάνει ένα Ειδικό Φιλοτελικό Προϊόν, φυλλαράκι 4 γραμματοσήμων και ένανΕιδικό Αναμνηστικό Εικονογραφημένο Φάκελο, με επικολλημένο γραμματόσημο, σφραγισμένο με ειδική αναμνηστική σφραγίδα.
Το Κεντρικό Ταχυδρομικό Κατάστημα Ιωαννίνων (Μ. Μπότσαρη 1, Ιωάννινα)θα λειτουργήσει κατ’ εξαίρεση την Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013, ημέρα της επετείου, από τις 11:00 έως τις 14:00,δίνοντας την ευκαιρία στους πολίτες να αποκτήσουν τα συλλεκτικά φιλοτελικά αντικείμενα που επιθυμούν με την επετειακή σφραγίδα Πρώτης Ημέρας Κυκλοφορίας.
Την Παρασκευή, 22 Φεβρουαρίου 2013, στις 10:30 στο Κεντρικό Δημαρχείο Ιωαννίνων, θα γίνει η παρουσίαση της σειράς γραμματοσήμων «100 Χρόνια από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων» από τον Δήμαρχο κ. Φίλιππο Φίλιο και τον ειδικό Σύμβουλο Φιλοτελισμού των ΕΛΤΑ κ. Μωυσή Κωνσταντίνη.
Λάβαμε σήμερα, και δημοσιεύουμε αυτούσιο, ένα πολύ ενδιαφέρον μήνυμα από τον φιλόλογο-καθηγητή κ. Λεωνίδα Πυργάρη με σπάνιο και σημαντικό ιστορικό υλικό που αφορά τη συμμετοχή στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων, αγωνιστών Μπιζανομάχων με καταγωγή από την όμορφη Χίο. Επίσης ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο, το «Πολεμικόνδιήγημα» τού Αλεξάνδρου Καμπανέλλα, με τα απομνημονεύματά του από τις μάχες του Μπιζανίου, το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Νέα Χίος» στις 5 Ιανουαρίου 1914. ______________
Χίος: 18 Φεβρουαρίου 2013
Με την ευκαιρία τής συμπλήρωσης, αυτές τις ημέρες, ενός ακριβώς αιώνα από τις νικηφόρες πολεμικές επιχειρήσεις τού ελληνικού στρατού και την απελευθέρωση και ενσωμάτωση τής Ηπείρου στον εθνικό κορμό, σας αποστέλλω το «Πολεμικόνδιήγημα» τού Αλεξάνδρου Καμπανέλλα. Ο Αλέξανδρος Καμπανέλλας, όπως και πολλοί άλλοι Χιώτες και Αιγαιοπελαγίτες, έλαβε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις κατάληψης τού Μπιζανίου και της ευρύτερης περιοχής τής Ηπείρου κατά τον Α΄Βαλκανικό πόλεμο.
Στο συγκεκριμένο κείμενό του, που δημοσιεύθηκε με την υπογραφή του στην εφημερίδα «ΝΕΑ ΧΙΟΣ» εκείνης τής εποχής, παρέχονται ενδιαφέρουσες πληροφορίες για περιοχές τών Ιωαννίνων αλλά και τής ευρύτερης περιοχής τής Ηπείρου. Διακρίνεται ο πατριωτικός παλμός και αγνός πατριωτισμός τού χρονογράφου, ο οποίος πατριωτισμός υπήρξε η κινητήριος δύναμη εκείνης τής γενιάς για την επιτυχή έκβαση τής Δεύτερης Μεγάλης Εξόρμησης (Βαλκανικών Πολέμων 1912-13). Κάνει ο ίδιος ειρωνικό σχόλιο για στρατιώτες που έτυχαν ήπιας μεταχείρισης χωρίς να διακινδυνεύσουν, χωρίς να ταλαιπωρηθούν και χωρίς γενικά να αρθούν στο ύψος τής εθνικής ευθύνης που απαιτούσε εκείνη η στιγμή. Ομιλεί για αισχροκερδείς και εκμεταλλευτικές προς τους στρατευμένους συμπεριφορές ορισμένων εμπόρων. Αναφέρεται επίσης στις εξαιρετικά δυσχερείς και αντίξοες συνθήκες διεξαγωγής τών πολεμικών επιχειρήσεων, τις οφειλόμενες όχι μόνο στο δύσβατο τού ηπειρωτικού εδάφους αλλά και στην παγωνιά και στο δριμύτατο ψύχος τού ηπειρωτικού χώρου. Ακόμα, διακρίνει κανείς την ατσαλένια αντοχή, σωματική και ψυχική, εκείνης της νεολαίας, σε αντίθεση με την παρακμή σώματος και ψυχής μεγάλου μέρους τής σημερινής νεολαίας, η οποία «γεννήθηκε κουρασμένη»!Τέλος, την Πρωτοχρονιά τού 1914, δηλαδή έναν ακριβώς χρόνο ύστερα από τα πολεμικά γεγονότα τής Πρωτοχρονιάς τού 1913 στην Ήπειρο, με διάθεση μελαγχολίας και θλίψης, αναπολεί τους σκοτωμένους συμπολεμιστές του!
Ο χρονογράφος κρίνεται άτομο οξυδερκές, διεισδυτικό και επαρκούς, για τα τότε κοινωνικά δεδομένα, μορφώσεως, εφόσον ο περιγραφικός του λόγος μπορεί να συλλαμβάνει το ουσιώδες και η εκφραστική του ευχέρεια είναι ικανοποιητική. Ωστόσο, παρατηρούνται σε αρκετά σημεία και σφάλματα ορθογραφίας και σύνταξης.
Το κείμενο τού Μπιζανομάχου Αλ. Καμπανέλλα συνιστά γνήσια και αυθεντική ιστορική πηγή. Και ως τέτοιο πρέπει να αξιοποιηθεί.
Πολεμικόν διήγημα
[Εφημερίδα «Νέα Χίος», 5 Ιανουαρίου 1914,(Αρχείο Βιβλιοθήκης Χίου Ο ΚΟΡΑΗΣ)]
Ίνα καταστή στενωτέρα η πολιορκία τής πολυθρηλλήτου πόλεως τών Ιωαννίνων, ο κατέχων την οποίαν στρατός ετροφοδοτείτο ακόμη εκ Γουμενίτσης και Αγίων Σαράντα, το ημέτερον σύνταγμα ευρισκόμενον προ του Μπιζανίου εις την πρώτην γραμμήν τού πυρός, διετάχθη να βαδίση ίνα καταλάβη και κρατήση γραμμήν την υπό σώματος ημετέρων ανταρτών κατεχομένην επί των οχθών τού Αχέροντος ποταμού, δια του οποίου ο Χάρων μεταφέρει τα ψυχάς τών θνησκόντων εις τον Άδην.
Μετά πορείαν δεκαεξάωρον αφικόμεθα από της γραμμής τού πυρός εις την πόλιν τής Φιλιππιάδος. Νόμιζέ τις ότι μόνον υπό στρατού κατοικείται. Χιλιάδες στρατιωτών πηγαινοέρχονται. Οι μεν πληγωμένοι, οι δε εξηντλημένοι εκ της ταλαιπωρίας και του ψύχους, άλλοι ημιθανείς εκ της κοπώσεως, ασθενείς εκ κρυοπαγημάτων, βρογχίτιδος, περιπνευμονίας, πλευρίτιδος, επί αυτοκινήτων, αμαξών και κάρρων, αλλά και πεζή πλείστοι ακμαίοι και ζωηροί έτοιμοι δια το πεδίον τών μαχών με όλην την θέλησιν και τον ενθουσιασμόν και αποφασιστικότητα τής φυλής.
Μεταξύ αυτών όμως διακρίνει κανείς ευκόλως και τους απαραιτήτως αναγκαίους κουραμπιέδες τούς απεσπασμένους εις διαφόρους υπηρεσίας δήθεν, δια τους οποίους τόσον καλοκαγάθως εμερίμνα η εν Αθήναις Μαμά.
Άπασα η πόλις έχει μεταβληθή εις έν απέραντον νοσοκομείον. Ερυθροί Σταυροί πάσης υπηκοότητος διακρίνονται πανταχόσε. Εκατοντάδες δε νοσοκόμων παντός γένους συντρέχουσι τους πάσχοντας.
Έμποροι εις παραπήγματα εκ του προχείρου κατεσκευασμένα με τιμάς λίαν υπερτιμημένας πωλώσι πάντα τα είδη. Αλλ’ η μεγαλητέρα κατανάλωσις γίνεται εις τα φρούτα, τα γλυκίσματα και το γιαούρτι. Εκ Φιλιππιάδος φθάνομεν εις Λούρον, οπόθεν εγκαταλείπομεν την αμαξιτήν οδόν και εισερχόμεθα εις κοιλάδα ήν διαβάντες ανεχόμεθα επί διαφόρων βουνών φθάνοντες επί τέλους εις Καννελάκη. Διερχόμεθα εις μικράν απόστασιν από του Αθανάτου εκείνου Βράχου από του οποίου αι Σουλιώτισσαι χορεύουσαι έρριπτον επ’ αυτού, λίαν αποτόμου, τα τέκνα και είτα έπιπτον μετά τόσης γενναιοψυχίας αι ίδιαι ίνα μη ευρεθώσιν εν μέσω των αγρίων τεράτων, των Αλβανών.
Ο ουρανός ήτο μελαγχολικός επιτείνων ούτω την ψυχικήν μας εκείνην κατάστασιν, ότε ανελογιζόμεθα μετά γενναιοψυχίας και περιφρονήσεως τού θανάτου συμβάματα εκείνα τα οποία ουχ ήττον ενεψύχουν και ενεκαρδίωνον ημάς γεννώντα εν ημίν πλειοτέραν αποφασιστικότητα προς το ιερόν ημών καθήκον εν τη εκπληρώσει του οποίου αι ψυχαί τών ηρωίδων εκείνων θα εσκίρτων εκ χαράς εν τω τάφω.
Τα βελάσματα τών αρνίων νεογεννήτων ήρχοντο εξ άλλου να τονώσωσιν ημάς, υπομιμνήσκοντα από καιρού εις καιρόν ότι η άνοιξις δεν ήτο και πολύ μακράν, διότι είχομεν πλέον τρομερά απαυδίσει εκ του δρυμυτάτου ψύχους και των ανυποφόρων τού Μπιζανίου νυκτών. Από το Κανελλάκι κατερχόμεθα εις την πεδιάδα τού Φαναρίου ή μάλλον της Παραμυθιάς την οποίαν αρδεύει ο Αχέρων ποταμός. Η πεδιάς αύτη εν σχήματι διττής καρδίας λίαν καρποφόρος παρέσχεν ημίν αρκετά πορτοκάλια και λεμόνια αλλ’ όχι ακόπως. Διότι οι κήποι ευρίσκοντο εις το μέσον σχεδόν της πεδιάδος εις ζώνην δηλαδή αμφισβητουμένην. Ήσαν τω όντι χρυσά μήλα τών εσπερίδων, τα οποία εφυλάσσοντο υπό πολυκεφάλου τέρατος. Ίνα γευθή τις τα μήλα εκείνα ώφειλε να η πολύ αποφασιστικός αψηφών την ζωήν. Ομάδες εξ ημετέρων εξεστράτευον προς τα χωρία εκείνα και ήνοιγον πολλάκις τοφέκι κατά των Τούρκων των έναντι, οίτινες επυροβόλουν κατ’ αυτών. Και μέχρι της τελείας εκλείψεως τών καρπών εξηκολούθει ο κλεπτοπόλεμος εκείνος χωρίς να έχωμεν θύματα εκτός τριών ή τεσσάρων πληγωμένων εκ της παρατόλμου εκείνης ορέξεώς των. Τα περισσότερα χωρία εκ των ευρισκομένων εις τους πρόποδας τών βουνών τών περιβαλλόντων την ωραίαν εκείνην πεδιάδα ήσαν κεκαυμένα και ληστευμένα παρά των Τουρκαλβανών τής περιφερείας εκείνης Τσάμηδων επιλεγομένων. Οι δυστυχείς κάτοικοι επί τη προσεγγίσει μας ήρχοντο εις προϋπάντησίν μας ημίγυμνοι και πολλοί εξ αυτών μάς εζήτουν ολίγον άρτον.
Η γραμμή την οποίαν κατείχον οι αντάρται έχοντες εκδιώξη τους Τσάμηδες έφθανε ακριβώς μέχρι της αριστεράς όχθης τού Αχέροντος και ολίγον πέραν τού τελείως κατεστραμμένου χωρίου Νεμίτσα.
Υπό τον μέγα τού χωρίου τούτου [….]ώνα κατηυλίσθη το Σύνταγμά μας, αναλαβόντος πρώτου τού λόχου μας τας προφυλακάς.
Παραμονή τού νέου έτους 1913. Επί τριημέρου βρέχει κρουνηδόν. Ματαίως προσπαθούμεν να ανάψωμεν ολίγην πυράν εκ κλάδων τών ελαιών, να δυνηθώμεν και στεγνώσωμεν τα κάθυγρα ενδύματά μας, διότι οι πλείστοι εστερούμεθα αντισκήνων. Ζητεί έκαστος ημών να προφυλαχθή υπό τινά καμπύλον κορμόν ελαίας πλην επί ματαίω. Εκοιμήθημεν επί τρεις νύκτας μέσα εις ταις λάσπαις ως οι χοίροι και χείρον τούτων. Ο άρτος μας σήμερον λόγω της διημέρου αποστάσεως εκ του Λούρου, όπου η επιμελητεία, του ανωμάλου τών οδών και των αδιακόπων ραγδαιοτάτων βροχών, περιορίσθη εις μίαν μόνην γαλέταν ημερησίως. Πάλιν καλά.
Από της πρωίας το πυροβολικόν μας, αποτελούμενον εκ τεσσάρων καπνιζόντων παλαιών πυροβόλων τύπου Κρυπ, προσπαθεί να εκτοπίση τους Τούρκους εκ των θέσεων αυτών τών εκείθεν τού Αχέροντος ποταμού παρά τας κλιτείς τού όρους Προφήτου Ηλίου το οποίον επέπρωτο να μου αφήση τελείως αλησμονήτους ωραίας και μυριάκις άλλας απευκταίας αναμνήσεις.
Μυρίζει η πυρίτις ο πρώτος λόχος τού Τάγματός μας αποτελούμενος εξ ευζώνων διατάσσεται να προελάση δι’ επίθεσιν μετατραπείσαν εις εφ’ όπλου λόγχην αργότερον. Τούτον ακολουθεί ο ημέτερος δεύτερος λόχος και ούτω καθ’ εξής. Ύστερον από την τριήμερον διαμονήν έχομεν μίαν απολαυστικήν διάβασιν τού Αχέροντος ποταμού, το ύδωρ τού οποίου έφθανεν ολίγον τι κάτω των μαστών, ην ακολουθεί η τροχάδην επίθεσις με εφ’ όπλου λόγχην, ήτις και φέρει ως αποτέλεσμα την κατάληψιν τού πρώτου λόφου τού ύπερθεν τού χωρίου Γλυκύ ευρισκομένου.
Ενύκτωσε. Οι καταρράκται τού ουρανού ανοίγουσιν, εν ω εξ άλλου ο καιρός από νότου μεταστρέφεται εις βορράν. Και ημείς βεβρεγμένοι μέχρι μυελού οστέων με το όπλον ανά χείρας, άυπνοι καθ’ όλην την απαισίαν εκείνην νύκτα και βρεχόμενοι έτι, των πλείστων συστρατιωτών μας μη εχόντων ενδύματα άλλα στεγνά, τρέμοντες ωσάν να ετινασσόμεθα υπό αδιακόπου ηλεκτρικού ρεύματος ισχυράς δυνάμεως και πολλών volt, επυροβολούμεν κατά διαστήματα, ίνα τηρώμεν τον ολίγον απέχοντα εχθρόν εν επιφυλλακή και είμεθα έτοιμοι εν περιπτώσει νυκτερινής επιθέσεως αυτού.
Η τρομερά ιδίως δια το μήκος αυτής νυξ εκείνη της πρωτοχρονιάς τού 1913 έληξε τέλος. Περί την μεσημβρίαν αντικαθιστώμεθα ημιθανείς και παράλυτοι εκ της νάρκης τού ψύχους. Ζωηρά πυρά μάς επαναδίδει τας αισθήσεις στεγνώσασα και τα ενδύματά μας. Πώς εκερδίσαμεν την νύκτα εκείνην καμμίαν βρογχίτιδα, ή περιπνευμονίαν ή πλευρίτιδα ή ρευματισμούς θαύμα θαυμάτων. Περί την εσπέραν παρά την πυράν ενθυμήθημεν τον Άι Βασίλη και ετραγουδήσαμεν. Τις όμως περιέμενεν ότι πρόσωπα προσφιλή από τον κύκλον μας εκείνον δεν θα έψαλλον και εφέτος προς χάριν τού Αγίου και δεν θα ηδυνάμεθα να τοις υπομνήσωμεν τα μεγαλεία εκείνα. Ω! Θεού πεπρωμένον!
Την πρώτην μας εκείνην επίθεσιν ηκολούθησε και δευτέρα και τρίτη. Ταύτας δε σειρά αποκρούσεων τών Τσάμηδων, οίτινες διαπερώσι την σφαίραν δι’ αυτού τού δακτυλιδίου επιζητούντων να καταλάβωσι το Λούρον ήτοι να διακόψωσι την μεταξύ Πρεβέζης και του πολιορκούντος τα Ιωάννινα Ελλην. στρατού συγκοινωνίαν.
Αι επιτυχίαι, η ανδρεία, η αποφασιστικότης τών ανδρών τού Συντάγματός μας διαδραματίσαντος υπέροχον ρόλον κατά την πολιορκίαν τών Ιωαννίνων προυκάλεσαν την «Βασιλικήν ευαρέσκειαν» δια τας μάχας τής Τσαμουριάς τας οποίας το ημέτερον Σύνταγμα διεξήγαγεν.
Αλ. Καμπανέλλας
(Έγινε πιστή μεταγραφή τού χρονογραφήματος από την Εφημερίδα τής εποχής «Νέα Χίος».
Τηρήθηκε επακριβώς η ορθογραφία και στίξη τού συντάκτη).
Επιμέλεια:Λεωνίδας Πυργάρης, Φιλόλογος
[Σημείωση: Σπούδασα Κλασική Φιλολογία στα Γιάννενα, τα έτη 1980-84. Αγαπώ την υπερήφανη γη τών ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ ισότιμα με την ιδιαίτερή μου πατρίδα, και διατηρώ μέχρι σήμερα σχέσεις καρδιάς με εκλεκτούς ανθρώπους από τα μέρη σας. Ευχαριστώ!]