«Τα πήραμε τα Γιάννενα...»

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Ο ΟΡΚΟΣ ΤΟΥ ΕΘΕΛΟΝΤΟΥ ΤΟΥ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΥ ΚΟΜΙΤΑΤΟΥ

Ο όρκος του καπετάν Κρομμύδα και η ένταξή του στο Ηπειρωτικό Κομιτάτο


"Ο όρκος των Φιλικών",
φανταστική σύνθεση του Θεόφιλου Δ. Τσόκου, 1849,
όπου αναπαρίσταται όρκος αγωνιστή
στα ιδανικά της Φιλικής Εταιρίας
(Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)
Ο υποψήφιος Φιλικός ορκίζεται από έναν ιερέα
πάνω σε ένα εικόνισμα της Παναγίας.
Κατά τις αρχές του 20ου αιώνα η ένταση της δράσης των λαών της Βαλκανικής για απελευθέρωση και εθνική αποκατάσταση, είχε ως αποτέλεσμα και την ένταση της μεταξύ τους διαμάχης και την πολεμική  δράση για επικράτηση στις υπόδουλες περιοχές-χώρες, των εθνικών κομιτάτων και των ανταρτικών σωμάτων. Η ανάγκη αυτή επέβαλε την οργάνωση του απελευθερωτικού αγώνα και στην Ήπειρο με αποτέλεσμα τη σύμπηξη της «Ηπειρωτικής Εταιρείας» ή «Ηπειρωτικό Κομιτάτο» που ήταν ένα τοπικό παράρτημα της «Πανελλήνιας Εθνικής Εταιρείας» της οποίας πρόεδρος ήταν ο Παναγιώτης Δαγκλής με το βαθμό τότε του συνταγματάρχη στο Υπουργείο των Στρατιωτικών.
Η Ηπειρωτική Εταιρεία είχε τρεις Διευθύνσεις: την Α΄ στα Γιάννινα, την Β΄ στην Πρέβεζα και την Γ΄ στο Αργυρόκαστρο. Η Α΄Διεύθυνση είχε τρία Τμήματα «εταίρων» μέσα στα Γιάννινα και άλλα τρία στην ύπαιθρο στο Κουκούλι Ζαγορίου, στη Ζόριστα και στους Καλαρύτες. Υποδεέστερες μονάδες ήταν οι «Ομάδες Αδελφών». Η οργάνωση ήταν συνωμοτική και για τούτο μυστική. Κάθε εγγραφόμενος έπρεπε να μυηθεί από κάποιο μέλος και να ελεγχθεί για τη σοβαρότητά του. Ο ανώτερος βαθμός μύησης ήταν ο «εταίρος», δεύτερος ήταν ο «αδελφός» και ο τρίτος ο «ελευθερωτής» ο οποίος ήταν και ο κατ’ εξοχήν εκτελεστικός. Κάθε πρόσληψη και ένταξη ακολουθεί μια σειρά βημάτων με πρώτη την υπόδειξη του ατόμου, παρακολούθηση και έλεγχο, η πρόταση για αποδοχή, ακολουθούσε η μύηση και τέλος ο όρκος. Κάθε βαθμός είχε και το ειδικό κείμενο του όρκου για τους μυημένους.
 Στα Γιάννινα, την περίοδο του 1906-1912, ο ατρόμητος ηγούμενος Άνθιμος διέθεσε το Σιναϊτικό Μετόχι της Αγίας Αικατερίνης για να κρύβει τα όπλα των ανταρτών στα σπίτια των αυλών του Μετοχίου και σε άλλα σπίτια όπως αυτό του Χαράλαμπου Παπά. Ο ίδιος ο Άνθιμος όρκισε τον Καπετάν Κρομμύδα όπως θα διαβάσουμε παρακάτω.
Είμαστε στο 1908 και οι ανοιξιάτικες αύρες έλιωναν τα χιόνια στα ψηλά βουνά του Σμόλικα, του Λάκμωνα, των Τζουμέρκων. Μαζί έλιωναν και οι πάγοι της απογοήτευσης από τις καρδιές των ραγιάδων, που είχαν συσσωρεύσει οι ατυχείς εξορμήσεις του 1854, του 1878 και ιδίως του ατυχούς 1897.
Στις λαϊκές μάζες των Γιαννίνων και στην ύπαιθρο ξυπνούσαν οι πόθοι των αγώνων και της λευτεριάς, τα τρισένδοξα μετέωρα του Ζαλόγγου, του Σουλίου, της Χειμάρρας, της Πάργας και των αμέτρητων ενδόξων Ηπειρωτικών τοποθεσιών, όπου χύθηκαν ποτάμια Ηπειρωτικού αίματος, τραβούσαν σαν μαγνήτης, τη λαϊκή νεολαία προς τον βωμό της θυσίας.
Μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα ένα δειλινό του θέρους του 1908 έδιδε τον όρκο στην Α΄ Διεύθυνση της Ηπειρωτικής Εταιρείας στα Γιάννινα, ο καπετάν Σπύρος Κρομμύδας, στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης.
Ο Γιώργης ο Πραμαντιώτης, παλιός αγωνιστής, επίτροπος και νεωκόρος της εκκλησίας του Μετοχίου της Αγίας Αικατερίνης, άνοιξε με προσοχή την πίσω πόρτα του περιβόλου του Μετοχίου που βλέπει στην οδό Αραβαντινού. Ανάμεσα από ψηλά κυπαρίσσια και το στενό μονοπάτι του περιβόλου, γλίστρησε ο ατσαλένιος Καπετάν Κρομμύδας στο Ναό της Αγίας Αικατερίνης. Οι πόρτες έκλεισαν και οι βαριοί σύρτες και οι αμπάρες τάραξαν με τους κρότους τους το μυστήριο της σιωπής, μέσα στο μισοσκόταδο του Ναού, το οποίο διέκοπτε το μελιχρό φως των καντηλιών, που έκαιγαν μπροστά από τα μαυρισμένα από τα χρόνια εικονίσματα.

* * *
Ο Κρομμύδας, άναψε ένα κηρί, στάθηκε από ένστικτο μπροστά στο δικέφαλο αετό – το σύμβολο αυτό της χιλιόχρονης Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου – που ήταν σκαλισμένος στις πλάκες, στη μέση της εκκλησίας, έκαμε σταυροκοπούμενος τρεις μετάνοιες, και προχώρησε προς την ωραία Πύλη.
Εκεί μπροστά, επάνω στο δισκέλιο, ήταν τοποθετημένο πάνω σε μικρή μεταξωτή σημαία, ένα ασημωμένο Ευαγγέλιο και πάνω σ’αυτό βαλμένα χιαστί ένα γιαταγάνι και ένα περίστροφο.
Η ωραία Πύλη άνοιξε, στο βάθος η Αγία Τράπεζα με τον Εσταυρωμένο κρεμασμένο επί ξύλου, ο κατηχητής, περιβεβλημένος μακρύ μαύρο ράσο και με μια μαύρη προσωπίδα προχώρησε από το ιερό με αργό βήμα προς την ωραία Πύλη, με βαθειά φωνή υπέμνησε στον μυούμενο τις βαρύτατες συνέπειες του όρκου του, τις παραδόσεις του τόπου του, τις υποχρεώσεις προς το Έθνος του, και τον κάλεσε ν’ απαντήσει ελεύθερα, εάν είναι παρασκευασμένος ν’ αναλάβει το μεγάλο χρέος, αλλά και την μεγάλη ευθύνη της εισόδου στην απελευθερωτική οργάνωση. Ο γενναίος καπετάνιος απάντησε με σταθερή φωνή καταφατικά.
Τότε τον κάλεσε να γονατίσει, να θέσει το χέρι πάνω στο Ευαγγέλιο και απήγγειλε τον φρικτό όρκο, με τον οποίο υποσχόταν να χύσει και την τελευταία ρανίδα του αίματος του υπέρ της Ελευθερίας της Ηπείρου. Ο καπετάν Κρομμύδας επαναλάμβανε κάθε λέξη με καταφανή συγκίνηση.
Η ιεροτελεστεία τελείωσε.
Ο άνθρωπος που τόσα χρόνια γύριζε σαν αγρίμι στα βουνά, ληστεύοντας, σφάζοντας και διωκόμενος, ο άνθρωπος που δεν είχε γνωρίσει τον φόβο στην ψυχή του, έτρεμε σύγκορμος, τα δάκρυα ανέβλυζαν από τα μάτια του, έκαμε το σημείο του Σταυρού και κατασπαζόμενος τον ανάδοχο και τον παριστάμενο Γεώργιο Πραμαντιώτη είπε :
-«Δοξάζω το Θεό που με αξίωσε να ιδώ αυτή την Άγια ημέρα. Τον παρακαλώ να μου δώση δύναμη να υπηρετήσω την Πατρίδα μου».
Το θαύμα είχε συντελεσθεί, ο χθεσινός ληστής, αδιακρίτως Τούρκων και Ελλήνων, είχε μεταβληθεί σε τρομερό εκδικητή της Φυλής του. Πολέμησε τον κατακτητή σαν λιοντάρι, επέζησε και είδε πραγματοποιούμενο το όνειρο τόσων γενεών το 1913.
Πέθανε στο χωριό του σαν τίμιος Ηπειρώτης.

* * *
Διασκευή από άρθρο στο περιοδικό Ηπειρωτική Εστία του Αλ. Λιβαδέως (1952)


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου