«Η Ελλάς εις τους Βαλκανικούς Πολέμους τού 1912-13»
9) Η ΕΠΙΘΕΣΙΣ ΤΗΣ 20ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913
Η προετοιμασία για την τελική επίθεση.
Ακραίες καιρικές συνθήκες.
Περιγραφή τής μάχης.
Η ήττα τών Τούρκων.
Αποτίμηση τής νίκης.
«Η ημέρα τής τελευταίας θυσίας προσήγγιζε. Τα τοπομαχικά, τα πεδινά, τα ορειβατικά πυροβόλα, αναμένουν την διαταγήν δια να σημάνουν ως άλλοι κεραυνοφόροι κώδωνες την ώραν τής φρικιαστικής λειτουργίας. Επί των αποκρήμνων κορυφών τής Μανωλιάσσης, επί των χιονισμένων εκτάσεων τής Αετορράχης, αναμένουν την κωδοωνοκρουσίαν αυτήν οι πιστοί δια να κατέλθουν ακατάσχετοι και να λάβουν μέρος εις την ιεράν μυσταγωγίαν, εις την ανάστασιν τής Νίκης και την αναγέννησιν τής Νέας Ελλάδος.
Όλα ήσαν έτοιμα. Από των προφυλακών όπου οι πρωτοπόροι της ιεράς συνοδείας, μέχρι τών κλιτύων τών εφεδρειών, μία συγκίνησις, εις παλμός, μία και μόνη πτερυγίζει ελπίς. Οι Λάκωνες ως άλλοι τριακόσιοι τού Λεωνίδα κτενίζονται δια τον τελευταίον, τον υπέρτατον αγώνα. Οι Κρήτες καθαρίζουν τα όπλα των. Οι εύζωνοι ετοιμάζουν τα όπλα των.
Η τελευταία θυσία δια την απελευθέρωσιν τής πολυπαθούς Ηπείρου ήγγιζε. Προεβλέπετο μεγάλη εις εκατόμβας. Αλλά θα έκλαιε κανείς τούς ευτυχείς νεκρούς που πρώτοι θα έπιπτον εις την ορμήν της ανθρωποθυέλλης; Ποίος δεν θα εμακάριζε τούς ήρωας που πρώτοι θα εθεμελίωναν με τα σώματά των το βάθρον, επί του οποίου θα εστήνετο αργότερον ο Έλλην Ηρακλής; Ποίος δεν θα προσέφερεν εαυτόν θυσίαν δια την πραγματοποίησιν τού ονείρου τού Βαλαωρίτου και δια να παύσουν πλέον «της κόρης το παράπονο, τα δάκρυα τής σκλάβας»;
Η δόξα ετάνυε τάς πτέρυγας. Ολίγον ακόμη και θα έστηνε τον θρόνον της εις τον Πύργον τού Αλή, εκδιώκουσα με την λάμψιν της το σκότος που έπνιγεν έως τότε τα ιδανικά τής αιματοβαφούς Ηπείρου.
Όπως ληφθώσιν αι ορισθείσαι διατάξεις, αι μετακινήσεις τών τμημάτων ήρχισαν από της 13 Φεβρουαρίου και έληξαν την εσπέραν της 18. Δια να μη αντιληφθώσι τίποτε οι Τούρκοι, αι πορείαι εξετελούντο την νύκτα εν μέσω χιόνων και πάγων, υπό φοβερόν ψύχος και άνευ στάσεων. Αφού τα πάντα εκανονίσθησαν μέχρι και της μικροτέρας λεπτομερείας, διετάχθη δια την 19 προπαρασκευή τού Πυρ/κού και δια την 20 η γενική επίθεσις. Η σχετική διαταγή κατέληγεν εις την εξής παράγραφον:
«Κοινοποιήσατε εις πάντας, εις τους αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτας ότι από όλους μαζύ και έκαστον ιδιαιτέρως, περιμένω να καταβάλωσιν άπασαν την δύναμίν των δια να δώσωσιν εις την Ελλάδα την προ πολλού αναμενομένην νίκην. Το γενικόν σύνθημα έστω η εξόντωσις τού εχθρού».
Από της 6,40 πρωινής τής 19 ήρχισε σφοδρός ο βομβαρδισμός τών Τουρκικών θέσεων υπό του Πυρ/κού στρατιάς και των Πυρ/κών τών τμημάτων αυτής. Ο εχθρός απήντησεν επίσης σφοδρώς, και η μονομαχία τού Πυρ/κού εξηκολούθησε ζωηρά καθ’ όλην τήν ημέραν. Το πεζικόν τού 1ουτμήματος στρατιάς έβαλεν επίσης, το εχθρικόν πεζικόν απήντησε ζωηρώς και ούτω η εντύπωσις ότι η επίθεσις θα εξεδηλούτο εκ του δεξιού τής Ελληνικής παρατάξεως ηδρεούτο…
Η κυρία επίθεσις. Δια την εκτέλεσιν τής κυρίας επιθέσεως το 2οντμήμα στρατιάς διηρέθη εις τρεις φάλαγγας.
1ηΦάλαγξ. Διοικητής ο Συν/χης Δ. Αντωνιάδης. Δύναμις αι μονάδες τής IVΜεραρχίας, πλην δύο ταγμάτων τού 9ουΣυν/τος τεθέντων υπό τας διαταγάς τής IIΜεραρχίας.
2αΦάλαγξ. Διοικητής ο Συν/χης Ι. Γιαννακίτσας. Δύναμις αι μονάδες τού 1ουτμήματος στρατιάς και της IIΜεραρχίας, αι διατεθείσαι προς ενίσχυσιν τού 2ουτμήματος στρατιάς.
3ηΦάλαγξ. Εκ των τμημάτων τού αν/χου Χ. Μαλάμου.
Την εσπέραν τής 19 αι φάλαγγες αύται συνεκεντρώθησαν ως εξής: 1ηκαι 2αεπί των υψωμάτων εις Ν.Α. είσοδον στενωπού Μανωλιάσσης, 3ηπερί το Πλέσσα. Δια την πρωίαν τής 20 η 1ηφάλαγξ θα επετίθετο με κατεύθυνσιν προς Μανωλιάσσαν, δια να διευκολύνη την εις τον αγώνα είσοδον τής αριστερά αυτής ευρισκομένης δευτέρας φάλαγγος, η οποία πάλιν θα επετίθετο με κατεύθυνσιν προς άγ. Νικόλαον. Η τρίτη έτι αριστερώτερα θα επετίθετο προς Τσούκαν – άγ. Νικόλαον.
Η 20 Φεβρουαρίου εξημέρωσε με ήλιον, αλλά το έδαφος ήτο κεκαλυμμένον υπό χιόνων. Την 7ηνπρωινήν τα πυροβόλα μας άρχονται τού έργου των. Τα εχθρικά απαντούν ζωηρώς.
Την 8 άρχεται η επίθεσις τής πρώτης φάλαγγος. Εν τάγμα τού 8ουΣυντάγματος υπό τον υπασπιστήν αυτού λοχαγόν Χ. Τσολακόπουλον Ρέμπελον και εν του 11ουυπό τον λοχαγόν Χ. Λούφαν, επιτίθενται μετά μεγάλης ορμής και ενεργητικότητος. Οι αντίπαλοι δεν απέχουσιν περισσότερον τών 250-300 μέτρων, αλλ’ η χωρίζουσα αυτούς ζώνη είναι ζώνη θανάτου. Οι Τούρκοι υποδέχονται τούς επιτιθεμένους ήρωας δια φονικωτάτου πυρός Πεζικού και πολυβόλων. Λόγω τής μικράς αποστάσεως και του πλαγίου πυρός τών τελευταίων τούτων, τα επιτεθέντα τάγματα υφίστανται ευθύς εξ αρχής σοβαρωτάτας απωλείας, των υπαρχόντων ελαχίστων αξιωματικών αραιουμένων κατά πολύ. Εισελθόντων εις τον αγώνα και ετέρων ταγμάτων τών άνω Συν/των, η επίθεσις συνεχίζεται μετά τοιαύτης ορμής, ώστε οι Τούρκοι εγκαταλείπουσι την πρώτην γραμμήν των καί τινα πολυβόλα.
Το Πυροβολικόν τής φάλαγγος (πυρ/χία υπολ/γού Ι. Βούλτσου και ουλαμός ανθ/γού Γ. Κατσαρού, ήτοι 6 ορειβατικά πυροβόλα) ενίσχυσε σημαντικώτατα τον αγώνα τού Πεζικού, υποστάν και αυτό αρκετάς απωλείας. (Η πυρ/χία Βούλτσου απώλεσε και εν πυροβόλον αχρηστευθέν υπό εχθρικού βλήματος). Μετά την κατάληψιν τής πρώτης εχθρικής γραμμής το Πυρ/κόν προήλασε καταλαβόν νέας θέσεις προς προστασίαν τού Πεζικού.
Η επίθεσις τής πρώτης φάλαγγος συνεχίζεται δραστηρία και άνευ διακοπής, των Τούρκων εκτοπιζομένων από των διαδοχικών θέσεών των τας οποίας υποστηρίζουσι μετά καταφανεστάτης ελλείψεως επιμονής. Περί την 3 μ.μ. τέλος τρέπονται προς την πεδιάδα τών Ιωαννίνων, καταδιωκόμενοι κατά πόδας υπό της πρώτης φάλαγγος. Εν τη αισχρά φυγή των ρίπτουσι τα όπλα, εγκαταλείπουσι τα πολυβόλα και πυροβόλα.
Της δευτέρας φάλαγγος προηγείτο ως εμπροσθοφυλακή το 1ονΣύν/μα ευζώνων και το 1οτάγμα τού 17ουΣυν/τος υπό τον αν/χην Δ. Παπαδόπουλον. Ο μυθικός ούτος ήρως τεθείς επί κεφαλής ενός λόχου τού 17ουενεργεί επιθετικήν αναγνώρισιν, προχωρεί προς τα Νότια αντερείσματα τής Μανωλιάσσης και διατάσσει αφ’ ενός μεν να τον ακολουθήση ολόκληρον το τάγμα τού 17ουυπό τον ταγ/χην Ε. Παγουρτζήν, τα δε οπίσω ευρισκόμενα 8ονκαι 9οντάγματα ευζώνων να προχωρήσωσιν εις την θέσιν από την οποίαν εξώρμησεν ούτος. Τούτου γενομένου κατελήφθη μετά μικράν αντίστασιν η έξοδος τής στενωπού προς το πεδίον Δωδώνης. Τα δραστικά και εύστοχα πυρά τής Μοίρας Πυρ/κού τού ταγ/χου Γεωργακοπούλου και της πολυβολαρχίας τού λοχαγού Στυμωναρά αφ’ ενός, αφ’ ετέρου δε επιτυχής κυκλωτική κίνησις λόχου ευζώνων υπό τον λοχαγόν Β. Καραχρήστον, διευκολύνουσι πολύ την προχώρησιν τής εμπροσθοφυλακής τής δευτέρας φάλαγγος, η οποία έφθασε ταχέως μέχρι τής βορείας παρυφής τού δάσους τής Δωδώνης (παρά τους Ν.Δ. πρόποδας τού οχυρού αγ. Νικολάου), ένθα προ ολίγου είχε φθάση το 1οτάγμα τού 11ουΠεζικού Συν/τος (πρώτης φάλαγγος). Μη συναντήσαν σοβαράν αντίστασιν (σύγκρισις απωλειών του Συν/τος ευζώνων και 8ουΠεζικού) εξακολουθεί δραστηρίως την προχώρησίν του το απόσπασμα Παπαδοπούλου, και απωθούν τα εναπομείναντα μικρά εχθρικά τμήματα καταλαμβάνει την 3,30 μ.μ. την Ραψίσταν εντός τής οποίας το υπό τον ταγ/χην Γ. Ιατρίδην 8οντάγμα ευζώνων σφοδρώς επιτεθέν διέλυσεν ισχυράν εχθρικήν φάλαγγα.
Την στιγμήν εκείνην αφίκετο εις Ραψίσταν και τον ταγ/χην Ι. Βελισσαρίου το 9οντάγμα ευζώνων, το οποίον προ ολίγου είχεν εκτοπίση τούς Τούρκους από το οχυρόν Δουρούτι. Αμφότερα τότε ήρχισαν καταδιώκοντα τούς Τούρκους προς την πεδιάδα, ανατρέψαντα δε αυτούς και από του προς της πόλεως οχυρού άγ. Ιωάννης, τους απώθησαν μέχρις αυτής τής παρυφής τών Ιωαννίνων, ένθα έστησαν και έκοψαν άπαντα τα σύρματα τής τηλεφωνικής εγκαταστάσεως Ιωαννίνων-Μπιζανίου. Ευρεθέν τότε το 1ονΣύνταγμα ευζώνων εις απόστασιν 5 λεπτών από των Ιωαννίνων μόνον, μεταξύ εχθρικών τμημάτων και μακράν παντός άλλου Ελληνικού τμήματος, ηναγκάσθη ν’ απευθύνη δια πολλών αγγελιαφόρων, προς πάσαν κατεύθυνσιν την εξής ιστορικήν εγκύκλιον:
Ώρα 2 μεταμεσονύκτιος
Προς
Οιονδήποτε Ελληνικόν στράτευμα
Το 1ον Σύν/μα ευζώνων ευρίσκεται επί της Νοτίας εισόδου τών Ιωαννίνων και 5 λεπτά έξωθι αυτών, ανάγκη επισπεύσητε έλευσίν σας.
Δ. Παπαδόπουλος αν/χης
Κατά την ιστορικήν ταύτην καταδίωξίν του το 1ονΣύνταγμα Ευζώνων εφόνευσεν πλείονας τών 600 Τούρκων, συνέλαβεν αιχμαλώτους 31 αξιωματικούς και 916 οπλίτας, εκυρίευσεν άπειρα λάφυρα (πυροβόλα, πολυβόλα, κτήνη, υλικόν πολέμου). Αι απώλειαί του ανήλθον εις 9 οπλίτας φονευμένους και 63 τραυματίας εν οις και ο υπολ. Γ. Μπασακάρης.
Την 11ηννυκτερινήν επαρουσιάσθησαν εις αυτό οι αντιπρόσωποι τού Τούρκου διοικητού, κομίζοντες έγγραφον τών προξένων τών Δυνάμεων περί παραδόσεως τής πόλεως. Τούτους συνώδευσε μέχρι τού Στρατηγείου ο ταγ/χης Βελισσαρίου.
Την πρωίαν τής 21 το 1ονΣύν/μα Ευζώνων έλαβε την εξής διαταγήν:
Αν/χην Δ. Παπαδόπουλον διοικητήν 1ουΣυν/τος Ευζώνων
Συγχαίρω υμάς δια την αποφασιστικήν τής χθες προέλασιν τής υφ’ υμάς εμπροσθοφυλακής, εις ην κατά μέγα μέρος οφείλεται η παράδοσις τών Ιωαννίνων.
Ιωάννινα 21 Φεβρουαρίου 1913
Ο Διοικητής της 2ας Φάλαγγος
Ι. Γιαννακίτσας Συν/χης
Η απασχόλησις τού εχθρού. Εις τους τομείς της IIΜεραρχίας και του 1ουτμήματος στρατιάς η μονομαχία Πυρ/κού ήρξατο λίαν πρωί, του εις το άκρον δεξιόν τοπομαχικού ουλαμού Διγενή σιγήσαντος παντελώς εν πυροβολείον. Επηκολούθησεν ζωηρότατον πυρ Πεζικού εις το οποίον οι Τούρκοι απήντων μετά μεγάλης σφοδρότητος. Το αριστερόν τής IIΜεραρχίας προήλασε προς την νπεδιάδα, ενώ τμήματα τού δεξιού τής VIπροήλασαν προς Κοτσελιό φθάσαντα εις εγγυτάτην απ’ αυτού απόστασιν. Το 1οντμήμα στρατιάς από της μεσημβρίας έβλεπε τάς έναντι τού 2ουτμήματος εχθρικάς δυνάμεις να υποχωρώσι προς Ιωάννινα, αλλ’ αι απέναντί του τοιαύται εκράτουν τας θέσεις των μετ’ επιμονής.
Η ταξιαρχία Μετσόβου εξεκίνησεν εκείθεν την 16 Φεβρουαρίου υπό φοβεράν χιονοθύελλαν. Οι άνδρες βαδίζοντες με τους πόδας παγωμένους και τους μύστακας κρυσταλλωμένους, απώθησαν τας προκεχωρημένας εχθρικάς δυνάμεις από Ντρεστένικον, Πέτραν και Δεμάτι. Το απόγευμα τής 19 η ταξιαρχία έφθασεν εις τας υπωρείας τού Δρίσκου. Επιτεθείσα δε σφοδρώς την πρωίαν τής 20 εξετόπισε τούς επί της κορυφογραμμής Τούρκους, τραπέντας προς Καστρίτσαν και παρασύραντας τάς εκείθεν ερχομένας προς αυτούς ενισχύσεις. Συνεχίζουσα την επίθεσίν της καταλαμβάνει την 4 μ.μ. το Κοντοβράκι, καθισταμένη ούτω κυρία όλης τής κορυφογραμμής εκείνης.
Απόσπασμα τής VIΜεραρχίας (εις λόχος μεθ’ ενός πολυβόλου) ευρισκόμενον παρά την γέφυραν Παπαστάθη και αντιληφθέν την προς Δρίσκον προέλασιν, επετέθη κατά τού εκεί εχθρικού φυλακείου και αφού το ανέτρεψεν έσπευσε προς Κοντοβράκι, ένθα συνεδέθη μετά τής ταξιαρχίας Μετσόβου.
Η παράδοσις τών Τούρκων. Η εσπέρα τής 20 Φεβρουαρίου εύρε τούς αντιπάλους στρατούς εις την εξής κατάστασιν: Ο Ελληνικός προελάσας σημαντικώς εις τα άκρα δεν είχε παρά να συνεχίση την δράσιν του την επομένην δια να κλείση τελείως την τανάλια εντός τής οποίας ισχυρώς πλέον έσφιγγε τους Τούρκους. Τούτο και ήτο έτοιμος να κάμη συμφώνως διαταγή τού Αρχηγού του, κοινοποιηθείση την 10 εσπερινήν ώραν.
Ο Τουρκικός αντιθέτως εκτοπισθείς από ολόκληρον σειράν οχυρωτάτων θέσεων εις το δεξιόν του και καταδιωχθείς μέχρις αυτής τής παρυφής τών Ιωαννίνων, πιεζόμενος ισχυρώς εις το κέντρον και το αριστερόν του, απειλούμενος σοβαρώς εις το άκρον αριστερόν του, δεν ανέμενε δια την πρωίαν παρά την παντελή εξολόθρευσιν. Δεν είχε επομένως παρά να παραδοθή, πράγμα το οποίον και απεφάσισεν….
Όντως περί το μεσονύκτιον απεσταλμένοι τού Μητροπολίτου Ιωαννίνων και του αρχηγού τού τουρκικού στρατού Εσσάτ πασσά παρουσιασθέντες προ του πρώτου Συντάγματος Ευζώνων εζήτησαν να οδηγηθώσι προ του Έλληνος αρχιστρατήγου. Παρουσιασθέντες προ αυτού, εδήλωσαν ότι ο τουρκικός στρατός παραδίδεται αιχμάλωτος πολέμου άνευ όρων. Οι λοχαγοί τού Γενικού Στρατηγείου Ξ. Στρατηγός και Ιω. Μεταξάς ορισθέντες ως αντιπρόσωποι τού αρχιστρατήγου, μετέβησαν πάραυτα εις Ιωάννινα προς υπογραφήν τού πρωτοκόλλου παραδόσεως. Δια τούτου υπογραφέντος την 4 π.μ. ώραν, τα στρατεύματα (30.000 περίπου), τα φρούρια και άπαν το υλικόν πολέμου, παρεδίδοντο εις τους Έλληνας.
Η είδησις αύτη εκοινοποιήθη δια διαταγής τού Στρατηγείου περιελθούσης εις τα Σώματα λίαν πρωί και καθ’ ην ώραν ητοιμάζοντο δια την επίθεσιν. Η αγγελία μεγαλειώδης όσον και οι προηγηθέντες αγώνες, μετεδόθη ως δι’ ηλεκτρισμού από στόματος εις στόμα και προυκάλεσε την έκρηξιν ενθουσιωδών ζητωκραυγών.
Η Νίκη με ανοικτά πτερά, ισταμένη επί πυραμίδος σεπτών σωμάτων ηρώων πεσόντων κατά τας μάχας και μαρτύρων σφαγιασθέντων από τους λύκους τής καταρρεούσης βαρβάρου Αυτοκρατορίας, σαλπίζει το τραγικόν, θείον και μεγαλοπρεπές εμβατήριόν της. Υμνοί τους νεκρούς, υμνοί τους αδαμάστους ζώντας, οι οποίοι με το μέτωπον στεφανωμένον εισέρχονται νικηταί εις τα Ιωάννινα!
Οι ήρωες οι επιζήσαντες ενός μακρού, επιμόχθου και αιματηροτάτου αγώνος, χαιρετίζουσι την ευνοϊκήν λήξιν αυτού μετ’ εξάλλου ενθουσιασμού, και αι νικητήριοι ιαχαί δονούσι τον αέρα από της Μανωλιάσσης μέχρι τού Δρίσκου. Αι νεκροβριθείς χαράδραι τού εκτεταμένου εκείνου μετώπου επαναλαμβάνουσι τας ιαχάς και τα οστά τών ηρώων οι οποίοι έπεσαν χάριν της νίκης αυτής, τρίζουσιν.
Το Έθνος σκληρώς δοκιμασθέν εις τον αγώνα αυτόν, ησθάνθη ιδιαιτέραν υπερηφάνειαν. Αφ’ ότου η μικρά αύτη χώρα τού μεγάλου παρελθόντος, εισήλθε με σφρίγος και ορμήν απίστευτον εις την οδόν τής συγχρόνου, της ζωντανής ιστορίας, τίποτε από τα ένδοξα έργα της δεν ισοστάθμιζε το τελευταίον κατόρθωμα. Η εσωτερική αξία τών εθνών μετράται μόνον από την ικανότητα προς τας θυσίας. Η εκπόρθησις τών Ιωαννίνων ούσα άνθος αμάραντον ηρωικής εγκαρτερήσεως, ακάμπτου θελήσεως, πολυμήνων βασάνων, αφθόνου αίματος, αγώνων σκληρών προς ανθρώπους και φύσιν εχθράν, προς χιόνας και πάγους, απετέλει δια την Ελλάδα τρόπαιον τού οποίου την αίγλην ουδεμία απολύτως τών προηγηθεισών νικών είχεν. Απέδειξεν εν όλη των τη μεγαλοπρεπεία τας ηθικάς αρετάς τής Φυλής, τας οποίας ο κόσμος ηγνόει και δια τας οποίας η Ελλάς ουδέποτε εκαυχήθη, ζητούσα μετριφρόνως άσυλον οπίσω τού Παρθενώνος, οσάκις συκοφαντία ή παραγνώρισις εδοκίμαζεν επάνω της τα βέλη της…. Ιδού διατί το σάλπισμα τής Νίκης ισταμένης επί τόσον υψηλού, τόσον ιερού και τόσον ισχυρού βάθρου, έφθανε καθαρόν και άτρομον όπου εχθρός και όπου φίλος….
Η Λαϊκή ψυχή ανεκουφίσθη και εώρτασε με ακράτητον ενθουσιασμόν το μέγα γεγονός. Το Μπιζάνι έπεσεν…. Ιδού η φράσις η οποία διέτρεχε την Ελλάδα απ’ άκρου εις άκρον την 21 Φεβρουαρίου 1913. Εάν εζώμεν εις την εποχήν τών θρύλλων, η λαϊκή φαντασία θα παρίστανε το Μπιζάνι ως ένα μυθολογικόν τέρας, όμοιον προς εκείνα με τα οποία η αρχαία φαντασία εγέμισε με φρίκην τον αρχαίον συμβολικόν κόσμον. Το Μπιζάνι θα ελάμβανε θέσιν παραπλεύρως τών Συμπληγάδων Πετρών, της Λερναίας Ύδρας, του Ερυμανθίου Κάπρου, των Σειρήνων, του Μινωταύρου…. Μήπως δεν υπήρξαν απλοϊκοί άνθρωποι ερωτώντες και τότε ακόμη τι είναι το Μπιζάνι. Δράκοντας είναι; Στοιχειό είναι; Και ήτο και τα δύο, Δράκοντας που ήθελε να φάγη ανθρώπους και έφαγεν αφθονίαν. Ο θάνατος εθέρισεν και από τους υπερασπιστάς και από τους επιτιθεμένους. Άνθρωποι που εστέκοντο, έξαφνα εδέχοντο ένα αόρατον κομμάτι μολύβι και έπεφταν δια να μη σηκωθούν πλέον. Πόσαι μητέρες –νεώτεραι Νιόβαι –υπήρξαν αι οποίαι έχασν εκεί περισσότερα τού ενός παιδιά; Ήτο Στοιχειό που είχε συνωμόση με τα στοιχεία τής Φύσεως, τα οποία το εβοήθησαν προθύμως. Ο ήλιος υπήρξε σπάνιος, το κρύο φρικώδες, ο άνεμος ορμητικός, αι καταιγίδες άφθονοι. Ανέλαβε να το υπερασπίση η φύσις και το υπερήσπισε με την αγριότητα, με την οποία αυτή ξεύρει να υπερασπίζηται. Δεν υπήρξεν οργή που να μην την εξαπέλυσεν εκεί επάνω. Υπήρξαν ημέραι και νύκται –αυταί ιδίως –τας οποίας όσοι είδον εκεί, δεν ελπίζουν να ίδουν εις την ζωήν των. Τι άλλο θα εχρειάζετο λοιπόν εις παλαιοτέρους χρόνους δια να γίνη το Μπιζάνι σύμβολον, μύθος, θρύλλος, τέρας, θηρίον; Εις την εποχήν μας όμως το Μπιζάνι υπήρξεν ένας τεράστιος καταστρεπτικός όγκος με τα στόμια τών κανονιών επιμελώς σκεπασμένα, με τον θάνατον αόρατον, βουτηγμένος εις το χιόνι, δερνόμενος από καταιγίδας, εκπέμπων από χιλιάδας στομάτων μικρών και μεγάλων τον θάνατον. Υπήρξε μία αιματωμένη αλλά περίλαμπρος σελίς τής ιστορίας μας. Πολιορκία μηνών ολοκλήρων και ηρωισμός επικός, το έκαμον γνωστόν και εις την πλέον μακρυνήν γωνίαν τού κόσμου. Αλλά τέλος ο νεώτερος αυτός Μινώταυρος που έτρωγε το άνθος τής Ελληνικής νεότητος, ευρήκε τον Θησέα του. Εψόφησεν.
Η Λαϊκή ψυχή ανεκουφίσθη και εώρτασε με ακράτητον ενθουσιασμόν το μέγα γεγονός. Το Μπιζάνι έπεσεν…. Ιδού η φράσις η οποία διέτρεχε την Ελλάδα απ’ άκρου εις άκρον την 21 Φεβρουαρίου 1913. Εάν εζώμεν εις την εποχήν τών θρύλλων, η λαϊκή φαντασία θα παρίστανε το Μπιζάνι ως ένα μυθολογικόν τέρας, όμοιον προς εκείνα με τα οποία η αρχαία φαντασία εγέμισε με φρίκην τον αρχαίον συμβολικόν κόσμον. Το Μπιζάνι θα ελάμβανε θέσιν παραπλεύρως τών Συμπληγάδων Πετρών, της Λερναίας Ύδρας, του Ερυμανθίου Κάπρου, των Σειρήνων, του Μινωταύρου…. Μήπως δεν υπήρξαν απλοϊκοί άνθρωποι ερωτώντες και τότε ακόμη τι είναι το Μπιζάνι. Δράκοντας είναι; Στοιχειό είναι; Και ήτο και τα δύο, Δράκοντας που ήθελε να φάγη ανθρώπους και έφαγεν αφθονίαν. Ο θάνατος εθέρισεν και από τους υπερασπιστάς και από τους επιτιθεμένους. Άνθρωποι που εστέκοντο, έξαφνα εδέχοντο ένα αόρατον κομμάτι μολύβι και έπεφταν δια να μη σηκωθούν πλέον. Πόσαι μητέρες –νεώτεραι Νιόβαι –υπήρξαν αι οποίαι έχασν εκεί περισσότερα τού ενός παιδιά; Ήτο Στοιχειό που είχε συνωμόση με τα στοιχεία τής Φύσεως, τα οποία το εβοήθησαν προθύμως. Ο ήλιος υπήρξε σπάνιος, το κρύο φρικώδες, ο άνεμος ορμητικός, αι καταιγίδες άφθονοι. Ανέλαβε να το υπερασπίση η φύσις και το υπερήσπισε με την αγριότητα, με την οποία αυτή ξεύρει να υπερασπίζηται. Δεν υπήρξεν οργή που να μην την εξαπέλυσεν εκεί επάνω. Υπήρξαν ημέραι και νύκται –αυταί ιδίως –τας οποίας όσοι είδον εκεί, δεν ελπίζουν να ίδουν εις την ζωήν των. Τι άλλο θα εχρειάζετο λοιπόν εις παλαιοτέρους χρόνους δια να γίνη το Μπιζάνι σύμβολον, μύθος, θρύλλος, τέρας, θηρίον; Εις την εποχήν μας όμως το Μπιζάνι υπήρξεν ένας τεράστιος καταστρεπτικός όγκος με τα στόμια τών κανονιών επιμελώς σκεπασμένα, με τον θάνατον αόρατον, βουτηγμένος εις το χιόνι, δερνόμενος από καταιγίδας, εκπέμπων από χιλιάδας στομάτων μικρών και μεγάλων τον θάνατον. Υπήρξε μία αιματωμένη αλλά περίλαμπρος σελίς τής ιστορίας μας. Πολιορκία μηνών ολοκλήρων και ηρωισμός επικός, το έκαμον γνωστόν και εις την πλέον μακρυνήν γωνίαν τού κόσμου. Αλλά τέλος ο νεώτερος αυτός Μινώταυρος που έτρωγε το άνθος τής Ελληνικής νεότητος, ευρήκε τον Θησέα του. Εψόφησεν.
Ας του είμεθα όμως ευγνώμονες. Διελάλησεν εις τον κόσμον την νεοελληνικήν γενναιότητα.
Οι Σύμμαχοι –και ιδίως οι Μαυροβούνιοι – επανηγύρισαν το ευχάριστον γεγονός.
Η Ευρώπη έμεινε κατάπληκτος. Εξεφράζετο απεριφράστως ότι η μεγάλη αυτή επιτυχία, προ τής πτώσεως τής Αδριανουπόλεως την οποίαν επολιόρκουν οι Βούλγαροι και της Σκόδρας την οποίαν επολιόρκουν οι Σερβο-Μαυροβούνιοι, απετέλει ιστορικόν γεγονός δικαίως ανυψούν το Εθνικόν αίσθημα τών Ελλήνων. Ολόκληρος ο Ευρωπαϊκός τύπος εξυμνών την Ελληνικήν γενναιότητα, ωμολόγει ότι η νίκη εκείνη μετέβαλε πολύ την κατάστασιν υπέρ των Συμμάχων.
Την 9ηνπρωινήν τής 21 Φεβρουαρίου ο υποστράτηγος Αλέξ. Σούτσος –διορισθείς στρατιωτικός διοικητής Ιωαννίνων- εισήρχετο εις την πόλιν μετά του Συν/τος ιππικού Ηπείρου. Βεβαιωθέντος ότι τμήματα τού Τουρκικού στρατού όπως αποφύγωσι την αιχμαλωσίαν ετράπησαν προς Βορράν, ουλαμός ιππέων υπό τον επίλαρχον Επ. Ζυμβρακάκην, τους υπίλαρχον Α. Κουμουνδούρον, ανθυπασπιστήν Ι. Τσαγγαρίδην και λοχίας Ε. Δασινδάκην και Αρ. Κούτσην, ετράπη προς καταδίωξίν των. Ο ουλαμός μη αποτελούμενος από πλείονας τών 35 ανδρών, κατέφθασεν εις απόστασιν 10 χλμ. Βορείως τών Ιωαννίνων περί τους 800 ενόπλους Τούρκους στρατιώτας. Χάρις εις την όλως εξαιρετικήν αποφασιστικότητα και ταχύτητα ενεργείας τών βαθμοφόρων η δραξ εκείνη τών ιππέων κατορθώνει να αιχμαλωτίση και αφοπλίση τούς Τούρκους. Αφήσασα τούτους υπό την φύλαξιν ιππέων τινων εξηκολούθησε την προς βορράν πορείαν και εις απόστασιν εξ ακόμη χιλιομέτρων ηχμαλώτισε κατά τον αυτόν τρόπον ετέρους 1.200. Την 7,30 εσπερινήν ο ουλαμός επενήλθεν εις Ιωάννινα, φέρων τούς 2.000 αιχμαλώτους του.
Από της επομένης τής καταλήψεως τών Ιωαννίνων διετάχθη η ανασυγκρότησις τών ΙΙ, IV, VIκαι VIIIΜεραρχιών, επανελθόντων εις αυτάς απάντων τών απεσπασμένων τμημάτων των. Διετάχθη επίσης η συγκρότησις τού 2ουΣυν/τος Ευζώνων (3ον, 3ονανεξάρτητον, 7ονκαι 10οντάγματα) υπό τον αν/χην τού Μηχανικού Δ. Ιωάννου και η διάλυσις τού τμήματος Μαλάμου.
Την πρωίαν τής 22 Φεβρουαρίου ο Μητροπολίτης Παραμυθιάς, ο δήμαρχος και οι Τούρκοι πρόκριτοι επισκεφθέντες τον εις Νεμίτσαν ευρισκόμενον αν/χην Ηπίτην εδήλωσαν υποταγήν. Την μεσημβρίαν τής 23 το απόσπασμα Ηπίτου εισήρχετο εις Παραμυθιάν ενώ το απόσπασμα τού ταγ/χου Ματζούκη κατελάμβανε το Μαργαρίτιον και την Πάργαν. Την μεθεπομένην ο λόχος Τρυπογεώργου κατέλαβε της Φιλιάτες, μέχρι τέλους δε Φεβρουαρίου κατελήφθη ολόκληρος η από Αχέρωνος μέχρι Καλαμά περιοχή.
Το Γενικόν Στρατηγείον πληροφορηθέν ότι λείψανα του Τουρκικού στρατού υποχωρούντα εκ Τσαμουριάς μετά τοιούτων αποσυρθέντων εξ Ιωαννίνων, κατώρθωσαν να τραπώσι προς Δέλβινον- Αργυρόκαστρον, διέταξε την καταδίωξίν των δια του Συντάγματος τού Ιππικού Ηπείρου. Τούτο κατέφθασε τα υποχωρούντα εκείνα τμήματα την μεσημβρίαν τής 24 νοτίως τού Δελβινάκι.
Την IIIΜεραρχίαν αφήκαμεν κατά τας αρχάς Ιανουαρίου εις Κορυτσάν με προφυλακάς εις την έξοδον τής στενωπού Κιάρι, ενώ οι Τούρκοι υπό τον Τζαβίτ έμενον εις Μπορόβαν με προφυλακάς εις Ερσέκαν. Μετά την απόφασιν τού Στρατηγείου όπως απασχοληθή ο εχθρός από βορρά, η IIIΜεραρχία αντικατασταθείσα εις την περιοχήν Κορυτσάς υπό του 2ουΣυν/τος Πεζικού (αφιχθέντος μέσω Μοναστηρίου εκ Θες/νίκης) και ενισχυθείσα υπό αποσπάσματος τής VMεραρχίας (3 τάγματα μετά 4 πολυβόλων) αφιχθέντος εις Βουρβουτσικόν, παρεσκευάζετο δια την προς Νότον προέλασιν.
Εξαιρετική κακοκαιρία – σφοδρότατον ψύχος, εξαφάνισις τών οδών υπό της χιόνος – εματαίωσαν επανειλημμένας αποπείρας τής προς συγκέντρωσιν. Επιτευχθείσης τέλος ταύτης την 21 Φεβρουαρίου, ήρχισε την επομένην η προέλασις. Των Τούρκων αποσυρθέντων κατόπιν τής πτώσεως τών Ιωαννίνων, κατελήφθησαν την 22 η Μπορόβα και η Ερσέκα, την 23 το Λιασκοβίκη και την 27 η Πρεμετή υπό της IIIMεραρχίας, την δε 24 η Κόνιτσα υπό του απαοσπάσματος της V.
Αι πορείαι αύται εξετελέσθησαν υπό δριμύτατον ψύχος, συνεχείς χιονοθυέλλας και χιόνα καλύπτουσαν την γην εις ύψος ημίσεος μέτρου. Οι άνδρες και τα κτήνη υπέφερον υπερβολικώς. Οι Τούρκοι πρόκριτοι Λιασκοβικίου εξέφραζον την κατάπληξίν των διότι με τοιαύτην κακοκαιρίαν εξετελούντο επιχειρήσεις και κινούντες περιλύπως την κεφαλήν έλεγον: «Τώρα καταλαμβάνομεν διατί μας ενικήσατε».
Το απόγευμα τής 26 επετεύχθη επαφή μεταξύ τής IIIMεραρχίας , του αποσπάσματος τής V και του Συν/τος Ιππικού, το οποίον ευρισκόμενον εις Καλπάκι απέστειλεν εις Κόνιτσαν και Λιασκοβίκι αναγνωρίσεις υπό τον υπίλαρχον Γ. Δελαγραμμάτην και ανθ/χον Βούρρον».
[Απόσπασμα από το βιβλίο Γ. Θ. Φεσσοπούλου-Συνταγματάρχου «Η Ελλάς εις τους Βαλκανικούς Πολέμους τού 1912-13», Τόμος Α΄, Εν Αθήναις, Τυπογραφείον Καμινάρη, 1925, σελ. 331-341]
Χίος: Απρίλιος 2013
Επιμέλεια:
Λεωνίδας Πυργάρης
Φιλόλογος Καθηγητής
2οΓεν. Λύκειο Χίου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου