«Τα πήραμε τα Γιάννενα...»

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Ποιήματα...



1912 και 13

Το χίλια εννιακόσια δώδεκα
και το δεκατρία
οι Έλληνες πολέμησαν
τους Τούρκους με ανδρεία.

Ας ήτανε αυτοί πολλοί
κι εμείς ήμασταν λίγοι,
βοήθησε η Παναγιά
η μαύρη σκλαβιά να φύγει.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

Τα Γιάννενα ελεύθερα

Πέτα πουλί μου γρήγορα
στους κάμπους στα βουνά μας,
να μάθουν πως τα Γιάννενα
έγιναν πια δικά μας!

Πες τους πως η ελευτεριά
μάς ήρθε με τη νίκη!
Έφυγ' η τούρκικη σκλαβιά
και του πολέμου η φρίκη.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

Γιαννιωτοπούλες

Φορούν Γιαννιώτικες στολές
και οι Γιαννιωτοπούλες,
για ιδές τες πόσο μοιάζουνε
με τις Σουλιωτοπούλες!

Χορεύουν ηπειρώτικα
τραγούδια λεβεντιάς
και λένε σαν Σπαρτιάτισσες:
«ή ταν ή επί τας»!
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

Ο Βελισσάριος


Ζήτω ο Βελισσάριος
ένδοξος στρατηγός,
στα ελεύθερα τα Γιάννενα
πρώτος εμπήκε αυτός.

Εκεί στο λόφο ύψωσε
σημαία δοξασμένη
κι οι Τούρκοι παραδόθηκαν
όλοι πια, ντροπιασμένοι.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

Απελευθέρωση των Ιωαννίνων

Στις ηπειρώτικες κορφές
τις χιονοσκεπασμένες
έγιναν μάχες φοβερές,
μάχες τρισδοξασμένες.

Τα όμορφα τα Γιάννενα
τα Τουρκοπατημένα,
μια χαραυγή ξυπνήσανε
απελευθερωμένα.

Όταν ο Φεβρουάριος
είχε εικοσιμία
Γιαννιώτες και Γιαννιώτισσες
βγήκανε στην πλατεία.

Ο Κωνσταντίνος νικητής
έμπαινε μες στην πόλη,
«Ζήτω ο ελευθερωτής»
γύρω φωνάζαν όλοι. 





 
Τα ποιήματα είναι από το βιβλίο της νηπιαγωγού κας Αικατερίνης Λεων. Ντότη:
«για σας παιδιά...»
[παραμύθια και ποιήματα]

Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του κ. Χάρη Λεοντάρη:  
« Η Σαδοβίτσα στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων (1912-13)»


Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Η Σαδοβίτσα στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων


 Ένα εξαιρετικό βιβλίο που έγραψε ο κ. Χάρης Λεοντάρης και αναφέρεται στο χωριό του τα Μάρμαρα (Σαδοβίτσα) Ιωαννίνων και στους αγώνες των συγχωριανών του για την απελευθέρωση της περιοχής από τους Τούρκους, θα παρουσιάσουμε σε επόμενες αναρτήσεις μας. Περιέχει πολλές πληροφορίες για την εποχή εκείνη καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό  που είναι χρήσιμα για τη μελέτη της τοπικής μας ιστορίας.

...Με τη μονογραφία του κ. Χάρη Λεοντάρη, αναφορά στην ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας του,  "Η Σαδοβίτσα στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων (1912-13)", έρχονται στην επιφάνεια αλήθειες ξεχασμένες, που μπορούν να μας βοηθήσουν να εξηγήσουμε το παρόν και να το προβάλουμε στο μέλλον...
Ο συγγραφέας, με την υπευθυνότητα που τον διακρίνει, ανασύρει μνήμες, ήθη και έθιμα, τοπωνύμια, δοξασίες και λεπτές συμπεριφορές των απλών ανθρώπων... το μεγαλείο του λαού μας...
[ΧΡΗΣΤΟΣ Β. ΜΑΣΣΑΛΑΣ]



Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Η συνεισφορά της πολεμικής μας αεροπορίας στην άλωση των οχυρών του Μπιζανίου



Δείτε ένα σχετικό αφιέρωμα (βίντεο).
Η πολεμική μας αεροπορία συμπλήρωσε 100 χρόνια ζωής. Άρχισε την δράση της την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων και είχε ενεργό συμμετοχή στην προσπάθεια του Ελληνικού στρατού να απελευθερώσει τα Γιάννενα. 

Κατά τα τέλη Νοεμβρίου 1912, το ελληνικό σμήνος των Maurice Farman μεταφέρθηκε δια θαλάσσης από τη Θεσσαλονίκη στο λιμάνι της Πρέβεζας με αποστολή την εκτέλεση αναγνωρίσεων στο ηπειρωτικό μέτωπο. Στον Πειραιά προστέθηκε στη δύναμη του σμήνους και ο Γάλλος λοχαγός-αεροπόρος Barres που ορίστηκε από το ελληνικό Υπουργείο Στρατιωτικών διοικητής του.
Λίγες μέρες μετά την εγκατάστασή του στην Πρέβεζα, στην περιοχή Νικόπολη, ο Καμπέρος ζήτησε μετάθεση για το πυροβολικό γιατί διαφώνησε με τον Barres για το χώρο εγκατάστασης της μικρής αεροπορικής βάσης, την οποία ο Καμπέρος ήθελε πιο κοντά στο μέτωπο, στη θέση Πέντε Πηγάδια μεταξύ Ιωαννίνων και Πρέβεζας, ώστε να έχουν περισσότερο χρόνο πάνω από τα τουρκικά οχυρά του Μπιζανίου και να κάνουν παρατηρήσεις βολής πυροβολικού. 

 
Μετά την αναχώρηση του Καμπέρου, βλέποντας ο Γάλλος αεροπόρος ότι τα καύσιμα μόλις επαρκούσαν για πτήση μερικών λεπτών πάνω από το μέτωπο, δημιούργησε ένα βοηθητικό αεροδρόμιο σε ένα χωράφι κοντά στο ελληνικό στρατηγείο στο Εμίν Αγά, όπου γινόταν ανεφοδιασμός των αεροπλάνων σε καύσιμα και χειροβομβίδες. Το «αεροδρόμιο» αυτό περιβαλλόταν από ψηλά υψώματα, είχε μπροστά του μια βαθιά χαράδρα και επηρεαζόταν λόγω υψομέτρου από τις καιρικές συνθήκες, προκαλώντας μεγάλες δυσκολίες στους Έλληνες πιλότους...


Κάτω από τις συνθήκες αυτές άρχισαν στις 5 Δεκεμβρίου 1912 οι πτήσεις των ελληνικών αεροπλάνων. Η πρώτη αποστολή πραγματοποιήθηκε από τον Μ. Μουτούση, ο οποίος απογειώθηκε από την Πρέβεζα, πέταξε πάνω από τα οχυρά του Μπιζανίου και τα Γιάννενα, ρίχνοντας αυτοσχέδιες βόμβες, και προσγειώθηκε στο διάδρομο του Εμίν Αγά.
Οι πτήσεις πάνω από το ηπειρωτικό μέτωπο συνεχίστηκαν χωρίς απώλειες ως τις 21 Φεβρουαρίου 1913 που καταλήφθηκαν τα Γιάννενα από τον ελληνικό στρατό. Κατά τις πτήσεις αυτές διακρίθηκε ο υπολοχαγός-αεροπόρος Μιχ. Μουτούσης που μαζί με τους συναδέλφους του, Ανθυπίλαρχο Χρ. Αδαμίδη και τον Ελληνορρώσο εθελοντή αεροπόρο Σακώφ, όχι μόνο αναγνώριζαν τις θέσεις και τις κινήσεις των Τούρκων και τους έριχναν χειροβομβίδες, αλλά πετώντας πάνω από τα Γιάννενα έριχναν εφημερίδες και δέματα με τρόφιμα στους Έλληνες κατοίκους της πολιορκημένης πόλης που είχαν αρχίσει να θερίζονται από την πείνα.


Μεγάλες υπηρεσίες προσέφερε η αεροπορία μας στην άλωση του Μπιζανίου και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Όπως γνωρίζουμε το Μπιζάνι ήταν μια εξόχως αμυντική τοποθεσία που είχε οργανωθεί από Γερμανούς αξιωματικούς με ένα δαιδαλώδες σύνολο αλληλουποστηριζόμενων οχυρωματικών έργων που υποτίθεται πως το καθιστούσαν απόρθητο.
Οι τέσσερις αεροπόροι μας πέταξαν πάνω από τις τοποθεσίες αυτές και περιέγραψαν λεπτομερώς τις Τουρκικές θέσεις στους Έλληνες χαρτογράφους.

Την πρώτη πτήση πάνω από το Μπιζάνι πραγματοποίησε ο υπολοχαγός Μουτούσης, σε ύψος 600 μέτρων, όταν το ελάχιστο ύψος ασφάλειας πτήσεων ήταν 1900 μέτρα!
Στις πληροφορίες της αεροπορίας βασίστηκε σε μεγάλο μέρος ο σχεδιασμός επί χάρτου των οχυρωματικών θέσεων και των Τουρκικών οχυρών αλλά και της κατεύθυνσης που όφειλε να ακολουθήσει η Ελληνική επίθεση.

Οι Έλληνες ιπτάμενοι όμως παρείχαν και άλλες υπηρεσίες κατά την διάρκεια της πολιορκίας των Ιωαννίνων. Με πτήσεις τους πάνω από την πόλη των Ιωαννίνων έριχναν τρόφιμα και εφημερίδες στους Έλληνες κατοίκους πραγματοποιώντας έτσι τον πρώτο ανεφοδιασμό πόλης από αέρα.

Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ο ανθυπίλαρχος Χρήστος Αδαμίδης, διοικητής του λόχου αεροπόρων, πέταξε θριαμβευτικά πάνω από την απελευθερωμένη πόλη και προσγειώθηκε στην πλατεία του Διοικητηρίου, γνωρίζοντας την αποθέωση από τους κατοίκους!


Αεροπορικές επιχειρήσεις στο Μπιζάνι (!)



ΟΙ ΑΕΡΟΠΟΡΟΙ ΜΑΣ ΥΠΕΡΑΝΩ ΤΟΥ ΜΠΙΖΑΝΙΟΥ
ΕΡΡΙΨΑΝ ΚΑΙ ΒΟΜΒΑΣ

 
ΦΙΛΙΠΠΙΑΣ, 23 Ἰανουαρίου. (Του ἀπεσταλμένου συντάκτου μας).

Οἱ ἀεροπόροι κ.κ. Ἀδαμίδης καὶ Νοταρᾶς, ἐξετέλεσαν περὶ τὴν μεσημβρίαν ἐπιτυχεστάτην πτῆσιν. Ἀνυψωθέντες ἐκ Νικοπόλεως, κατηυθύνθησαν εἰς τὰς Τουρκικᾶς θέσεις εἰς ὕψος 1700 μέτρων.

Ὁ πρῶτος κατευθυνθεὶς δεξιώτερον, ἀπήντησεν ἐκεῖθεν τοῦ Μπιζανίου Τουρκικὸν πεζικὸν, καθ’ οὕ ἔρριψεν ἕξ χειροβομβίδας. Ὁ κ. Νοταρᾶς, άκριβῶς ὕπερθεν τοῦ Μπιζανίου, ἔρριψε τέσσαρας, δύο εἰς σκηνὰς καὶ δύο εἰς τὰ προχώματα.

Σημειωτέον ὅτι αἱ σκηναὶ ὑπεδείχθεισαν ὑπὸ τοῦ στρατηγείου. Οἱ Τοῦρκοι, θορυβηθέντες, ἐπυροβόλουν διὰ πυρῶν ὀμαδόν. Τὸ ἡμέτερον στρατόπεδον παρηκολούθει μετὰ χαρᾶς τὴν ἐπιτυχῆ πτῆσιν τῶν ἀεροπόρων, οἵτινες μετὰ ταῦτα ἐπανῆλθον εἰς Νικόπολιν.
Β.ΚΑΤΩΠΟΔΗΣ

Εφημερίδα "ΠΑΤΡΙΣ",  24-1-1913

Πηγή: «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ»
Φωτό:  http://www.authorstream.com/Presentation/dimitrako72-1436078-21/

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Οι αναμνήσεις ενός εθελοντή Μπιζανομάχου

  «Οι απλοί άνθρωποι, αυτοί που τα ονόματά τους δεν μπαίνουν σε βιβλία ιστορίας,
είναι αυτοί που δημιουργούν την ιστορία.»
Νόαμ Τσόμσκι

Η ενδιαφέρουσα και πολύ συγκινητική ιστορία ενός απόδημου Ηπειρώτη ο οποίος μαζί με άλλους 225 Έλληνες συγκρότησαν τον «Ιερό Λόχο Φιλαδέλφειας» στην Αμερική και με δικά τους έξοδα ήρθαν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν για την απελευθέρωση της Ηπείρου και της Μακεδονίας (!)

[Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο: "e-giannina"]
Της Χαρίκλειας Τσιάνου*

Τα Γιάννινα γιορτάζουν σημαιοστολισμένα την απελευθέρωση από το ζυγό των Τούρκων κι εγώ γυρίζω στα περασμένα χρόνια και θυμάμαι πως από μικρό κοριτσάκι ανήμερα της 21 Φεβρουαρίου το σπίτι μας γιόρταζε και δεχόμαστε συγγενείς και φίλους του πατέρα μου, του εθελοντή εξ Αμερικής Μπιζανομάχου Κωνσταντίνου Τσιάνου, για να αναπολήσουν μαζί τις ιστορικές, τις αξέχαστες και αναλλοίωτες μέσα στο χρόνο ημέρες δόξης του Πολέμου και της Λευτεριάς.

Πάντα και τώρα την ημέρα αυτή φέρνω στη μνήμη μου τον πατέρα μου καθισμένο κοντά στο τζάκι της τραπεζαρίας να διηγείται ώρες ατελείωτες τον πόλεμο, τις διάφορες κακουχίες και τις ένδοξες, τις απερίγραπτες, τις γεμάτες συγκίνηση και χαρά ημέρες κατά την είσοδό τους στα Γιάννινα. Πως βρισκόταν στην Αμερική μετανάστης, πως είχε δημιουργήσει μία εξαιρετική κατάσταση εκεί και πως ο νους του γυρνούσε πάντα στην πατρίδα με νοσταλγία και αγάπη.

Ο πατέρας μου ήταν Ηπειρώτης, καταγόταν από το όμορφο χωριό Ρεπετίστη (πρώην Πογδόριανη Κουρέντων) κοντά στον Παρακάλαμο. Γεννήθηκε εκεί το 1889. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος το 1912 βρισκόταν στην Αμερική. Τα εγκατέλειψε όλα και πρωτοστατώντας με άλλους Έλληνες έφτιαξαν τον Ιερό Λόχο Φιλαδέλφειας. Και ήρθε εθελοντής να πολεμήσει στο Μπιζάνι για την λευτεριά των Ιωαννίνων, της Ηπείρου και γενικότερα γι’ αυτή την ολοκλήρωση του Έθνους.
Και τώρα γυρνώντας με συγκίνηση στα περασμένα, θυμάμαι τον πατέρα μου να μας διηγείται τον πόλεμο του 1912-1913, όπως τον έζησε ο ίδιος:

 «Όταν κηρύχθηκε ο απελευθερωτικός πόλεμος στην Ήπειρο το 1912 κατά του ζυγού υπό των Τούρκων βρισκόμουν στη Φιλαδέλφεια Αμερικής. Στο άκουσμα του πολέμου στις 2 Οκτωβρίου 1912 η ψυχή μου γεμάτη πάντα από αγάπη και νοσταλγία για την Πατρίδα με έκανε να τρέξω πρώτος να ορκισθώ όταν ο αξιωματικός Ματσούκας σταλμένος από τον Ελευθέριο Βενιζέλο έφθασε εκεί στις 10 Οκτωβρίου όπου και πρωτοστατώντας φτιάξαμε τον Ιερό Λόχο Φιλαδέλφειας, για να τρέξουμε μόλις μας χρειαστεί η Πατρίδα.

Στις 14 Οκτωβρίου, μαζεμένοι με ελληνικές σημαίες και λάβαρα στην Ορθόδοξο Ελληνική Εκκλησία μας όρκισε στον Τίμιο Σταυρό, που είχε φέρει από την Ελλάδα μέσα σ’ ένα χωριάτικο τρουβά, για πίστη και θυσία στον Ιερό Αγώνα για την λευτεριά. Ο ενθουσιασμός τότε ήταν ένα παραλήρημα όλων των Ελλήνων, 225 παλικάρια όπου και αποτελέσαμε τον Ιερό Λόχο Φιλαδέλφειας. Κατά τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας ξεκινήσαμε με τις σημαίες και τα λάβαρα για το σταθμό του σιδηροδρόμου. Ο κόσμος που μας ξεπροβοδούσε σε όλη τη διαδρομή ευχόταν να γυρίσουμε νικητές και να μην φοβηθούμε του εχθρού τα βόλια. Έλληνες της Αμερικής βοήθησαν για τον αγώνα και τη νίκη.

Ο Σπυρίδων Μαρκατσέλης με 10.000 λίρες φόρτωσε το βαπόρι ΑΘΗΝΑΙ με πολεμοφόδια. Καταγόταν από την Ήπειρο από το χωριό Λίποβο Φιλιατών. Μεγάλη υπήρξε η συμβολή στον πόλεμο του 1912 των αδελφών Στεφάνου από την Ζοντίλα Ηπείρου, το σημερινό χωριό Ζωοδόχος (η μικρή Μαίρη Στεφάνου μας απήγγειλε ποίημα για την πατρίδα μας όταν όλοι μας αποχαιρετούσαν, ήταν η μετέπειτα Μαίρη Καρόλου).

Και με τον ίδιο πάντα ενθουσιασμό με τον σιδηρόδρομο φθάσαμε στη Νέα Υόρκη και επιβιβαστήκαμε στο βαπόρι «ΒΕΡΝΙΑ» της εταιρείας Κουν-Ερ-Λάι με πληρωμένα τα ναύλα όλων των στρατιωτών του Ιερού Λόχου Φιλαδέλφειας, τον οπλισμό, μια πυροβολαρχία, 4 κανόνια πεδινά και 4 ζώα, τον οπλισμό των στρατιωτών και επένδυση (στολές) από τους αδελφούς Στεφάνου.
Επί 14 ημέρες πλέαμε για την Ελλάδα πιάνοντας πολλά λιμάνια. Βρισκόμασταν στα μισά του δρόμου από Νεάπολη Ιταλίας προς την Ελλάδα όταν με μεγάλη μας χαρά μάθαμε ότι έπεσε η Θεσσαλονίκη στις 26 Οκτωβρίου 1912.

Στην Ελλάδα φθάσαμε στις 29 Οκτωβρίου. Ο ενθουσιασμός μας όλο και γιγαντώνονταν. Μέσα μας δεν βλέπαμε την ώρα να πατήσουμε το ελληνικό χώμα της πατρίδας μας. Σε όλα τα λιμάνια που πιάσαμε μας γινόταν υποδοχή και στη Νεάπολη μας δέχθηκαν με μουσικές.

Αρχές Νοεμβρίου 1912 φθάσαμε στον Πειραιά και από εκεί αφού μας άλλαξαν τον οπλισμό, με άλλο βαπόρι ήρθαμε και βγήκαμε στην Σαλαώρα Άρτης, 3 Νοεμβρίου και από εκεί με τα πόδια φτάσαμε και διανυκτερεύσαμε στο Παλαιό Φρούριο Άρτας και τα ξημερώματα 4 Νοεμβρίου περάσαμε τη γέφυρα της Άρτας όπου εκεί ένα μικρό φυλάκιο Τούρκων χωρίς μεγάλη αντίσταση παρεδόθη.

Από εκεί φτάσαμε στο Χάνι «Καρβασαρά» απέναντι από τη Φιλιππιάδα και το πρωί περπατώντας φτάσαμε 6 Νοεμβρίου στα Πέντε Πηγάδια όπου ο στρατός μας είχε καταλάβει στις 28 Οκτωβρίου 1912. Εκεί στα Πέντε Πηγάδια βρήκαμε το 1ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα των Κρητών, όπου και ενσωματωθήκαμε με στρατηγό τον Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη από την Κρήτη και Συνταγματάρχη τον Λάμπρο Συνανιώτη από την Τρίπολη και Λοχαγό τον Μάριο Πλατή από τον Πειραιά. Εκεί στην πρώτη γραμμή βρισκόταν ο Λιοικητής ορεινής Πυροβολαρχίας Ταβουλάρης και ο Συνταγματάρχης Δημήτριος Ιωάννου στο Σύνταγμα των Ευζώνων. Ο Ταβουλάρης δύο κανόνια είχε φορτωμένα στα μουλάρια και δύο έστηνε στο έδαφος. Ήταν γενναίος, ήταν ακαταμάχητος, έκανε μεγάλη θραύση.

Από τα Πέντε Πηγάδια με τον ίδιο πάντα ενθουσιασμό κατεβήκαμε στη Σκλίβανη και φθάσαμε στα Πεστά, 30 Νοεμβρίου 1912. Όταν φθάσαμε στα Πεστά, μας υποδέχθηκε ένας γέρος παππάς ονόματι Παπαγιώργης, με ένα ξύλο και ένα άσπρο πανί δεμένο για σημαία φωνάζοντας «Ζήτω ο Ελληνικός Στρατός». Στα Πεστά βρήκαμε μεγάλη αντίσταση. Ένας Τούρκος από την Αραπιά με το κανόνι του μας σκότωσε πολλά παιδιά, μας κατέστρεψε ένα πεδινό κανόνι σκοτώνοντας τους πυροβολητές, εκεί στον κάμπο του Τερόβου, έμειναν πολλά παλικάρια. Και αυτός ο γέρο- Παπαγιώργης μας έδειξε που ήταν η θέση του πυροβόλου του Αράπη και κατορθώσαμε με μεγάλη δυσκολία να πλησιάσουμε προς το μέρος του πυροβολείου, εγώ με δύο άλλους και να σκοτώσουμε τον Αράπη, που μας σκότωσε τόσα παιδιά.

Στις 3 Δεκεμβρίου καταλάβαμε τις Μάντρες. Μετά το σκοτωμό του Αράπη οι Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή. Στη φυγή τους το Τάγμα του Ιωάννου με τους Ευζώνους έκαναν μεγάλη καταστροφή. Σαν πεταλούδες με τις φουστανέλες τους πετούσαν από κορυφή σε κορυφή και από εκεί με μικρή αντίσταση φθάσαμε στην Κανέτα μέσω ενός ρέματος, που μας κάλυπτε όπου το Τάγμα των Ευζώνων και το δικό μας το Ανεξάρτητο των Κρητών καταλάβαμε το ύψωμα Αετοράχης, 7 Ιανουαρίου 1912.
Εκεί στο ύψωμα Κανέτας Θεριακίσι είχαμε ανεβάσει δύο τοπομαχικά, τα οποία τα τοποθετήσαμε σε μαδέρια, που τα τραβούσαν 3 ζευγάρια βόδια και 60 στρατιώτες. Ήμουν επικεφαλής της επιχείρησης.


 Μόλις τοποθετήσαμε τα κανόνια έφτασε εκεί ο διάδοχος Κωνσταντίνος με το επιτελείο, 11 Ιανουαρίου 1913, όπου με λίγους στρατιώτες και με προσωπική μου εργασία φτιάξαμε ένα πρόχειρο μονοπάτι όπου ανέβηκε ο διάδοχος Κωνσταντίνος και με το τηλεσκόπιο αγνάντευε το Μπιζάνι, οπότε ο διάδοχος διέταξε να ενισχύσουμε το δεξιό μέρος περισσότερο. Το χιόνι και το κρύο ήταν φοβερό και οι στρατιώτες πάθαιναν κρυοπαγήματα και εγώ ο ίδιος. Επάνω στο δεξιό μέρος απέναντι από το Μπιζάνι είχε τοποθετηθεί η πρώτη γραμμή, όπου κάναμε εμείς προχώματα με τσουβάλια από άμμο.

Οι Τούρκοι στα χωράφια είχαν ρίξει συρματοπλέγματα αγκαθωτά σταυρωτά και τρεις σειρές συρματοπλέγματα αγκαθωτά σε δοκούς. Μας είχαν εφοδιάσει με ψαλίδια για το κόψιμο. Η επιχείρηση ήταν αφάνταστα δύσκολη. Όποιος στρατιώτης κατόρθωνε να φτάσει στη ζώνη αυτή δεν έβγαινε ζωντανός, διότι το μέρος ήταν ανοικτό και η ζώνη αυτή βαλλόταν από παντού. Η αντίσταση ήταν φοβερή, 18-19 Φεβρουαρίου 1913, και είχαμε μεγάλες απώλειες. Τα μεταγωγικά δεν μπορούσαν να φτάσουν εκεί, είχανε έλλειψη από τρόφιμα και νερό. Λειώναμε το χιόνι για να πιούμε.

Σε μία προσπάθεια να φτάσουμε στο Λουζέτσι (σημερινό Ελληνικό) για να πάρουμε νερό εγώ και 4 στρατιώτες όπου και πήραμε νερό, στο γυρισμό, λόγω του ότι έριχνε πυκνό χιόνι αδιάκοπα, χάσαμε το δρόμο και βρεθήκαμε σε απόσταση 10 μέτρων από τουρκικό φυλάκιο που είχε δύο σκοπούς. Με μία αφάνταστη από Θεού ψυχραιμία φώναξα: «Αλτ, καρτάς κελ απουρτά» που σημαίνει «Αλτ, έλα αδελφέ εδώ». Ερχόμενος ο ένας μας παρέδωσε το όπλο και φώναξε και τον άλλον να μας παραδώσει και εκείνος το τουφέκι. Παίρνοντας τα κλείστρα των τουφεκιών τους τα παρέδωσα και τους πήραμε μαζί μας. Η πείνα τους είχε εξαντλήσει. Ο ένας καταγόταν από το Μοναστήρι (Μπιτώλια) και λεγόταν Πέτρος και ο άλλος από το Μασκουράνι Τεπελενίου και λεγόταν Μεχμέτ-Γιασίν-Γιανιά, και τους παρέδωσα στον Συνταγματάρχη Συνανιώτη. Όταν τους παρουσίασα, ο συνταγματάρχης μου είπε: «Δεν σε σκότωσαν;» «Όχι δεν με σκότωσαν». Διέταξε να τους δώσουν να φάνε γιατί όσο στέκονταν από την πείνα.

Από την αρχή που κατετάγην στο Σύνταγμα των Κρητών ήμουν δίπλα στον Συνταγματάρχη Συνανιώτη. Ήταν άφοβος, ήταν παλικάρι. Καβάλα σε γρίβα φοράδα εμψύχωνε το στρατό πάνω κάτω. Επίσης ο συνταγματάρχης Ιωάννου στην πρώτη γραμμή εμψύχωνε τους Ευζώνους και έλεγε: «Άντε και γρήγορα στα Γιάννινα θε να μπούμε», έλεγε και ξανάλεγε, τους φάγαμε μπαίνουμε στα Γιάννινα. Ήταν λεβέντης, ήταν άφοβος. Και τώρα από το δεξιό μέρος από τις 18 Φεβρουαρίου 1913 ημέρα Δευτέρα, άρχισε η Μεγάλη Μάχη του Μπιζανίου. Ρίχναμε πυρά ακατάπαυστα και αυτοί θέλοντας να ενισχύσουν το δεξιό μέτωπο αδυνάτισαν το αριστερό όπου ο Βελισσάριος και οι άλλοι που βρισκόταν προς το μέρος της Ολύτσικας κατόρθωσε να προχωρήσει χωρίς πολύ μεγάλη αντίσταση και από τον Αη Νικόλα και Κοσμηρά έφθασε στο σημερινό Βελισσάριο.

Τα Γιάννινα έπεφταν 20 Φεβρουαρίου ημέρα Τετάρτη. Τότε αξιωματικοί του Εσάτ – πασά που ήταν o Αντιστράτηγος του Τουρκικού Στρατού Ηπείρου με τον επίσημο αντιπρόσωπο του Δεσπότη Ιωαννίνων Γερβασίου με αμάξι, με λευκή σημαία ήλθαν στα τρία Χάνια και έτσι σταμάτησε ο πόλεμος. Το Μπιζάνι, το απόρθητο Μπιζάνι, έπεσε 21 Φεβρουαρίου 1913 ημέρα Πέμπτη.
Οι στρατιώτες, οι Τούρκοι στα οχυρά του Μπιζανίου είχαν βάλει τα όπλα σε σχήμα πυραμίδας και τις μπούκες των κανονιών στραμμένες προς τα Γιάννινα. Κι έτσι στις 22 Φεβρουαρίου ημέρα Παρασκευή του 1913 τη Μεγάλη αυτή μέρα την αλησμόνητη στην ιστορία του Έθνους ο νικηφόρος Ελληνικός Στρατός, που είχε βάψει με αίμα το δύσκολο δρόμο της Λευτεριάς έμπαινε θριαμβευτής στα Γιάννινα.

Εμείς το ανεξάρτητο Σύνταγμα των Κρητών μπήκαμε από τον Αη Γιάννη από την Καλούτσιανη. Το ιππικό του Στρατηγού Σούτσου, οι Εύζωνοι, ο Βελισσάριος, που ακολουθούσαν μπήκανε από το σημερινό Βελισσάριο και συναντηθήκαμε μπροστά στο σημερινό στρατηγείο. Είχαν προσκληθεί ο διάδοχος Κωνσταντίνος με το Επιτελείο του, Πρίγκιπες, Στρατηγοί. Ο Γιαννιώτης αεροπόρος Αδαμίδης διέσχιζε τον ελεύθερο Ελληνικό πια αέρα των Ιωαννίνων.

Τα κόκκινα φέσια ήταν πεταγμένα κάτω, κοκκίνιζε ο τόπος. Οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα, πυροβολισμοί έπεφταν, ο κόσμος που έβγαινε να μας υποδεχθεί, να μας αγκαλιάσει, να μας φιλήσει δειλά δειλά στην αρχή σαν να μην πίστευαν στο θαύμα της απελευθέρωσης, φώναζαν δειλά δειλά: Ζήτω-Ζήτω-Ζήτω. Οι σκηνές απερίγραπτου ενθουσιασμού Λαού και Στρατιωτών. Μας αγκάλιαζαν, μας φιλούσαν και δόξαζαν το Θεό. Ήταν κάτι που δεν μπορεί με λόγια να περιγράψει κανείς. Τα όσα κι αν γράφτηκαν, όσα κι αν λέχθηκαν και λίγα είναι και φτωχά. Μέρες δόξας και μέρες αθάνατες στην Ιστορία της Ηπείρου, της Ελλάδας κι ακόμη της Ευρώπης, διότι το Μπιζάνι θεωρείται το τρίτο οχυρό της Ευρώπης. Το οχυρό, το μεγάλο οχυρό, το απόρθητο οχυρό, που επί 5 μήνες πολεμούσαμε έπεσε, δίνοντας με την Μεγάλη αυτή Μάχη τη Νίκη στην Ελλάδα, τη Δόξα στους Μαχητές, τη Χαρά και την Αγαλλίαση στις Ψυχές των Σκλαβωμένων.

Στη Μεγάλη Δοξολογία στην οποία παρέστησε ο Μητροπολίτης Γερβάσιος κλαίγοντας από συγκίνηση πλέκει το εγκώμιο των Άξιων Μπιζανομάχων και έλεγε ότι θα πρέπει με ευγνωμοσύνη και θαυμασμό να αναφέρονται τα ονόματα των Γιγαντομάχων του Μπιζανίου ως πρότυπα αρετής και φιλοπατρίας, εάν θέλουμε να φέρουμε επαξίως τον τίτλο του Ελεύθερου Έλληνα Πολίτη.

Το βράδυ διανυκτερεύσαμε στους Στρατώνες πίσω από το Στρατηγείο. Εγώ με το Σύνταγμα των Κρητών συνεχίσαμε. Μπήκα πρώτος στα Δολιανά που ήταν κοντά στην Πατρίδα μου το Ρεπετίστη μαζί με τον Λοχία Μεσήνη από τα Δολιανά με Ελληνική Σημαία. Και εκεί οι καμπάνες χτύπησαν χαρμόσυνα σκορπίζοντας το μήνυμα της Λευτεριάς. Εκεί στα Δολιανά πηγαίνοντας σ’ ένα συγγενικό μου σπίτι να διανυκτερεύσω, όταν χτύπησα την πόρτα και είπα ότι είμαι ο Κώστας ο Τσιάνος, βρέθηκα μπροστά στη μάνα μου και την αδελφή μου Ελένη, οι οποίες είχαν μάθει ότι πολεμούσα και με είχαν για σκοτωμένο, και οι οποίες μόλις με είδαν, έπεσαν λιπόθυμες.
Με είχαν αποχαιρετήσει πριν 8 χρόνια σαν μετανάστη και με ξανάβλεπαν ζωντανό και ελευθερωτή. Συνεχίσαμε με το Σύνταγμα των Κρητών και μπήκαμε στη Βόρεια Ήπειρο πολεμώντας όπου βρίσκαμε αντίσταση.

Μπήκαμε στο Αργυρόκαστρο, Τεπελένι, Πρεμετή, Κλεισούρα, Μπουμπασι, Φράσαρι, αφήνοντας εκεί και τότε το 1913 κορμιά στρατιωτών στα χώματα της Βορείου Ηπείρου, βάφοντας τα με Ελληνικό αίμα.
Έφθασα και στο χωριό Μασγκουράνι (Κλεισούρας) όπου η τύχη με έφερε στο σπίτι του Τούρκου στρατιώτη Μεχμέτ – Γιασίν – Γιαγιά, που είχα πιάσει αιχμάλωτο. Τον είχαν για σκοτωμένο και όταν τους είπα ότι ζει, ότι είναι αιχμάλωτος και θα 'ρθει, η μάνα του και η αδελφή του γονάτισαν και μου φιλούσαν τα πόδια. Πάντα με κατέχει η ικανοποίηση ότι εξετέλεσα το ύψιστο προς την Πατρίδα καθήκον το να έλθω από την Αμερική από τόσο μακριά εγκαταλείποντας τα πάντα δίνοντας γι’ αυτή τη ζωή μου και την Ελευθερία της Πατρίδας».

Μετά απ’ αυτό πρέπει να σημειώσω ότι, με υψηλό φρόνημα και αγάπη απ’ όλους για την πατρίδα και την ελευθερία κερδήθηκε ο αγώνας του 1912-1913. Για τους πολεμικούς του αγώνες και τη μεγάλη πατριωτική προσφορά ο πατέρας μου τιμήθηκε με διπλώματα από την Πολιτεία.
Ο Δήμος Ιωαννιτών τον Φεβρουάριο του 1984 στα πλαίσια του εορτασμού για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων με ομόφωνη απόφαση Δημοτικού Συμβουλίου παρουσία του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, του απόνειμε δίπλωμα: «Στον Κωνσταντίνο Τσιάνο, για τους αγώνες που προσέφερε για την απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων».

Ο Κ. Τσιάνος στην Αμερική το 1912.
 Η Ακαδημία Αθηνών το 1988 σε πανηγυρική συνεδρία παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Χρήστου Σαρτζετάκη, δίπλωμα και χρηματικό ποσό. Το 1989 η Νομαρχία Ιωαννίνων δια του Νομάρχου κ. Δημητρίου Οικονόμου. Το 1994 η VIII Μεραρχία με έμβλημα και πλακέτα στον «Ήρωα Μτηζανομάχο Κωνσταντίνο Τσιάνο». Αυτό μετά τον θάνατο του, από τον Στρατηγό κ. Διονυσόπουλο. Και τέλος η γενέτειρα, που όσο ζούσε τον ανακήρυξε επίτιμο Δημότη με ομόφωνη απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου και ανάρτησε φωτογραφία στο Κοινοτικό Γραφείο.
Πάντα στις Εθνικές Επετείους με προσκλήσεις από τη Νομαρχία, τον Δήμο, την Μεραρχία, είχε τιμητική θέση στις Δοξολογίες, στις εξέδρες των επισήμων, στις παρελάσεις και τα επίσημα γεύματα της VIII Μεραρχίας.

Μετά το θάνατο του πατέρα μου, ο οποίος απεβίωσε στις 19 Σεπτεμβρίου 1993, ο Δήμος Ιωαννιτών με ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου έδωσε σε δρόμο της πόλεως των Ιωαννίνων το όνομα του.

*Αναδημοσίευση από το βιβλίο «σεργιάνι στα περασμένα…»



Εσάτ Πασάς: Ο τελευταίος υπερασπιστής των Γιαννίνων το 1912-13


Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο: «e Γιάννινα»
Του Κώστα Φωτόπουλου*
 
 Γέννημα και θρέμμα της πόλεώς μας. Υπήρξε εξέχουσα μορφή, ήπιος, μειλίχιος μ’ ευγενικά αισθήματα, γενναίος και ιπποτικός. Στα Γιάννινα η αγαθή μνήμη του εξακολουθεί, να είναι πάντα ζωηρή. Μαζί με τα άλλα προσόντα του τα ψυχικά ήταν και η συμπεριφορά του η σώφρων, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της πολιορκίας των Γιαννίνων.
Πολλές φορές, κατά το διάστημα της εξάμηνης πολιορκίας του φοβερού Μπιζανίου, όταν τα πολλά καθήκοντα και οι φροντίδες του πολέμου του το επέτρεπον, όπως μας διηγώνταν ο πατέρας μου, έβγαινε πεζός στην αγορά, με μόνο συνοδό έναν «Νεφέρ», που τον ακολουθούσε πενήντα μέτρα πίσω του, με μόνη την «Κασατούρα» του, μια ξιφολόγχη μάουζερ, που αργότερα η VI11 Μεραρχία η Ηπειρωτική, είχε εφοδιασθή από τα άφθονα λάφυρα. Οι Παζαριώτες όρθιοι στην πόρτα των μαγαζιών τους, τον χαιρετούσαν με πραγματικό σεβασμό. Αυτός τους αντιχαιρετούσε λέγοντας τα Ελληνικά του με την τούρκικη προφορά τους: «Aφεριμ (μπράβο). «Ισεΐς να κυτ’τάτι φρόνιμα τη δουλειά σας, τι έχου ιγώ να κάνου μι του Γιοννάνου θ’κός μ’ λουγαριασμός». «Μονάχα τ’ αξιάμ (δύση ηλίου) να σμαζεύεστε στα σπίτια σας’ έχουμε κι τ’ς αρσίδις τ’ς Αρναούτ’δις, (είχαν λιποταχτήσει 8—9 χιλιάδες Αλβανοί και λυμαίνονταν των ύπαιθρο). – «Τώρα που είμαστε ημεΐς μιτ’ η μας, αν ερθ’ ού Γιουννάνους μι του Γιουννάνου!…».
Σημειωτέον πως στα σοκάκια τριγυρνούσαν λιπόσαρκες σκιές νιζάμηδων πιασμένοι χέρι – χέρι για να μην πέσουν από την πείνα. Φώναζαν μ’ αδύνατη φωνή: «Εκμέκ (Ψωμί). Ραγίζονταν η καρδιά σου από το ελεεινό αυτό θέαμα. Πονόψυχες γυναικουλες του λαού, όπως κι’ άλλου αναφέρουμε, δεν τους άφηναν, λίγο κουρκούτι ή λάχανο, αν ήταν κι’ αυτά, τους τάιζαν στον Οβορό τους (αυλή), εμείς δε τα παιδιά της γειτονιάς παραφυλάγαμε μη τους δει ο Γιούσμπασης (Λοχαγός) του Φρουραρχείου να ζητιανεύουν, (το γόητρο του Ντοβλετιού βλέπετε) που έφερνε τους δρόμους «Κρικέλ’». Τους χτυπούσε άσχημα με το λουρένιο «Γκριμπάτς» (βούρδουλα). Τους ξεπροβοδουσαν οι γυναικουλες με την καλοσυνάτη ευχή: άειστι πιδιάμ’ ο θεός να σας στείλ’(ει) γλήγουρα στο σπίτ’ σας, στ’ μανούλα σας…
Κάποια νύχτα, παραμονής Χριστουγέννων του 1912, γυρίζοντας μόνος ο Πασιάς περνούσε μπροστά από το μαγαζί του πατέρα μου. Κοντοστάθηκε κυττάζοντας το φως που έβγαινε στο πεζοδρόμι από τις ρωγμές της πόρτας» χτύπησε την πόρτα, νομίζοντας πως κανένας λωποδύτης θα ήταν μέσα. Ακούει ο πατέρας μου και τρέχει αλαφιασμένος να ιδή ποιος είναι. Είχε ξεχαστεί πάνω στη φούργια της δουλείας του — ήταν τσαγκάρης. Πως πέρασε η ώρα, οι καλφάδες έφυγαν νωρίτερα. Βλέπει τον Πασια τυλιγμένο στο γιουμπουρλούκι του, του κόπηκε η ανάσα! Εκείνος με μαλακή επιτιμητική φωνή, του λέει: – Έχουμι διαταγή να συμμαζεύεστε το βράδ’ στά σπίτια σας; Εσύ γιατί κάθεσαι; Αν σι πιάσουν οι αρσίδις, οι αρναούτ’δις κι σι σκοτώσουν; άπόμ’καν «γιατίμ’κα» (ορφανά) τα πιδιά σ’; Για κι τ’ς έπιακα κι τ’ς κρέμασα, βγαίν’ τίπουτα; Γλήγουρα κλείσι, κι στου σπίτι σ’»! Στρέφεται στο Νεφέρ: Γκελ Μπουρντά: (ελα δω) : Πάρτον και συνόδεψε τον στο σπίτι του. Αφού ιμπη μέσα τότε θα φυγής! – Έβετ! (μάλιστα). Στο δρόμο κουβέντιαζαν ο πατέρας μου με τον απρόοπτο συνοδό του. Ήταν ο ιμσιαρής απογοητευμένος, πώς δεν θα γυρίσει σπίτι του στην Ανατολή. Έφτασαν σπίτι. Χτυπάει ό πατέρας μου την πόρτα. Μόλις η μητέρα μου τον είδε με συνοδεία, τρόμαξε και κόντεψε να της πέσει η λάμπα από τα χέρια… Γίνονταν ταχτικά συλλήψεις πολλών για το Κομιτάτο.
Μη φοβάσαι, είναι φίλος, και της εξήγησε με δυό λόγια. Τον έκαναν χρυσό τον καημένο το στρατιώτη να μπει μέσα να τον φιλέψουν κάτι, στάθηκε αδύνατο. Δε δέχτηκε. Χαιρέτησε κι έφυγε.
*********
Όταν με χρόνια, απόστρατος πια, ήρθε στα Γιάννινα ο Εσάτ, επισκέφτηκε τον τότε Στρατηγό μας, ο οποίος τον φίλεψε εγκάρδια. Του έδωκε μάλιστα και χάρτη επιτελικό ο Εσάτ με πολλές λεπτομέρειες του Φρουρίου του Μπιζανίου, που είχε οχυρώσει ο Γερμανός Φόν Ντέρ—Γκόλτς. Ένας Ηπειρώτης δημοσιογράφος στη Θεσσαλονίκη, τον ρώτησε αν ήταν στην απογραφή, που είχε γίνει τις μέρες εκείνες, και τι δήλωσε για τη μητρική γλώσσα και ποιο το επάγγελμα. Η απάντηση: – Μητρική γλώσσα η Ελληνική. Επάγγελμα: Πασιάς των Γιαννίνων!

Μου διηγόνταν, λίγα χρόνια πριν, ο κουρέας Στέφανος Δρούγκας, που είχε άλλοτε κουρείο στο Κριθαροπάζαρο, την έξης ιστορία για τον Εσάτ: Ο Εσάτ μπαρμπερίζονταν στο κουρείο του Μανούτσιαγα στο Κριθαροπάζαρο και ο Δρούγκας, καφετζιόπλο τότε, του πήγαινε ταχτικά καφέ εκεί. Πέρασε καιρός πολύς… Το απόγευμα της παραμονής της παραδόσεως του Μπιζανίου (21η Φεβρουαρίου 1913) ενώ κατέβαινε με την παρέα του (ο Δρούγκας) από το λόφο Βελισσαρίου, που παρακολουθούσαν τη λυσσαλέα μονομαχία πυροβολικού του Μπιζανίου και Ελληνικών Πυροβόλων από τα απέναντι υψώματα, βλέπει να πλησιάζει όμιλος ιππέων Τούρκων. Ήταν ο Εσάτ με το Επιτελείο του που γυρνούσε από το Μπιζάνι. Περνώντας ο Εσάτ από μπροστά του λέει:
 – "Ο,τα’ ήταν να γίν’(η), καφετζόπλο, γίγκι" και τράβηξε με τους άλλους για την πόλη.
Ο γρίφος λύθηκε ύστερα από λίγες ώρες… Κουμπούνια… κουμπούνια (ομάδες) Τούρκοι στρατιώτες, ασύνταχτοι έφευγαν με κατεύθυνση την Αλβανία.

ΣΗΜ.: Κατά πληροφορίες του Βασίλη Λάππα ο Εσάτ μόνο το Φρούριο του Μπιζανίου παρέδωσε στον Κωνσταντίνο, την πόλη όμως την παρέδωκε στους Προξένους των ξένων Δυνάμεων, για να εξασφάλιση τον εντόπιο τουρκικό πληθυσμό από τυχόν κακοπραγίες εκ μέρους των Χριστιανών και των ανταρτικών σωμάτων. Ευτυχώς όμως, μόνον ελάχιστα ασήμαντα έκτροπα σημειώθηκαν.. «Μύτη δε στάλαξε».
*Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Κώστα Φωτόπουλου «Τα Γιάννινα»

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Η ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΣΑΤ ΠΑΣΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔOΣΕΩΣ ΤΟΥ ΜΠΙΖΑΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Δημοτική πινακοθήκη
Το 1912 η ελληνική κυβέρνηση επειγόταν να καταληφθούν τα Γιάννενα πριν από τη έναρξη των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία. Στα περισσότερα μέτωπα ο αγώνας υπήρξε σκληρός, πεισματώδης και πολύνεκρος.  
 
Οι ελληνικές δυνάμεις υπέφεραν πολύ.Τμήματά τους μάλιστα έφθασαν στα όρια διαλύσεως και πανικού. Η ένταξη των ενισχύσεων στις αρχές του 1913 στις μονάδες της πρώτης γραμμής, έδωσε τη δυνατότητα στο Στρατηγείο Ηπείρου, του οποίου τη διοίκηση είχε αναλάβει πλέον ο διάδοχος Κωνσταντίνος, να οργανώσει μεγάλης εκτάσεως επιχείρηση, με σκοπό την άλωση του Μπιζανίου.
 
 Ήδη πριν αρχίσουν οι προπαρασκευές για επίθεση, ο Κωνσταντίνος απηύθυνε στον Εσάτ πασά προσωπική επιστολή, με την οποία τον εξόρκιζε «εν ονόματι της ανθρωπότητας και του πολιτισμού και προς πρόληψιν ματαίας επί πλέον αιματοχυσίας» να παραδώσει τα Ιωάννινα.  
Ο Εσάτ απήντησε στις 19 Ιανουαρίου αρνούμενος να παραδώσει την πόλη και έτσι το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο συνέχισε με έντονο ρυθμό την προπαρασκευή της μεγάλης επιθέσεως. 

Ύστερα από αιματηρές συγκρούσεις και εξολόθρευση του τουρκικού στρατού από τους Έλληνες, 
τα Ιωάννινα ήταν ελεύθερα, όπως ελεύθερη θα ήταν σε λίγο και ολόκληρη η Ήπειρος.  

Το ημερολόγιο έγραφε 21 Φεβρουαρίου του 1913.

Γυρνούμ' από τη μάχη δοξασμένοι, γυρνούμε νικηταί απ' τη φωτιά
με τη σημαία περήφαν' απλωμένη, γεμάτη όλη φως και λεβεντιά!
Στο Σαραντάπορο άστραψ' η ορμή μας, στα Γενιτσά βαρύ θανατικό,
στις Σιδερένιες πόρτες το κορμί μας, εδείχθη σαν χυμέν' από χαλκό.

Μας πήγε στ' οργισμένο το Μπιζάνι, η Νίκη στα μεγάλα της φτερά,
εις το Κιλκίς επλέξαμε στεφάνι, στεφάνι από λουλούδια αιματηρά!
Με τη σημαία περήφαν' απλωμένη, γυρνούμε νικηταί απ' τη φωτιά.
Σε σένανε, πατρίδ' αγαπημένη, σε σένα πάντα η δάφνη κ' η μυρτιά!





Η ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΣΑΤ ΠΑΣΑ 
ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔOΣΕΩΣΤΟΥ ΜΠΙΖΑΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Είναι γνωστό ότι την αρχηγία του Ελληνικού Στρατού, που πολιορκούσε τα Γιάννινα από 5 Οκτωβρίου 1912 μέχρι 10 Ιανουαρίου 1913, είχε ο Αντιστράτηγος Κων. Σαπουντζάκης. Στις 10 Ιανουαρίου έφτασε στην Ήπειρο και εγκατέστησε το στρατηγείο του στη Φιλιππιάδα ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος έφερε και μία Μεραρχία στρατού. Τον Ιανουάριο, όμως, ενισχύθηκε και ο τουρκικός στρατός με δυνάμεις που συμπτύχθηκαν από το Σερβικό μέτωπο και έφτασαν έτσι τους 40.000 άνδρες με 108 πυροβόλα.


Ο Κωνσταντίνος αφού έκανε τις σχετικές προετοιμασίες, απηύθυνε προτάσεις παραδόσεως προς τον Εσάτ Πασά. Το κείμενο της επιστολής περιέχει και ιπποτικής μορφής φιλοφρονήσεις, όπως εσυνηθίζονταν τότε μεταξύ των στρατιωτικών ηγετών.
Έγραφε λοιπόν ο Κωνσταντίνος προς τον Εσάτ Πασά:

Προς τον διοικητήν
του Οθωμανικού στρατού Ιωαννίνων Εσάτ Πασά

Εξοχώτατε
Προσφεύγω εις υμάς, εν ονόματι της ανθρωπότητος και του πολιτισμού, προ της τελικής εφόδου, όπως αποφευχθή η αιματοχυσία πολλών ηρώων και όπως περιφρουρηθή η πόλις εκ καταστροφής, ην θα φέρη η μάχη εις τας πύλας ταύτης. Ο εν Κορυτσά στρατός μου αφαιρεί κάθε ελπίδα διαφυγής εκ της τελικής αιχμαλωσίας.

Αφ’ ετέρου ασφαλώς γνωρίζετε, ότι η Οθωμανική κυβέρνησις, από της ενάρξεως των συζητήσεων εν Λονδίνω δια την σύναψιν της ειρήνης, παραιτήθη των εδαφών των περιλαμβανομένων από της Θράκης μέχρι του Αδριατικού Πελάγους και ως εκ τούτου δεν βλέπω τον λόγον δι’ επιμονήν εις άμυναν της πόλεως.

Εάν πρόκειται δια την τιμήν και δόξαν των όπλων σας, είμαι έτοιμος εν περιπτώσει παραδόσεως της πόλεως εις τον Στρατόν μου, προ της ορμητικής εφόδου, να επιτρέψω εις τον στρατόν Σας, να εξέλθη της πόλεως με όλην την πολεμικήν τιμήν και δόξαν και με τα όπλα και στρατιωτικά του είδη και να μεταφερθή εις κατάλληλον σημείον.

Συγχρόνως εγγυώμαι ότι θα επιδειχθή σεβασμός προς θρησκείαν, ζωήν, τιμήν και περιουσίαν των Μουσουλμάνων. Είναι ματαία η επιμονή Σας διατηρήσεως των Ιωαννίνων μέχρι της ειρήνης, με την ελπίδα ότι αυτή θα είναι προσεχής.

Κατά πληροφορίας μου, αι διαπραγματεύσεις διεκόπησαν, τα δε τελευταία γεγονότα της Κωνσταντινουπόλεως δεν επιτρέπουσι να υποθέση τις και να ελπίζη, ότι η σύναψις και η υπογραφή της ειρήνης θα είναι προσεχής.

Ο στρατός Σας, παρά την ανδρείαν και το θάρρος είναι ασφαλώς καταδικασμένος εις αιχμαλωσίαν ή καταστροφήν. Η απώλεια των Ιωαννίνων δεν είναι δυνατόν να σας παράσχη ευθύνας, διότι η Κυβέρνησίς Σας, έχει παραιτηθή της χώρας ταύτης, κατά πάντα τρόπον. Εγώ δ’ έχω την στερεάν απόφασιν και την επιθυμίαν να καταλάβω οπωσδήποτε τα Ιωάννινα.

Εάν η Υμετέρα εξοχότης δέχεται κατ’ αρχήν τας προτάσεις μου, παρακαλώ, όπως μοι απαντήση δι’ αξιωματικού ερχομένου εις τας προφυλακάς μου δια της μεγάλης οδού. Παρακαλώ όπως δεχθήτε την έκφρασιν της εκτιμήσεώς μου Εξοχώτατε Πασά.

Αρχηγός της Στρατιάς Μακεδονίας και Ηπείρου
Κωνσταντίνος, Δούξ της Σπάρτης.


Ένας Έλληνας αξιωματικός με δύο στρατιώτες και με τη λευκή σημαία του κήρυκα, επλησίασαν τις τουρκικές προφυλακές του Μπιζανίου. Τούρκος αξιωματικός παρέλαβε τη συντεταγμένη στη γαλλική γλώσσα επιστολή.
Ο Εσάτ Πασάς προς στιγμήν εσκέφθη να ζητήση ανακωχή μέχρις ότου αποφανθή η τουρκική κυβέρνησις για την πρόταση αυτή, διότι ο πολιορκούμενος στρατός του υπέφερε και από έλλειψη τροφίμων. Κάθε Τούρκος στρατιώτης έπαιρνε μερίδα 200 γραμμάρια ψωμί την ημέρα. Συμφώνησαν μαζί του και άλλοι Τούρκοι στρατηγοί, αλλά ο διοικητής της Δυτικής Στρατιάς, Αλή Ριζά Πασάς, διέταξε ότι ουδεμία συζήτηση πάνω στις προτάσεις αυτές επιτρέπεται.

Έτσι ο Εσάτ Πασάς έστειλε στις 18 Ιανουαρίου 1913 στον Διάδοχο Κωνσταντίνο την εξής απάντηση:


Προς τον Αρχηγόν του Ελληνικού Στρατού
Δούκα της Σπάρτης Κωνσταντίνον

Υψηλότατε Πρίγκιψ
Τας εν ονόματι της ανθρωπότητος και του πολιτισμού γενόμενας προτάσεις της Ημετέρας Υψηλότητος ανέγνωσα μετά της αυτής σοβαρότητος και λεπτότητος και μετα πλήρους Σεβασμού.

Αναφέρω ότι διαθέτομε τα απαιτούμενα μέσα συν Θεώ δια την άμυναν των Ιωαννίνων κατά πάσης ενεργείας του θαρραλέου Στρατού Σας.

Σας ευχαριστώ ιδιαιτέρως, διότι πιστεύετε, ότι θα επιμείνω μέχρι και του τελευταίου βλήματος εις την εκτέλεσιν του καθήκοντος, όπερ επιβάλλει εις τους υπερασπιστάς ενός φρουρίου η Στρατιωτική τιμή και το Στρατιωτικόν γόητρον

Αλλά, όπως η Υμετέρα Υψηλότης, ούτω και εγώ ανέλαβον καθήκον και έχω σταθεράν την απόφασιν να το εκτελέσω και το εκπληρώσω πάση θυσία. Είναι τιμή δι’ εμένα συνεχίσω τον πόλεμον μέχρι τέλους, με τον γενναίον Στρατόν Σας. Δια το χυθέν και χυνόμενον αίμα ο πολιτισμός και ο ανθρωπισμός δεν θα επικρίνη εμέ και τον Στρατόν μου. Το δίκαιον και η δικαιοσύνη θα καταλογίσωσι ταύτην εις τους υπαιτίους του πολέμου.

Σας ευχαριστώ δια την ευγενή σας λεπτότητα και Σας παρακαλώ να δεχθήτε την εκφράσιν του Σεβασμού μου.

Αρχηγός Στρατού Ιωαννίνων, Εσάτ Πασάς



Μετά την απάντηση του Εσάτ Πασά, το Ελληνικό Στρατηγείο άρχισε να μετακινεί στρατιωτικές μονάδες σύμφωνα με το γενικό σχέδιο που είχε αποφασισθεί και το οποίο προέβλεπε κυρίως δύο πράγματα:

1) Επιθετική κίνηση για καθήλωση του εχθρού στο δεξιό του Ελληνικού Στρατεύματος (Αετοράχη)

2) Αποφασιστική επιθετική ενέργεια από τα αριστερά του Ελληνικού Στρατεύματος (Ραψίστα, σημερινή Πεδινή).

Στις 19 και 20 Φεβρουαρίου εκδηλώθηκε η μεγάλη επίθεση κάτω από σφοδρότατο κανονιοβολισμό. Ερρίφθησαν συνολικά 10.000 οβίδες.

Είναι γνωστό το μεγάλο τόλμημα του ταγματάρχη Βελισσαρίου να φθάση με το τάγμα του ακάθεκτος στον Άγιο Ιωάννη της Μπονίλας, τη σημερινή Ανατολή. Η κίνηση αυτή επίσπευσε την παράδοση των Ιωαννίνων.


Ο Εσάτ Πασάς έκρινε ότι κάθε περαιτέρω άμυνα δεν θα ήταν παρά άσκοπη αιματοχυσία. Συναντήθηκε με τον Μητροπολίτη Γερβάσιο και με τους προξένους της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Ρουμανίας και τους ζήτησε να μεσολαβήσουν για την παράδοση.

Στις 11 το βράδυ ένα αυτοκίνητο με πολλά φώτα κατευθύνεται προς την προκεχωρημένη μονάδα. Οι Ελληνικές προφυλακές αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται περί της πρεσβείας και δεν πυροβολούν. Αλτ! Φωνάζουν οι Έλληνες στρατιώτες και ο επιβαίνων του αυτοκινήτου πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων εξηγεί. Έχει μαζί του δύο Τούρκους αξιωματικούς που κομίζουν το έγγραφο της παραδόσεως της φρουράς των Ιωαννίνων.

Ο ταγματάρχης Ιωάννης Βελισσαρίου τους παραλαμβάνει και με το αυτοκίνητό τους, τους οδηγεί στο Ελληνικό Στρατηγείο στο Χάνι Εμίν Αγά. Δεν αργεί να εκδοθή και να διαβιβασθή αμέσως τηλεφωνικώς η ιστορική διαταγή προς όλες τις Μεραρχίες:

Χάνι Εμίν Αγά
21 Φεβρουαρίου 1913, ώρα 5.30΄ πρωΐας
Προς άπασας τας Μεραρχίας και 1ον και 2ον Τμήμα Στρατιάς

Ο Τουρκικός στρατός παρεδόθη αιχμάλωτος πολέμου άνευ όρων. 
Τα εχθρικά τμήματα θα υψώσωσι λευκήν σημαίαν. Αι Μεραρχίαι θα λάβωσι τας εκδιδομένας διαταγάς αμέσως.

Κωνσταντίνος Διάδοχος


Με άλλη διαταγή που εξεδόθη αμέσως καθορίζονταν τα σχετικά με την συνάθροιση των αιχμαλώτων και ο τρόπος με τον οποίον θα εισέρχετο το Σύνταγμα ιππικού στα Ιωάννινα.

Διοικητής όλου του περιχαρακωμένου στρατοπέδου 52 χιλιομέτρων ήταν ο Βεχήπ Φουάτ, ο οποίος έστειλε στον Έλληνα διοικητή του απέναντι στρατού το παρακάτω έγγραφο:

Προς
Τον Διοικητήν των έναντι του Μπιζανίου
Ελληνικών στρατευμάτων

Κύριε Διοικητά
Ο Γενικός Διοικητής της οχυρωμένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων με διέταξε να παραδώσω εις τον Ελληνικόν στρατόν το Μπιζάνι.

Μη έχων μέχρι τούδε την ευκαιρίαν να αποθάνω εν μέσω των στρατευμάτων μου, δεν μοι υπολείπεται ήδη, ειμή να παραδώσω εις χείρας της εξοχότητος υμών το ξίφος μου.

Υπολογίζων πολύ επί της πειθαρχίας του ελληνικού στρατού, υποβάλλω παράκλησιν προς την εξοχότητα υμών, όπως η κατάθεσις των όπλων γίνη αξιοπρεπώς και συμφώνως προς τα καθαρώς στρατιωτικά έθιμα.

Ελπίζων να τύχω ευνοϊκής απαντήσεως υμών, παρακαλώ την εξοχότητά σας να δεχθή την πλέον διακεκριμένην έκφρασιν του σεβασμού μου.

Μπιζάνι 21-2-1913
Ο Διοικητής του Μπιζανίου, Αλή Φουάτ


Το Πρωτόκολλο παραδόσεως των Ιωαννίνων:
Ιωάννινα 21-2-1913
(Τουρκ. ημερολόγιο και ημερομηνία 21-12-1828)

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΝ

Μεταξύ των υπογεγραμμένων Λοχαγού Μεταξά και Λοχαγού Στρατηγού, πληρεξουσίων της Α.Β.Υ. του Αρχιστρατήγου του Ελληνικού Στρατού Μακεδονίας και Ηπείρου και του Βεχήπ Βέη, Αντ/ρχου του Διοικητού της οχυρωμένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων, συνεφωνήθησαν τα εξής:

Η οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων παραδίδεται εις τον Ελληνικόν Στρατόν

Τα στρατεύματα άτινα ευρίσκονται σήμερον εις την οχυρωμένην τοποθεσίαν παραδίδονται ως αιχμάλωτοι πολέμου.

Από το υλικόν πολέμου, όπλα, σημαίαι και ίπποι, ανήκοντα εις τον στρατόν, θα παραδοθώσιν εις τον Ελληνικόν στρατόν εις οίαν κατάστασιν ευρίσκονται σήμερον.

Πάντες οι αξιωματικοί, στρατιώται τραυματίαι και ασθενείς υπαχθίσωνται εις τον νόμον του πολέμου.

Βεχήπ Βέης
Ιω. Μεταξάς
Ξεν. Στρατηγός

Μετά από 483 χρόνια πικρής τουρκικής σκλαβιάς, τα Γιάννινα ήταν ελεύθερα!



Σημείωση: Οι φωτογραφίες είναι από ένα εξαιρετικό αφιέρωμα
στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων
που μπορείτε να βρείτε, εδώ... >>>
 

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Μια πρόταση για εκπαιδευτική επίσκεψη στο Δημοτικό Μουσείο Ιωαννίνων


Με αφορμή τον εορτασμό για τα 100ά «Ελευθέρια» της πόλης των Ιωαννίνων και σε συνδυασμό με το ότι τις μέρες αυτές είναι κλειστό (!!!) το μουσείο Βαλκανικών Πολέμων στο χάνι Εμίν Αγά, στο Τέροβο, (πρόκειται να ανοίξει στις ...20 Φεβρουαρίου!) μια εναλλακτική πρόταση είναι και η επίσκεψη στο Δημοτικό Εθνογραφικό Μουσείο Ιωαννίνων (Τζαμί Ασλάν Πασά) που βρίσκεται στο κάστρο των Ιωαννίνων.

Δημοτική πινακοθήκη
Το Δημοτικό Εθνογραφικό Μουσείο, φιλοξενείται από το 1933 στο Τζαμί του Ασλάν Πασά, που οικοδομήθηκε το 1618. Το 1993 ανακαινίστηκε και πήρε την σημερινή μορφή του. Στο μουσειακό χώρο εκτίθενται κηροπήγια, κάδρα, κεραμικά βάζα και πιάτα που κοσμούσαν εσωτερικούς χώρους, κοσμήματα, όπλα, παραδοσιακές φορεσιές, και υφάσματα καθώς και ξυλόγλυπτα έπιπλα. Μεταξύ των εκθεμάτων διακρίνουμε όπλα του Γεωργίου Καραϊσκάκη, το πηλίκιο και το ξίφος του ποιητή Λορέντζου Μαβίλη, ένα από τα όπλα και την πίπα του Εσάτ Πασά, τελευταίου πασά των Ιωαννίνων. Επίσης, εκτίθεται φωτογραφικό υλικό και πίνακες με θέματα από τις μάχες στο Μπιζάνι και την απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων.Στο Μουσείο, φιλοξενούνται εκθέσεις. Εδώ, εκτίθενται η συλλογή του Βασιλείου Πυρσινέλλα με πίνακες, είδη οικιακής χρήσης και διακόσμησης καθώς και η συλλογή του Αλέξανδρου Πάλλη που περιλαμβάνει είδη οικιακής χρήσης, υφάσματα και όπλα. Τα εκθέματα αναφέρονται στους 18ο, 19ο και 20ο αιώνα. Τα θέματά τους είναι από την δραστηριότητα του χριστιανικού, μουσουλμανικού, και εβραϊκού στοιχείου στην Ήπειρο.[πηγή:  http://www.n-ioanninon.gr/sightseeing.html]

Πότε μπορώ να το επισκεφτώ: Δευτέρα έως Παρασκευή : 8:00 – 15:00, Σαββατοκύριακο: 9:00 – 15:00 για τη χειμερινή περίοδο. Κατά τη θερινή περίοδο είναι καθημερινά ανοιχτό 8:00 – 20:00 Είσοδος: Ολόκληρο: €4,5 Μειωμένο: €2,5 Τηλέφωνο επικοινωνίας: 26510 - 26356

Μπορείτε να δείτε φωτογραφίες από το μουσείο, 
αλλά και να κάνετε μια εικονική περιήγηση [virtual tour στο Δημοτικό Μουσείο] 
στην ιστοσελίδα του δήμου Ιωαννιτών, εδώ... >>> 



Η στολή του οπλαρχηγού Πουτέτση, ο οποίος διακρίθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους 
και στους αγώνες για την απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Το τραγούδι του Καπετάν Κρομμύδα


Στα πανηγύρια και τα γλέντια στα χωριά της Ηπείρου παίζουν τα ζυγιά και χορεύουν όλο και λιγότερο, ατυχώς, το τραγούδι του Καπετάν Κρομμύδα. Κινδυνεύει έτσι να ξεχαστεί τελείως, με τη βοήθεια του φθοροποιού χρόνου, ένα θρυλικό όνομα, αυτό του οπλαρχηγού Καπετάν Κρομμύδα, και να σιγοσβήσει η μνήμη των κατοίκων της Ηπείρου που προσέφεραν τα πάντα για την πατρίδα Ήπειρο.

Η λαϊκή ποίηση εξύμνησε με το ποιητικό τάλαντο απλών ανθρώπων τον καπετάνιο, σαν αφιέρωση στη μνήμη τούτου και την απαθανάτιση των εθνικών του αγώνων.
Ο εκτελεσμένος απ’ τους Γερμανούς με τους 49 της Παραμυθιάς, το Σεπτέμβρη του 1943, Γιάννης Μητσιώνης από τη Μόσιαρη (Σιταριά) του Πωγωνίου το σύνταξε το 1913. 
Το είχε καταγράψει ο παλιός δάσκαλος και λαογράφος Σπύρος Μουσελίμης στην παρακάτω μορφή:








Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΡΟΜΜΥΔΑΣ

Λάλησε κούκε λάλησε, λάλα καημένο αηδόνι
Λάλησε στα ψηλά βουνά και στα πυκνά λαγκάδια
Λάλα και στην Παραμυθιά ψηλά μεσ’ τον Κορύλα
Ρωτάτε για το Σπύρο μας τον Καπετάν Κρομμύδα
Πούχε σημαία γαλανή με όμορφο κοντάρι
Είχε σταυρό είχε Χριστό είχε την Παναγία
Που χρόνια όλοι τον ξέραμε αρματωλό και κλέφτη
Και πολεμούσε την Τουρκιά και πάντα τη νικούσε.
Τρομάρα το ντουφέκι του και φρίκη το σπαθί του
Προξέναγε στον τύρρανο και σ’ όλους τους δικούς του.
Εβγήκ’ εφέτος στα βουνά ψηλά στα κορφοβούνια
Κλεφτόπουλα εμάζεψε παιδιά και παλληλάρια
Παιδιά της έρμης Τσαμουριάς, βλάχους της Θεσσαλίας
Παιδιά που είχαν σίδερα στις πλάτες και στα χέρια
Σαν τα λιοντάρια φαίνονταν, σαν τα θεριά φωνάζουν.
Τα μάζεψε τα σύναξε και τάκαμε μπουλούκι
Κι’ ολοημερίς τα δίδασκε κι’ ολονυχτίς τους λέει:
-Ακούστε παλληκάρια μου και σεις παιδιά δικά μου
Δεν θέλω κλέφτες για τραγιά και κλέφτες για κριάρια
Μόν’ θέλω κλέφτες για σπαθί αντάρτες για ντουφέκι
Να πάμε ν’ ανταμώσουμε και τον Ντεληγιαννάκη
Τον Ταιριακίδη λοχαγό, τον καπετάν Κουτούπη.
Ήταν ημέρα βροχερή και η νύχτα χιονισμένη
Όταν το κίνημα έκαμε ο καπετάν Κρομμύδας
Δεληγιαννάκης Κρητικός ο καπετάν Κουτούπης
Κι’ ο Ταιριακίδης λοχαγός τη Σκάλα για να πιάκουν
Πέφτουν ντουφέκια σα βροχή, μολύβια σα χαλάζι
Φεύγουν οι Τούρκοι σα λαγοί τ’ αντάρτικου ντουφέκι
Αλλού πετάνε τ’ άρματα κι’ αλλού τις φουστανέλλες
Και οι Χοτζιάδες οι δειλοί πετάνε τα σαρίκια.
Και δέχονται απ’ τη Σέλιανη το Κρητικό ντουφέκι
Ντεληγιαννάκης φώναξε από το μετερίζι
-Παιδιά να πολεμήσωμε τον Τούρκο όσο μπορούμε
Μόνο μια ορμή νὰ κάμωμε κι’ ας είμεθα και λίγοι
Και συ Μανώλη(1) ψυχογυιέ αγαπητό παιδί μου
Σήμερα να τιμήσητε το Κρητικό ντουφέκι
Σαν το θηριό πετάχθηκε ο Μανώλης μέσ’ το βράχο
Βροντά μουγκρίζει σαν στοιχειό, τα σωθηκά του ανοίγει
Ρίχνει την πρώτη ντουφεκιά κι’ έπειτα δευτερώνει
Στην Τρίτη και την υστερνή ήρθ’ η σειρά να πάψη
Ένα σκυλί της Τσαμουριάς, το χέρι να του πέση
Πικρό ντουφέκι έρριξε απάνου στο Μανώλη
Τότε αρχίζει με ορμή ο πόλεμος κι’ ανάφτει
Πέφτουν οι Τούρκοι σαντραγιά μέσα στο Μέγα-Λάκκο,
Λαχτάρας(2) άξιο το παιδί κι’ ο καπετάν Κουτούπης
Με τη Σημαία του Σταυρού κρατώντας εις το χέρι
Κινάν για την Παραμυθιά εκεί να γιοματίσουν,
Αλλά άλλα βούλεται ο άνθρωπος, άλλα ο Θεός κελεύει
Κι’ αυτού οι δυὸ ήταν γραφτό τη γη ν’ αγκαλιαστούνε,
Σκοτώσαν Τούρκους διαλεχτούς, σκοτώσαν όλο αγάδες
Πιάσανε σκλάβους τριάντα δυό κι’ αυτόν τον Μουλιαζίμη.
Βαρυοχτυπάει η σάλπιγγα μαζεύεται τ’ ασκέρι
Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές λείπουν εκατὸν πενήντα
Μετριούνται τα Ελληνόπουλα και λείπουν δυό λεβέντες.
* * * *
- - - - - - - - - - - - - - -
(1) Αναφέρεται στο Μανώλη Πατερνάκη, ανεψιό απ’ αδελφή του Καπετάν Μάνου Δεληγιαννάκη. Ψυχογυιός του και μοναχοπαίδι της μάνας του, έπεσε ο Πατερνάκης μαχόμενος στη μάχη της Σκάλας Παραμυθιάς το Νοέμβρη του 1912.
(2) "Λαχτάρας" ή "Μακαρόνας" ήταν ο σημαιοφόρος της ομάδας του Κρομμύδα. Έπεσε στη Σκάλα Παραμυθιάς το Νοέμβριο του 1912. (Διάβασε περισσότερα για τον Μακαρόνα στο βιβλίο του Δ. Σαλαμάγκα «Καθώς χάραζε η Λευτεριά» στην 1η συνέχεια που αναρτήσαμε στη σελίδα μας στο facebook [16-5-2012].)