«Τα πήραμε τα Γιάννενα...»

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

«Στα Γιάννενα» - διάλογος με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη!

[Από το ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Ἕκτης Δημοτικοῦ, ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ, ΑΘΗΝΑΙ 1952]

                                                                                   
                                                  ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ

Ἐπέσανε τὰ Γιάννενα σιγὰ νὰ κοιμηθοῦνε,
ἐσβήσανε τὰ φῶτα τους, ἐκλείσανε τὰ μάτια.
Ἡ μάνα σφίγγει τὸ παιδὶ βαθιὰ στὴν ἀγκαλιά της,
γιατ’ εἶναι χρόνια δύστυχα καὶ τρέμει μὴν τὸ χάση.

   Μὲ τοὺς στίχους αὐτοὺς τοῦ Βαλαωρίτη στὴ μνήμη μου, ξεκίνησα ἀπὸ τὴν Πρέβεζα, γιὰ νὰ γνωρίσω τὴν ξακουσμένη Πόλη. Τὸ αὐτοκίνητο ξεπερνᾶ τὸν ἀπέραντο ἐλαιώνα τῆς Πρὲβεζας, διαβαίνει ἀνάμεσα στὰ ἐρείπια τῆς Νικοπόλεως καὶ χάνεται μέσα στὶς χαράδρες καὶ τὶς λαγκαδιὲς τῶν Ἠπειρωτικῶν βουνῶν. Βουνὰ ψηλά, γυμνὰ τὰ περισσότερα, ἄγρια, δυσκολοπάτητα. Αὐτὰ ἔθρεψαν τὴν κλεφτουριὰ τοῦ Εἰκοσιένα. Κι αὐτά, μαζὶ μὲ τὴ φτώχεια τῆς γῆς, διώχνουν πάντα ἀπὸ κοντά τους τοὺς ἐργατικοὺς Ἠπειρῶτες καὶ τοὺς στέλνουν στὰ ξένα. Κι ἐκεῖ, μὲ τὴν τίμια ἐργασία τους πλουτίζουν καὶ μὲ τὴ μεγάλη ψυχή τους γεμίζουν τὸν τόπο τους καὶ τὴν Ἀθήνα μὲ Πανεπιστήμια καὶ Ἀκαδημίες καὶ Πολυτεχνεῖα καὶ Στάδια καὶ Ἀρσάκεια καὶ Ζωσιμάδες σχολὲς κι ἄλλα μεγαλόπρεπα ἱδρύματα. Καὶ τὰ ἱδρύματα αὐτὰ μᾶς θυμίζουν κάθε στιγμὴ
τὰ ὀνόματα τοῦ Ἀβέρωφ καὶ τοῦ Σίνα, τοῦ Ἀρσάκη καὶ τοῦ Ριζάρη, τῶν Ζωσιμαδῶν καὶ τῶν Ζάππηδων καὶ τόσων ἄλλων μεγαλόκαρδων Ἠπειρωτῶν.
«Παμβώτις» Κώστας Μαλάμος, 1971-72
Ἀπὸ τὰ Ἠπειρωτικὰ βουνὰ κατεβαίνει ὁ Λοῦρος μὲ τὰ γάργαρα νερά του, ποὺ, σὲ μεγάλο διάστημα τὸν εἴχαμε σύντροφο δίπλα στὸν ἁμαξωτὸ δρόμο. Στὴν ποταμιά του, κάτω ἀπὸ θεόρατα πλατάνια, περάσαμε μιὰν ἀλησμόνητη ὥρα τοῦ μεσημεριοῦ, σβήνοντας τὴ δίψα μας στὰ ὁλόδροσα
νερά του. Ξεκινοῦμε καὶ ἀρχίζομε πάλι τὸ κυνηγητὸ μὲ τὸ ποτάμι, ἀνάμεσα στὶς ἀτέλειωτες λαγκαδιές. Κάποτε ἀφήνομε τὴν ποταμιὰ κι ἀνηφορίζοντας βρισκόμαστε μπροστὰ στὸ χάνι τοῦ Ἐμὶν - Ἀγᾶ. Περήφανα δείχνει τῆν ἐπιγραφή του: Στρατηγεῖο τοῦ 1912 – 1913. Εἶναι τὸ ταπεινὸ χάνι, ποὺ φιλοξένησε ὁλόκληρο χειμώνα τὸ Στατηγεῖο μας, ὅταν ἐπιχειροῦσε τὸ φονικὸ καὶ πολύνεκρο λυτρωτικὸν ἀγώνα. Μὲ συγκίνηση βαθειὰ ἀντικρύζομε τὸ ξακουσμένο χάνι.
Ἀπ’ ἐδῶ ἀρχίζουν οἱ λοφοσειρὲς τῆς Μανωλιάσας καὶ τοῦ Μπιζανιοῦ καὶ τῆς Καστρίτσας, ποὺ τὰ παλληκάρια μας τὶς ἐπότισαν μὲ τὸ αἷμα τους, γιὰ νὰ λυτρώσουν τὰ Γιάννενα ἀπὸ τὴ σκλαβιά. Κι ἀπάνω ἀπὸ τὶς λοφοσειρὲς αὐτές, ποὺ μῆνες ὁλόκληρους, μὲ τὰ πυκνὰ κανόνια τους, ἐσκόρπιζαν τὸ θάνατο στὰ Ἑλληνόπουλα, ὑψώνεται ὁλόγυμνη κι ἀπότομη ἡ κορφὴ τοῦ Ὀλύτσικα. Σκαρφαλώνοντας ὁλονυχτὶς στὰ χιόνια καὶ τοὺς πάγους του τὰ εὐζωνάκια μας, πέρασαν τὴν ἀπάτητη ραχούλα καὶ ρίχτηκαν ἀθώρητα στὸν κάμπο, ἀφήνοντας πίσω τους καὶ κάστρα καὶ κανόνια τούρκικα κι ἀμέτρητο τὸν ἐχθρικὸ στρατό. Κι ὁ μαῦρος καβαλλάρης τους, ὁ Βελισσαρίου, ἔστησε στὴν ἄκρη ἀπὸ τὴν πόλη τὴ σημαία του καὶ κάλεσε τοὺς ξαφνιασμένους Τούρκους νὰ παραδοθοῦν.
Κι ἡ 21 τοῦ Φλεβάρη βρῆκε λεύτερα τὰ Γιάννενα. Εἶχε νυχτώσει πιὰ σὰν τελείωσαν τὰ 103 χιλιόμετρα, ποὺ χωρίζουν τὴν Πρέβεζα ἀπὸ τὰ Γιάννενα, κι ἔμπαινε τὸ αὐτοκίνητο στὴ χιλιοτραγουδημένη πολιτεία. Ἀλλὰ τώρα οὔτε «νωρὶς ἐπέσανε τὰ Γιάννενα σιγὰ νὰ κοιμηθοῦνε» οὔτε «ἡ μάνα σφίγγει τὸ παιδὶ βαθιὰ στὴν ἀγκαλιά της». Ἄφοβα καὶ χαρούμενα κυκλοφοροῦσαν μικροὶ καὶ μεγάλοι στοὺς λαμπροφωτισμένους δρόμους καὶ στὸ κέντρο τῆς ὄμορφης πολιτείας ὑψώνεται ἡ σημαία τῆς Ἠπειρωτικῆς Ἑλληνικῆς Μεραρχίας. Μὰ πρὶν ἀκόμα γνωρίσω τὰ Γιάννενα, ἔνιωσα βαθιὰ στὴν ψυχή μου ἕνα χρέος ἱερό. Ἤθελα νὰ ἰδῶ καὶ νὰ προσκυνήσω τὴ μαρμάρινη προτομὴ τοῦ Μαβίλη, τοῦ σεμνοῦ ποιητῆ καὶ τοῦ σεμνότερου ἥρωα τοῦ Δρίσκου, ποὺ εὐτύχησα κάποτε νὰ τὸν γνωρίσω ἀπὸ κοντά. Εὐγενικὸς φίλος μὲ ὁδήγησε στὴν ἄκρη τῆς λίμνης, ποὺ στοργικὰ ἀγκαλιάζει καὶ δροσίζει τὰ Γιάννενα, τῆς λίμνης, ποὺ τὴν ἀγίασαν μὲ τὸ αἷμα τους τόσα Ἑλληνόπουλα καὶ τόσες Ἑλληνοποῦλες παρθένες, θυσία στὴν ἀνήλεη ψυχὴ τοῦ Ἀλῆ.
Ο μώλος της λίμνης και στο βάθος η προτομή του Λ. Μαβίλη
Ἐκεῖ στὴν ἀκρολιμνιά, λευκὴ σὰν τὴν ὁλόλευκη ψυχὴ του, ὑψώνεται ἡ προτομὴ τῆς σεβάσμιας μορφῆς τοῦ Λορέντσου Μαβίλη. Κοιτάζει ὁλόϊσα κατὰ τὴν κορφὴ τοῦ Δρίσκου, ποὺ τὴν πότισε μὲ τὸ αἷμα του, πολεμώντας γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς ἀλύτρωτης πόλης. Καὶ κάτω ἀπὸ τὸ πλούσιο φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, ποὺ ἀσήμωνε τὸ μάρμαρο καὶ τὴ λίμνη, διάβασα στὴν εὐγενικιά του φυσιογνωμία τὴ βαθειά του ἱκανοποίηση γιὰ τὴ μεγάλη νίκη. Πόση συγκίνηση ἔνιωσα στὸ ἀντίκρυσμα τῆς λευκῆς προτομῆς! Θυμήθηκα τὸν εὐγενικὸ γέροντα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ καὶ τὴν κόκκινη στολὴ τοῦ Γαριβαλδινοῦ, σὰν ξεκίναγε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ τὸ ἀγύριστο ταξίδι· σκόρπισα γύρω λίγα λουλούδια, φερμένα ἐπίτηδες ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, φίλησα εὐλαβικὰ τὴ σεπτὴ προτομὴ κι ἐγύρισα στὸ ξενοδοχεῖο μὲ τὴν ψυχή μου γεμάτη ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ Μαβίλη. Τίποτε ἄλλο δὲ χωροῦσε στὴν ψυχή μου ἐκείνη τὴ βραδυά!
Ὁ ὕπνος μου ὕστερ’ ἀπὸ τὴν κούραση μακρινοῦ ταξιδιοῦ, ἦταν ἀνήσυχος. Κι ἡ λαχτάρα μου νὰ ξημερώση, γιὰ νὰ γνωρίσω τὴν ποθητὴ πολιτεία, δὲν ἄφηνε τὸ ζωογόνο ὕπνο νὰ κλείση ἀναπαυτικὰ τὰ μάτια μου. Καὶ τότε μοῦ συνέβη κάτι ἀπερίγραπτο: Μπροστὰ στὴν ταραγμένη φαντασία μου παρουσιάστηκε, σὰν ὄνειρο, ὁλόσωμος καὶ μεγαλόπρεπος ὁ Μαβίλης. Ἡ ματιά του ἤτανε τόσο γλυκειὰ καὶ στοργική, ὥστε καμιὰ ταραχὴ δὲν ἔνιωσα. Μοῦ φάνηκε πὼς συνεχίζαμε παλιὰ ὁμιλία, ἀρχινημένη ἐδῶ καὶ 17 χρόνια!...
―Ἔχω ἕνα παράπονο ἀπὸ σένα, φίλε μου, ἄρχισε νὰ λέη ὁ Ποιητής. Σ’ ἕνα βιβλίο σου ἔγραψες ἕνα κεφάλαιο καὶ γιά μένα· καὶ μ’ ὀνομάζεις ἐκεῖ Ποιητὴ καὶ Ἥρωα. Γιατί χαρίζεις ἔτσι εὔκολα τὰ μεγάλα ὀνόματα; Ἂν εἶμαι ποιητὴς ἐγώ, τί εἶναι τότε ὁ Σολωμὸς κι ὁ Βαλαωρίτης κι ὁ Παλαμᾶς; Κι ἂν ὀνομαστῶ ἐγὼ ἥρωας, πῶς θὰ ὀνομαστῆ ὁ Βελισσαρίου κι οἱ ἄλλοι γιγαντομάχοι τῆς Μανωλιάσας καὶ τοῦ Μπιζανιοῦ;
―Γιατί προτιμήσατε νὰ πολεμήσετε στὴν Ἤπειρο κι ὄχι ἀλλοῦ; ρώτησα τὸν Ποιητή.
―Ζώντας στὴν Κέρκυρα, μοῦ ἀπάντησε, εἶχα πιὸ κοντά μου τὸ Σούλι καὶ τὴ Χειμάρα καὶ τὰ Γιάννενα κι ἔνιωθα πιὸ βαθιὰ τὴ σκλαβιά τους. Τὰ βάσανα αὐτοῦ τοῦ τόπου ἀπὸ τὸν Ἀλὴ πασὰ συγκινοῦσαν βαθύτερα τὴν καρδιά μου· καὶ τὰ τραγούδια γιὰ τὸν Μπότσαρη καὶ τὸν Κατσαντώνη νανούριζαν ἀδιάκοπα τὴν ψυχή μου. Θὰ σὲ ὁδηγήσω νὰ δοῦμε μαζὶ τὰ Γιάννενα, γιὰ νὰ ἐξηγήσης καὶ μόνος σου τὴν προτίμησή μου. 
Καὶ βγήκαμε μαζὶ στὴ φεγγαροφώτιστη πολιτεία, ποὺ κοιμόταν ἥσυχη καὶ ἀμέριμνη, λυτρωμένη πιὰ ἀπὸ τὸν ἐφιάλτη τῆς σκλαβιᾶς.
―Σὰν Ρουμελιώτης, ἐσύ, μοῦ λέει ὁ Ποιητής, θὰ ξέρης τὸ τραγούδι, ποὺ ἀρχίζει μ’ αὐτὰ τὰ λόγια:
Ἐψὲς ἤμουν στὰ Γιάννενα, ψηλὰ στὴ Λιθαρίτσα.
Νά, αὐτὴ εἶναι ἡ Λιθαρίτσα.
Βρεθήκαμε σὲ μιὰ μικρὴ πλατεία, ποὺ ἦταν ὁλόκληρος ἐξώστης γιὰ τὴν πόλη. Ὑπέροχο ἦταν τὸ θέαμα, ποὺ ἁπλώθηκε τότε μπροστά μας. Ὁλόγυρά μας, ἀριὰ καὶ δεντροστόλιστα, ἡσύχαζαν τὰ Γιαννιώτικα σπίτια μὲ τὶς 22 χιλιάδες κατοίκους. Κάτω ἡ λίμνη ἀγκάλιαζε τὸ κατάφυτο, ξακουσμένο νησί. Ἀπέναντι ὑψωνόταν, ψηλὸ κι ὁλόγυμνο, τὸ Μιτσικέλι, προστατεύοντας στοργικὰ τὴν πόλη ἀπὸ τὸ Θεσσαλικὸ βοριά. Καὶ μπροστά μας, βαρὺ κι ἐπιβλητικό, ἀκουμποῦσε στὴ λίμνη τὸ Κάστρο, τὸ ξακουσμένο Κάστρο, ποὺ πέρασε ὅλη τὴ ζωή του ὁ Ἀλής. Μέσα στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας καὶ στὸ ἀχνὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, μᾶς φάνηκε πὼς περιπλανιόταν, ἀνάμεσα στὰ συντρίμμια τοῦ Κάστρου, ἡ ἀνήσυχη σκιὰ τοῦ Ἀλή.
Καμάρωσε ὥρα πολλὴ τὰ δυὸ τζαμιά, ποὺ ὑψώνονται δεξιὰ κι ἀριστερὰ στὸ σιδηρόφραχτο τάφο, ποὺ δέχτηκε τὸ ἀκέφαλο πτῶμα του. Σεργιάνισε χαιρέκακα τὰ σκοτεινὰ μπουντρούμια, ποὺ χρόνια καὶ χρόνια εἶχε κλείσει τὰ καλύτερα παλληκάρια τῆς Ρούμελης. Πλησίασε χαρούμενος στὴ σπηλιά, ποὺ κρεουργήθηκε ὁ Δεσπότης τῶν Τρικάλων Διονύσιος, σὰν ἔκανε τὴν ἀποτυχημένη ἐπανάσταση τοῦ 1612. Ἔριξε ἀστραφτερὴ ματιὰ στὴ λίμνη, ποὺ δέχτηκε τὸ σῶμα τῆς κυρα - Φροσύνης καὶ τόσων ἄλλων Ἑλληνίδων παρθένων. Στὸ τέλος γύρισε μὲ ἀγωνία ὥρα πολλὴ ἐδῶ κι ἐκεῖ, τοῦ κάκου ἀναζητώντας τὰ ἐξαφανισμένα ἐρείπια τοῦ πυρπολημένου παλατιοῦ του· καὶ δὲ βρῆκε ἀπ’ αὐτὰ οὔτε πέτρα ἀπάνω στὴν πέτρα. Καὶ τραβώντας μὲ λύσσα τὴν πυκνὴ γενειάδα του, χάθηκε σὲ μιὰ σκοτεινὴ τρύπα τοῦ Κάστρου.
Περάσαμε ὕστερα μὲ μιὰ βάρκα τὴ λίμνη καὶ βγήκαμε στὸ νησί. Τρία παλιὰ μοναστήρια, κάτω ἀπὸ αἰωνόβια πλατάνια, ξεχώριζαν ἀπὸ τ’ ἄλλα σπιτάκια τοῦ νησιοῦ. Σώζονται σ’ ὅλα θαυμάσιες τοιχογραφίες. Στὸ παλιότερο μάλιστα, τοῦ Ἁγίου Νικολάου, χτισμένο στὰ 1190, εἴδαμε κάτι σπάνιο. Ἑπτὰ ἀρχαῖοι Ἕλληνες σοφοὶ (Θουκυδίδης, Σωκράτης, Ἀριστοτέλης κ. ἄ.) ἦταν ζωγραφισμένοι στὴ σειρὰ καὶ ἐλατρεύοντο σὰν Ἅγιοι.
―Μόνο ἐδῶ, θαρρῶ, εἶπε ὁ Ποιητής, σκέφτηκαν νὰ λατρέψουν τοὺς ἀρχαίους σοφούς· κι ἔκαναν πολὺ σωστά, γιατὶ κι ἐκεῖνοι βασάνισαν τὸ νοῦ τους, γιὰ νὰ βροῦν τί εἶναι ἀληθινὸ καὶ χρήσιμο στὸν κόσμο. Ὁ Σωκράτης μάλιστα πλήρωσε μὲ τὴ ζωή του τὸ κήρυγμά του. Ἦταν, σὰ νὰ ποῦμε, ἕνας ἄλλος πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ.
Δίπλα στὸ ἕνα μοναστήρι ἦταν ἕνα παλιὸ διώροφο σπιτάκι· μέσα σ’ αὐτὸ τιμωρήθηκε ὁ Ἀλὴς γιὰ ὅλες τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ Σουλτάνος εἶχε στείλει πιστοὺς ἀξιωματικοὺς νὰ τοῦ φέρουν τὸ κεφάλι τοῦ ἀποστάτη. Ἐκεῖνοι τὸν γέλασαν, νἄρθη στὸ νησί, γιατὶ στὴν πόλη ἦταν ἀδύνατο νὰ τοῦ ἐπιτεθοῦν. Ἐκεῖ ὅμως ὁ Ἀλὴς κατάλαβε τὴν ἀπάτη κι ἔτρεξε νὰ τρυπώση στὸ σπιτάκι αὐτό. Οἱ ἀξιωματικοὶ μὴ μπορώντας νὰ πλησιάσουν τὴ σφαλισμένη πόρτα, μπῆκαν στὸ ὑπόγειο κι ἀπὸ κεῖ μπόρεσαν νὰ πυροβολήσουν καὶ νὰ τὸν ξεκάνουν. Κι ἐπῆγαν στὸ Σουλτάνο τὸ κεφάλι, ποὺ ζήτησε. Σώζεται ἀκόμα τὸ σαθρὸ πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ καὶ ξεχωρίζει σ’ αὐτὸ ἡ τρύπα ποὺ σχηματίστηκε ἀπὸ τὴ φονικὴ σφαίρα.
Τώρα ἀπόλυτη σιγὴ βασιλεύει ἐκεῖ γύρω καὶ μόνο ἕνας θεόρατος πλάτανος στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ ἀπομένει θεατὴς καὶ μάρτυρας τῆς φοβερῆς σκηνῆς. Προχωρήσαμε στὴν κορφὴ τοῦ νησιοῦ, δίπλα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ προφήτη Ἠλία. Τὸ φεγγάρι μεσουρανοῦσε πιά, σκορπίζοντας παντοῦ τὸ ἀχνόξανθο φῶς του. Ὁ Ποιητὴς γύρισε ὁλόγυρα τὴ θεία ματιά του κι ἐγὼ τὴν ἀκολουθοῦσα.
―Μὲ ρώτησες γιατί προτίμησα νὰ πολεμήσω στὴν Ἤπειρο, μοῦ εἶπε. Ὅλα ὅσα εἶδες μὲ τραβοῦσαν ἐδῶ. Βλέπεις ἐκεῖ πέρα τὸ καμπαναριὸ τῆς Μητροπόλεως; Δίπλα εἶναι ὁ τάφος τοῦ Νεομάρτυρα Γεωργίου, ποὺ ἅγιασε στὰ 1838. Πιὸ ἀπάνω εἶναι τὸ σπίτι τοῦ Τσακάλωφ, διατηρημένο ὅπως ἦταν στὸν καιρό του. Ὅλα ἐδῶ γύρω εἶναι Ἑλληνικά. Κι οἱ Τοῦρκοι ἀκόμα κι οἱ Ἑβραῖοι, μόνο ἑλληνικὰ μιλοῦσαν. Πῶς λοιπὸν μποροῦσα νὰ νιώθω τὰ Γιάννενα σκλαβωμένα;
Κι ἐξακολούθησε:
―Τὰ κανόνια τοῦ Μπιζανιοῦ ἐμπόδιζαν τὴν προέλαση τοῦ στρατοῦ μας.Τὸν εἶχαν καρφώσει στοὺς βράχους τῆς Μανωλιάσας. Ἐμεῖς οἱ Γαριβαλδινοί, περνώντας ἀπὸ τὴ Θεσσαλία καὶ κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ Δρίσκο, ἐλπίζαμε νὰ μποῦμε πρῶτοι στὰ Γιάννενα.
Καὶ μοῦ ἔδειξε μὲ καμάρι τὸ λόφο τοῦ Δρίσκου, ποὺ ποτίστηκε μὲ τὸ αἷμα τόσων παλληκαριῶν.
―Ἀλλὰ τὰ κανόνια τῆς Καστρίτσας, εξακολούθησε ὁ Ποιητής, δὲ μᾶς ἄφησαν νὰ πετύχωμε τὸ σκοπό μας. Κι ἔτσι δὲν μπήκαμε πρῶτοι στὰ Γιάννενα.
Ἦταν ἡ μόνη στιγμή, ποὺ εἶδα πονεμένο τὸν Ποιητή.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ φανῶ πὼς εἶδα τὴ συγκίνησή του, γύρισα τὴ ματιά μου στ’ ἀσημωμένα νερὰ τῆς λίμνης. Μὰ σὰν ξαναγύρισα νὰ δῶ τὸ σύντροφό μου, δὲν ἦταν πιὰ κοντά μου ὁ Ποιητής.
Καὶ τὸ γλυκό μου ὄνειρο τελείωσε...

Δημ. Κοντογιάννης

(Ν. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ Γ. ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΥ — Θ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Θ. ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Ἕκτης Δημοτικοῦ, ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ,ΑΘΗΝΑΙ 1952, σελ.157-165)

Το κείμενο μάς έστειλε ο φιλόλογος-καθηγητής κος Λεωνίδας Πυργάρης και τον ευχαριστούμε πολύ!

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Καλή Χρονιά!





ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ (Προφυλακὲς Ὀλύτσικα Ἠπείρου, 24 Δεκεμβρίου 1912.)

Από το σχολικό αναγνωστικό του 1939.
Μας το έστειλε ο φιλόλογος - καθηγητής από τη Χίο κος Λεωνίδας Πυργάρης, τον οποίο ευχαριστούμε θερμά και του ευχόμαστε «Καλά Χριστούγεννα».

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
Προφυλακὲς Ὀλύτσικα Ἠπείρου, 24 Δεκεμβρίου 1912.
Ξαστεριά· κλαράκι δὲν κουνιέται. Τὸ φεγγάρι φωτίζει καθαρά, κατακάθαρα τὰ βουνὰ τῆς Μανωλιάσας καὶ τοῦ Ὀλύτσικα, ποὺ τέτοια ὥρα μᾶς φαίνονται διπλὰ στὸν ὄγκο καὶ στὸ ὕψος. Μπορεῖ κανεὶς νὰ διακρίνη τὶς προφυλακές μας ἐπάνω σ’ αὐτά, σωροὺς ἀπὸ φαντάρους ριχμένους τὸν ἕνα ἐπάνω στὸν ἄλλο, νὰ ξεκουράζωνται στὴν ἀστροφεγγιά, ποὺ εἰναι γι’ αὐτοὺς πολύτιμη· γιατὶ δὲν ἀφήνει τοὺς Ἀρβανίτες νὰ μεταχειριστοῦν ἕναν ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς τρόπους ποὺ ξέρουν, τὸν αἰφνιδιασμό, γιὰ νὰ φτάσουν στὴ γραμμὴ καὶ νὰ τοὺς ἐπιτεθοῦν. Θ’ ἀναπαυθοῦν ἀπόψε. Ποῦ καὶ ποῦ κανένας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες μας πετιέται ξαφνικὰ καὶ δός του ἐπάνω κάτω νὰ ζεστάνη λίγο τὸ παγωμένο του κορμί. Τὸ δυνατὸ κρύο μᾶς περονιάζει τὰ κόκαλα καὶ κάνει τὴ μέση μας καὶ τὶς πλάτες νὰ πονοῦν.
Μιὰ βραδυὰ εἶναι καὶ αὐτὴ καὶ θὰ περάση, βρὲ παιδιά· ὅλοι ὑποφέρουν σήμερα γιὰ τὴν πατρίδα· ὅλα θὰ περάσουν, εἶπα. Οὔτε κουβέντα πιά...
Γύριζα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ βγάλω ἀπὸ τὸ μυαλό μου, ὅτι ἡ βραδυὰ ἐκείνη ἡταν Χριστουγεννιάτικη. Ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες μου κανένας δὲν τὸ εἶχε σκεφτῆ. Ἤμουν νευρικὸς καὶ προσπαθοῦσα νὰ συνηθίσω τὸν ἐαυτό μου στὴ συγκίνηση ποὺ θὰ δοκίμαζα μὲ τὴ χαρὰ τῶν στρατιωτῶν μου γιὰ κάτι ἔκτακτο ποὺ τοὺς προετοίμαζα. Βρισκόμουν ἀπέξω ἀπὸ τὸ καλυβάκι μας, όταν ἄκουσα τὸ στρατιώτη, ποὺ ἔγραφε ἕνα γράμμα, νὰ ρωτᾶ πόσες τοῦ μηνὸς εἴχαμε.
Ρώτα τὸν κὺρ λοχία, τοῦ εἶπε ἕνας.
Εἴκοσι τέσσερες, τοῦ φώναξα κι ἀποτραβήχτηκα βιαστικός.
Βρὲ παιδιά, εἴκοσι τέσσερες! Παραμονὴ Χριστούγεννα σήμερα καὶ δὲν τὸ σκεφτήκαμε... Γιὰ σκεφτῆτε, βρὲ παιδιά...
Ἔφτασαν στ’ αὐτιά μου τὰ λόγια αὐτὰ ἀπὸ δέκα στόματα. Εἶχα ἀρκετὰ τραβηχτῆ ἀπὸ τὸ φυλάκιο, ὅταν εἶδα τοὺς φαντάρους μου ἕνα ἕνα νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸ καλυβάκι καὶ νὰ μὲ πλησιάζουν· σὲ λίγο ἦταν ὅλοι γύρω μου.
Ἀκοῦς, Χριστούγεννα, κὺρ λοχία, καὶ νὰ μὴν τὸ καταλάβωμε καθόλου. Πῶς θὰ τὴν περάσουν τὴν αὐριανὴ μέρα τὰ καημένα τὰ σπίτια μας... Ἄχ! δόλια μάνα!
Καὶ κοίταζαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ὅλοι μαζὶ ἐμένα. Τὶ ζητοῦσαν ἀπὸ μένα; Κι ἐγὼ εἶχα σπίτι καὶ μάνα· ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἐγὼ ἤμουν ὁ μόνος ἀνώτερός τους ἐκεῖ. Ἤμαστε ὅλοι περισσότερο περήφανοι, γιατὶ μιὰ τέτοια μέρα τόσο ὑποφέραμε· ἤμουν ἀκόμη πιὸ εὐτυχὴς ἐγώ, γιατὶ περίμενα ἔπειτα ἀπὸ λίγο κάτι νὰ παρουσιάσω στοὺς στρατιῶτες μου, ποὺ ἀπὸ μέρες τώρα ζοῦσαν μόνο μὲ ψωμί, καὶ αὐτὸ σὰν ἀντίδωρο. Σὲ λίγο ἕνας ἕνας τραβήχτηκαν στὸ καλυβάκι, κι ἔμεινα μόνος.
Χριστούγεννα! Πῶς περνούσαμε ἄλλες χρονιὲς μὲ τὸν πατέρα, τὴ μητέρα καὶ τ’ ἀδερφάκια μας! Ἀπὸ νωρὶς ψώνια καὶ ψώνια, Τὰ μικρὰ τί χαρές! Γέμιζε τὸ σπίτι ἀπὸ γέλια κι ἀπαιτήσεις.
Μαμά, τὸ βράδυ νὰ μὲ σηκώσης νὰ πάω στὴν ἐκκλησία.
Καλά, κοιμήσου τώρα, ἂν θέλης νὰ σηκωθῆς.
Πῶς πεταγόμαστε τὴ νύχτα ἀπὸ τὸν ὕπνο, όταν ἀκούγαμε τὸ γλυκό, χαρμόσυνο ἦχο τῆς καμπάνας. Στὸ δρόμο ἐκεῖνο τὸ βράδυ κανένας φόβος· ἕνας ἕνας, νέοι, γέροι, γριές, παιδιά, χωμένοι στὰ παλτά τους, τραβοῦσαν γιὰ τὴν ἐκκλησία· ἀλήθεια, πῶς μᾶς ἄρεσε κι ἐμᾶς τῶν παιδιῶν ἡ ἐκκλησία ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα τί χαρά! Χριστόψωμα, γαλοποῦλες, φροῦτα· παντοῦ ἑορτάσιμα ροῦχα, στὰ σπίτια, στοὺς δρόμους, παντοῦ. Οὔτε σχολεῖο ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες οὔτε τίποτε.
Καὶ τώρα, ἐπάνω στὸν ᾽Ολύτσικα, ἔχομε τὸ κανόνι γιὰ καμπάνα καὶ τὸ ὕπαιθρο γιὰ ἐκκλησία· κάτι εἴμαστε κι ἐμεῖς τώρα. Πολλὲς φορὲς ὁ στρατηγὸς θὰ σκέφτηκε: «καὶ ἀπὸ κεῖ καλὰ εἴμαστε ἀσφαλισμένοι». Καὶ οἱ στρατιῶτες ἐπάνω στὴ Μανωλιάσα, ποὺ τοὺς φυλάγαμε τὰ πλευρά, πάντα πιὸ ήσυχα θὰ κοιμόνταν, ὅταν μᾶς ἔνιωθαν πλάϊ τους. Τί τιμὴ ἀλήθεια!
Καλὰ ἧταν τὰ περασμένα Χριστούγεννα, ἀλλὰ τὰ τωρινὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ δὲ θὰ ξεχάσωμε ποτέ. Οἱ στρατιῶτες μου κοιμοῦνται· τί ὄνειρα νὰ βλέπουν; Ἀσφαλῶς οἱ περισσότεροι θὰ εἶναι στὰ σπίτια τους, μερικοὶ καὶ στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ τους. Βήματα ἀπὸ τὸ μονοπάτι, ποὺ εἶχα προσδιορίσει γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Δεναξᾶ καὶ τοῦ Πράγια, μὲ ἔκαναν νὰ τρέξω πρὸς τὰ ἐκεῖ.
Καλῶς ὥρισες, Δεναξᾶ· τί γίνεται, βρὲ παιδί; ποῦ εἷναι ὁ Πράγιας;
Γειά σου, κὺρ λοχία· χρόνια πολλά· μὲ τὸ καλὸ στὰ σπίτια μας, καὶ τοῦ λόγου σου μὲ μακρὺ σπαθί.
Μὲ μακρὺ σπαθί· ὥστε τὸ καταλάβαιναν οἱ στρατιῶτες μου, ὅτι κάτι μπορoῦσε νὰ βγῆ καὶ γιὰ μένα ἀπὸ τὴ νίκη, σκέφτηκα.
Ὁ Πράγιας, κὺρ λοχία, ἐξακολούθησε ὁ Δεναξᾶς, ψήνει τὸ κρέας κάτω στὴ ρεματιά· σὲ μιὰ ὥρα θὰ εἶναι ἕτοιμο· ἕξη ὀκάδες χοιρινὸ πρώτης γραμμῆς· ἔχομε κι ἁλάτι καὶ πιπέρι· ἕνα παγούρι κονιάκ, τρία κουτιὰ λουκούμια καὶ δυὸ ψωμιὰ χωριάτικα, φίνα· μοῦ εἶπε ὁ ὑποσιτιστής, ότι θά μᾶς στείλουν καὶ χριστόψωμα, ἀλλὰ αὐτά, νὰ σοῦ πῶ, κὺρ λοχία, δὲν τὰ περιμένω· εἶδα νὰ δουλεύουν δυὸ τρεῖς στοὺς φούρνους, ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ δὲν ἔλεγαν καλημέρα σὲ φούρναρη στὴν πατρίδα.
Ἄφησε τὰ σακκίδια, Δεναξᾶ, ἀπέξω ἀπὸ τὸ καλύβι καὶ πήγαινε, παιδί μου, νὰ βοηθήσης τὸν Πράγια.
Ἔφυγε κι ἐγὼ τράβηξα στὸ καλύβι. Τοὺς βρῆκα ὅλους νὰ κοιμοῦνται.
Ἔ, παιδιά, σηκωθῆτε, τοὺς εἶπα ἐπιτακτικά· δὲ σεβάστηκα ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸν ὕπνο τους.
Ξαφνιασμένοι πετάχτηκαν ὅλοι ἐπάνω καὶ ἅπλωσαν τὰ χέρια στὰ τουφέκια.
Τί εἶναι; τί τρέχει, κὺρ λοχία; Εἶχαν συνηθίσει τόσον καιρὸ σὲ τέτοια ξυπνήματα.
Καθίστε κάτω, τοὺς εἶπα· ἀφῆστε τὰ ὅπλα δὲν εἶναι τίποτε· κάτι ἤθελα νὰ σᾶς πῶ.
Κάθισαν ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο, τακτοποιώντας τοὺς μανδύες καὶ τὶς παλάσκες τους, ποὺ τόσον καιρὸ τώρα ἔγιναν ἀναπόσπαστες ἀπὸ τὴν τουαλέττα τοῦ ὕπνου τους.
Ἀκοῦστε, παιδιά, νὰ σᾶς πῶ. Τέτοια μέρα καὶ ὥρα— ἦταν περασμένα μεσάνυχτα — οί καμπάνες στὰ χωριὰ καὶ στὶς πόλεις χτυποῦν καὶ οἱ Χριστιανοὶ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, νὰ γιορτάσουν τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ μας καὶ νὰ τοῦ ζητήσουν τὴν εὐλογία του. Κι ἐμεῖς ἐδῶ ἐπάνω, ποὺ εἴμαστε, δὲν πάψαμε νὰ εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ νὰ ἔχωμε ἀκόμη περισσότερη ἀνάγκη ἀπὸ τὴ βοήθειά του. Γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ σᾶς ξύπνησα, νὰ κάνωμε τὴν προσευχή μας καὶ νὰ ποῦμε κανένα χριστουγεννιάτικο τροπάριο· ἐγὼ ξέρω μερικά, καί, ἂν ξέρη καὶ κανένας ἀπὸ σᾶς, τὸ λέει· δὲν ἔκανα καλά, παιδιά;
Καλὰ ἔκανες, κὺρ λοχία.
Γονάτισα καὶ γονάτισαν καὶ οἱ στρατιῶτες μου· ἔκανα τὸ σταυρό μου, τὸν ἔκαναν κι αὐτοὶ μὲ τὸ κεφάλι κάτω.
«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε...», ἀκούστηκε σιγανή, ραγισμένη ἀπὸ τὴ συγκίνηση, ἡ φωνή μου.
Μερικοὶ στρατιῶτες μου σταυροκοποῦνται διαρκῶς καὶ ἄλλοι σταματοῦν γιὰ λίγο, γιὰ νὰ ξαναρχίσουν πάλι· ὅλοι μουρμουρίζουν καὶ βοηθοῦν. Τὰ δάκρυά μας κατρακυλοῦν στὶς ἄπλυτες γενειάδες μας· ἡ συγκίνηση μᾶς παραλύει τὰ σαγόνια καὶ μᾶς κόβει τὴ φωνὴ στὸ λαρύγγι. Δὲν ξέρω πῶς τελείωσε ἐκεῖνο τὸ τροπάρι· ἕνας στρατιώτης ἀρχίζει τώρα δυνατώτερα:
«Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει...».
Βοηθοῦμε ὅλοι, κρατοῦμε τὸ ἴσο. Ἡ πρώτη συγκίνηση πέρασε καὶ ἡ ψαλμωδία μας τώρα ἀκούγεται πιὸ ἁρμονική. Δυὸ στρατιῶτες μου κρυφομιλοῦν καὶ πιάνοντας τὰ τουφέκια τους ἑτοιμάζονται νὰ βγοῦν. Τοὺς κοίταξα στὰ μάτια.
Νὰ ἔρθουν κι ἐκεῖνοι οἱ καημένοι, ν’ ἀκούσουν λίγη λειτουργία, μοῦ εἶπαν καὶ ὑπονοοῦσαν τοὺς διπλοσκοπούς. Κι ἔφυγαν. Τὰ λόγια αὐτὰ μὲ συγκίνησαν τόσο πολύ, ποὺ νόμισα γιὰ μιὰ στιγμή, ότι θὰ σταματήση ἡ καρδιά μου. Τὸ στῆθος μου στένευε, τὰ μάτια μου ἔτρεχαν, τὁ σῶμα μου ἔτρεμε. Λειτουργία! Πραγματικὴ λειτουργία ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ εἶχε ἐξαγνίσει ὁ πόλεμος καὶ ποὺ τὴν καρδιά τους πλημμύριζαν τὰ πιὸ εὐγενικὰ αἰσθήματα. Ἠταν πραγματικὴ προσευχὴ ἐκείνη
«Ἡ γέννησίς Σου, Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν», ψάλλαμε τώρα. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη οἱ διπλοσκοποί, ποὺ τοὺς ἄλλαξαν οἱ ἄλλοι δυό, ποὺ βγῆκαν πρωτύτερα, πρόβαλαν τὸ κεφάλι τους στὸ καλύβι. Ἔκαναν τὸ σταυρό τους καὶ γονάτισαν κι αὐτοί. Δὲν ξέραμε τίποτε ἄλλο νὰ ποῦμε κι ἡ λειτουργία
τελείωσε. Οἱ στρατιῶτες μου σταυροκοπιόνταν ἀκόμη, ὅταν γύρισα μὲ τὸ σακκίδιο, ποὺ εἶχε ἀφήσει ἔξω ἀπὸ τὸ καλύβι ὁ Δεναξᾶς. Ἄνοιξα ἕνα κουτὶ λουκούμια καὶ τὸ πρότεινα στοὺς στρατιῶτες μου νὰ πάρουν ἀπὸ ἕνα· τὸ πῆραν. Τοὺς ἔδωσα καὶ τὸ παγούρι μὲ τὸ κονιάκ.
Πιέτε λιγάκι, παιδιά, νὰ ζεσταθῆτε καὶ νὰ εὐχηθῆτε γιὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα. Ἥπιαν ὁλοι καὶ τελευταῖος ἐγώ. Ἐτρέμαμε ὁλοι· μερικοὶ δὲν μπορούσαμε οὔτε νὰ εὐχηθοῦμε· σηκώναμε μόνο τὸ παγούρι στὴν ὑγειὰ τῶν ἄλλων, χωρὶς νὰ μιλοῦμε καθόλου. Νὰ καὶ ὁ Δεναξᾶς μὲ τὸν Πράγια μὲ τὸ ψημένο κρέας τεμαχισμένο σ’ ἕνα ἀντίσκηνο· οἱ στρατιῶτες τὰ ἔχασαν.
Ἄ! κὺρ λοχία, ποιός τὸ περίμενε!
Κι ἔνιωθα τὰ χέρια τους νὰ μοῦ χαϊδεύουν τὰ γένεια, τὰ μαλλιά, τὶς πλάτες· ἡ εὐγνωμοσύνη τους γιὰ τὴ μικρή μου φροντίδα γι’ αὐτοὺς μιὰ τέτοια μέρα ξέσπασε στὰ χάδια ἐκεῖνα. Πόσο ἤμουν εὐχαριστημένος γιὰ τὴ δική τους εὐχαρίστηση.
Ἐμπρός, παιδιά· τρῶτε καὶ ὁ Θεὸς νὰ δώση τὸ Πάσχα νὰ τὸ κάνωμε στὰ σπίτια μας νικητές.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ὅλοι ψαχουλεύαμε, χωρὶς νὰ τρώη κανείς. Ἡ συγκίνηση μᾶς εἶχε κόψει τελείως τὴν ὄρεξη. Ὅποτε τὰ θυμήθηκα τὰ Χριστούγεννα ἐκεῖνα, ποτὲ δὲν μπόρεσα νὰ συγκρατήσω τὴν καρδιά μου νὰ μὴν τρέμη καὶ τὰ μάτια μου νὰ μὴν τρέχουν...
Χαράλαμπος Βασιλογιώργης
(ΔΗΜ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ-ΝΙΚ. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ-ΔΗΜ. Γ. ΖΗΣΗ Κ.Α., ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ, ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ, 1939, σελ. 9-15)

Λίγες στιγμές ξεκούρασης για τους Μπιζανομάχους πριν από την επόμενη μάχη.
[Από τη συλλογή φωτογραφιών του Κων/νου Γκαρτζονίκα]

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

«Τα Χριστούγεννα στα παλιά Γιάννινα» - Της Ελένης Παναγωπούλου – Παπαθανασίου


«Τα Χριστούγεννα στα παλιά Γιάννινα»

Δεκέμβρης και τότε στα Γιάννινα των γραφικών των γειτονιών, των μαχαλάδων των απλών και των στενών με καλντερίμι σοκακιών.
Το χιόνι έπεφτε πυκνό, παχύ και αφράτο για μέρες μικρές, για νύχτες μεγάλες.
Μια ησυχία, μια ηρεμία, τίποτα δεν τάραζε τα σοκάκια και τους μαχαλάδες της ήρεμης πόλης. Οι ρόδες απ’ τις χαμάλες, τις σούστες και τα κάρρα, χώνονταν βαθειά μέσα στο χιόνι από το βάρος που είχαν οι πραμάτειες τους για την αγορά. Ούτε ένα γαύγισμα σκύλου, ούτε ένα νιαούρισμα γάτας. Αχός μουντός σηκώνονταν από τη μεριά του Κουρμανιου. Η πόλη ξυπνούσε. Οι πραματευτάδες με βροντερές φωνές διαλαλούσαν τις «πλούσιες» πραμάτειες.
Ο σαλεητντζής με το βαρύ χαλκωματένιο τσουκάλι κρεμασμένο στους ώμους του γυρόφερνε το αχνιστό του ρόφημα ανάμεσα στους ξεπαγιασμένους μεροκαματιάρηδες. Η τιμή του σαλεπιού φτηνή για όλα τα βαλάντια και η ενέργεια του πολύτιμη εκείνες τις ώρες.
Οι μποσταντζήδες του Μάτσικα απ’ τα χαράματα στο Κουρμανιό. Τα ολόφρεσκα ζαρζαβατικά της εποχής, έπαιρναν τις θέσεις τους πάνω στους ξύλινους πάγκους της Λαϊκής. Ανάμεσα τους νοικοκυρές με ψάθινα καλάθια, τρίχινα δίχτυα, ζεμπίλια και πάνινες τσαντοσακκούλες στα χέρια διάλεγαν προσεκτικά τα τριζάτα κουμπρολάχανα που θα έφτιαχναν τα πατροπαράδοτα γιαπράκια, το πρασσοσέλινο, με πράσσα, σέλινο, μακεδονήσι και χοιρινό, παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα φαγητά των ημερών εκείνων. Και αφού τελείωναν οι μποσταντζήδες με τον ανεφοδιασμό της πόλης από λαχανοζαρζαβατικά, ξαπόσταιναν στο στέκι, το μαγειριό του «Ντίβα» τρώγοντας αχνιστό καλομαγειρεμένο πατσά.
Οι σιμιντξήδες γύρω από το Φρούριο, το Κάστρο, απ’ τα μεσάνυχτα έκαιγαν τους φούρνους τους, ζύμωναν και φούρνιζαν καρβέλια και χριστόψωμα που την καθορισμένη ώρα μοστράριζαν αχνίζοντας στην καθαρή βιτρίνα. Μέσα στο στενό των «γύφτικων» αμόνια και γανωτήρια ζέσταιναν ανθρώπους και σιδερικά. Το καλάισμα στα συνιά, νταβάδες και τεντζερέδες γίνονταν με ξεχωριστή τέχνη και πολύ μεράκι. Τα μπακίρια γυάλιζαν, τα χαλκώματα άστραφταν στα σπίτια τα χαμηλά των Γιαννιωτών.
Στο Κριθαροπάζαρο, τα Χάνια ξεφάντωναν. Φωνές ανθρώπων, μουγκανητά ζώων, σ’ ένα αρμονικό ανακάτωμα. Οι χωρικοί των γύρω χωριών, ξημέρωναν στα Χάνια για να βρίσκονται πρωί-πρωί στο παζάρι, να προλάβουν να κάνουν και τα ψώνια τους για τις ημέρες τις καλές που έρχονταν.
Κορκάρι, μαλλιά για ξάνισμα και γνέσιμο, τομάρια, ήταν μερικές βασικές ανάγκες τους από την πόλη έβαζαν όμως στο ταγάρι τους και κανένα κομμάτι γιαννιώτικο μπακλαβά, λουκούμια και ζαχαρωτά για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Για τους χωρικούς εκείνος ο τόπος ήταν όλη η πόλη.
Τέλειωναν τις προμήθειες, συμμάζευαν τα ζωντανά τους και πάλι πίσω στο κονάκι τους, αφού έριχναν καναδυό ρακιά να ζεσταθούν στα καπηλειά του Κριθαροπάζαρου και του Γυαλί Καφενέ.
Τις μέρες εκείνες οι χιονισμένοι δρόμοι της μικρής μας πόλης, γέμιζαν από λογής-λογής ανθρώπους.
Ο μαθητόκοσμος, αρμάθες από νιάτα, παίζοντας χιονοπόλεμο έφτανε στα σχολεία τους με γέλια και με κλάματα από αδέσποτες χιονομπαλιές, έκαναν τις χριστουγεννιάτικες γιορτές, με ποιήματα, τραγούδια, διάλογοι και σκετς και ύστερα χαρούμενα σαν μια καλή «Αρμάδα» επέστρεφαν στα σπίτια τους όπου βοηθούσαν στις γιορτινές προετοιμασίες.
Οι μαγαζάτορες, ανεβασμένοι σε ράφια και βιτρίνες στόλιζαν το χώρο του καθημερινού «πάρε-δώσε» με τους γνωστούς και φιλικούς πελάτες, δίνοντας όψη γιορταστική.
Οι νοικοκυρές, στα σπιτικά τους, σερμπέτωναν ξεκάπνιζαν, σφουγγάριζαν πατώματα σανιδένια με βούρτσες και «τρινάλ» και τα έκαναν να λάμπουν όλα σαν την ασπράδα του χιονιού περιμένοντας με λαχτάρα την θεία γέννηση και τους ξενιτεμένους τους που τέτοιες μέρες φρόντιζαν να βρίσκονται ανταμωμένοι.
Ξημέρωνε η παραμονή. Απ’ τα χαράματα αδύνατες μικροκαμωμένες φιγούρες, χωμένες στα χοντρά «σαμαροσκούτινα» παλτά, γαλότσες λαστιχένιες, μάλλινα γάντια και κασκόλ κουκουλωμένες μέχρι τ’ αφτιά, αγουροξυπνημένες διαγράφονταν σαν νεραϊδογεννήματα στις χαμηλές εξώπορτες των σοκακιών. Με καθαρές φωνές έψελναν τα κάλαντα. «Δόξα θεώ, Θεόν ανυμνούσιν αγγέλων τα πλήθη… και του χρόνου κυρά». Οι κυράδες των φαμιλιών με τα πλατειά χαμόγελα, άνοιγαν διάπλατα τις πόρτες κι έμπαζαν στα χαγιάτια τους, τους μικρούς καλανταδόρους.
Τους φίλευαν χρήματα, κουραμπιέδες, κάστανα, μηλοκύδωνα, πολύχρωμα ζαχαρωτά κι εκείνοι έφευγαν ευχαριστημένοι για την παρακάτω πόρτα της γειτονιάς. Η χαρά τους δεν περιγράφονταν. Χιόνι, κρύο, παγωνιά δεν τα περόνιαζε, κι όταν η μέρα έφεγγε για τα καλά γίνονταν και η μοιρασιά. Η είσπραξη του καθενός ήταν αρκετή για να αγοράσουν με τα δικά τους χρήματα ότι ήθελε ξεχωριστό η καρδούλα τους εκτιμώντας με το παραπάνω τον κόπο για την απόκτηση του. Πόση ικανοποίηση στα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα τους.
Κι άστραφταν ακόμα πιο πολύ όταν φορούσαν τα καινούρια ρούχα και παπούτσια και πήγαιναν στην εκκλησία για να μεταλάβουν. Ψυχή, σώμα, καρδιά, άδολα, αγνά.
Η εξομολόγηση, η μεταλαβιά, η γονική ευχή και οι κανελλοτηγανίτες, τα προετοίμαζαν για τις χριστουγεννιάτικες γιορτές που τις περίμεναν μικροί-μεγάλοι με ανυπομονησία και χαρά μεγάλη. Το απόγευμα στόλιζαν το δέντρο. , Ένα πράσινο κλωνάρι, με χρυσωμένα καρύδια, τσίγαλα, λεφτόκαρα, κάστανα μαρόνια, εικόνες με αγγελούδια, μαρμαρόκολλες πολύχρωμες για αστέρια λαμπερά και μπόλικο βαμβάκι στόλιζε την γωνιά κάθε σπιτιού.
Κι ανήμερα τα Χριστούγεννα, γύρω από το γιορτινό τραπέζι οι μεγάλες φαμιλιές έτρωγαν, έπιναν, διασκέδαζαν όμορφα και μετρημένα μέσα στη γλυκιά θαλπωρή που σκόρπιζαν τζάκια και μαγκάλια χωρίς να αφήνουν κανέναν τους να ξεμυτίσει από τη ζεστή σπιτική αγκαλιά.
Έξω το χιόνι έπεφτε πυκνό, αθόρυβο, νανουριστικό και μέσα στα μαντζάτα πάνω στα μπάσια, παππούδες και γιαγιάδες με την περίσσεια τους αγάπη στόλιζαν τις παιδικές καρδούλες των εγγονιών τους με όμορφα παραμύθια, θρύλους και παροιμίες, μύθους και ιστορίες, κι έφτανε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά, Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία…
Τα σπίτια μοσχοβολούσαν από τις γιαννιώτικες κρεασόπιτες. Μές στα κοψίδια, στο ρύζι, στα κρεμμύδια, κρυμμένο και το φλουρί. Το «πάρτα όλα» της σβούρας που γύριζε πάνω στο τραπέζι και τα χρωματιστά «μπιρμπλιά» που γέμιζαν το σακουλάκι του νικητή τους έκανε να ξεχνούν την ώρα που θα ’κοβαν την πίτα για να βρουν το τυχερό φλουρί. Στα περισσότερα γιαννιώτικα σπίτια η σβούρα ήταν πολύ συνηθισμένη σαν έθιμο για τυχερό πρωτοχρονιάτικο παιχνίδι, καθώς επίσης και το σπάσιμο του ροϊδιού. Με το μπάσιμο του καινούριου χρόνου τα φώτα έσβηναν και κάτω απ’ το χαμηλό φως του καντηλιού έσπαζαν το ρόιδο που το φύλαγαν κρεμασμένο στο νταβάνι μέσα στον μσουνταρά μαζί με μηλοκύδωνα, αραποσίτια και φύλλα από καρυδιά για να μοσχοβολάει ο χώρος όλος. Τα σπόρια του ροϊδιού τα σκόρπιζε ο γεροντότερος στις 4 γωνιές της κάθε κάμαρας του σπιτιού μαζί με τον μικρότερο, τον Βενιαμίν της οικογένειας κάνοντας συνάμα και το ποδαρικό.
Η γνώση με την ξεγνοιασιά της ηλικίας εύχονταν υγεία, ευτυχία και αγάπη στο σπιτικό τους για όλη την καινούρια χρονιά.
Κι έρχονταν τα Φώτα κι όπως έλεγαν οι γιαγιάδες, τα καλικαντζαράκια τρύπωναν στις τρύπες τους τώρα που τα νερά θα αγιάζονταν. Το 12ημερο σεργιάνι τους απ’ την παραμονή των Χριστουγέννων, τέλειωνε με το αγίασμα των νερών. Μάλιστα έλεγαν ακόμα πως τέτοιες μέρες δεν έπρεπε να πετάξουν νερά το βράδυ έξω στα κατώφλια των σπιτιών που ήταν από λουσίματα, πλυσίματα στα λιγένια τα τσίγκινα καθώς σαπουνίζονταν οι νοματαίοι με «σπάρτσες» και μοσχοσάπουνα γιατί οι καλικαντζαραίοι θα τους έπαιρναν τη λαλιά τους. Γι’ αυτό και τα παιδιά φοβόνταν να βγουν το πρωί της παραμονής να πουν τα κάλαντα.
Το «σήμερα τα Φώτα και ο Φωτισμός» ακούγονταν αραιά και που στους μαχαλάδες και τα σοκάκια των Γιαννίνων. Περίμεναν να περάσει ο παππάς με το αγίασμα, να πιουν πρώτα αγιασμένο νερό και ύστερα να «ξεπορτίσουν»
Οι εκκλησίες γεμάτες κόσμο. Γυάλινα και χαλκωματένια λαΐνια γέμιζαν με ευλάβεια από αγιασμένο νερό, έπινε όλη η οικογένεια και το υπόλοιπο το φύλαγαν στο εικονοστάσι.
Το αγίασμα οι Γιαννιώτες το είχαν για μεταλαβιά σε βαρειά αρρώστους, ετοιμοθάνατους, όταν δεν προλάβαιναν να φωνάξουν τον παππά της ενορίας να τους μεταλάβει. Το έβαζαν και στο προζύμι για να φουσκώσει το ψωμί, ακόμα δε και στο ξεμάτιασμα. Η πίστη εκείνων των απλών ανθρώπων έκανε θαύματα. Και ήταν πραγματικό θαύμα το γεγονός όταν ανήμερα των Φώτων οι πιστοί κολυμβητές, βουτούσαν στην παγωμένη λίμνη κι έπιαναν τον Σταυρό χωρίς να αρρωσταίνουν ύστερα. Πασαλειμμένοι με μπόλικο λίπος σ’ όλο το κορμί, γλιστρούσαν σαν τα χέλια στα κρύσταλλα των νερών. Τα καΐκια και οι βενζίνες γεμάτες κόσμο, περίμεναν κυκλικά στο Μώλο που πανηγύριζε.
Μουσικές, ψαλμωδίες και ο Σταυρός ρίχνονταν ευλαβικά από το χέρι του Δεσπότη στην κρυσταλλωμένη Παμβώτιδα. Τα παλικάρια του Κάστρου, του Μάτσικα, του Κουρμανιού, της Σιαράβας έκαναν το σταυρό τους και με βαθύ μακροβούτι άρπαζαν το Σταυρό. Εκείνος που τον έπιανε, πήγαινε στον Δεσπότη, τον ευλογούσε και γίνονταν ο ευλογημένος της χρονιάς. Το πλήθος χειροκροτούσε, οι βενζίνες σφύριζαν, τα περιστέρια πετούσαν και η μέρα τελείωνε με την περιφορά του Σταυρού απ’ τον μισόγυμνο ευλογημένο κολυμβητή σ’ όλη την πόλη τη μικρή μέχρι το δειλινό.
Κείνα τα βράδια τα γιορτινά του Δεκέμβρη, τα κρύα, τα χιονισμένα, οι άνθρωποι, οι ζεστοί, οι φιλικοί μαζεύονταν μέσ’ τα μαντζάτα των κεραμιδοσκέπαστων σπιτιών, έψηναν κάστανα στην χόβολη των μαγκαλιών, κουβέντιαζαν μεταξύ τους κι ύστερα πήγαιναν νωρίς να κοιμηθούν για τον αυριανό επιούσιο. Τον αυριανό που ήταν ο ίδιος με τον χθεσινό και η ζωή συνεχίζονταν ήσυχα, ήρεμα κι απλά με ελπίδες κι όνειρα πολλά στη γραφική μας πόλη τότε που οι καιροί και οι άνθρωποι ήταν αρμονικό τραγούδι και η λίμνη με τα Γιάννενα ευωδιαστό τραγούδι…
 

Της Ελένης Παναγωπούλου – Παπαθανασίου
Αναδημοσίευση από το βιβλίο «σεργιάνι στα περασμένα..»



Τα παλιά Γιάννινα με τη λίμνη. 
Εμπρός δεξιά η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας και πίσω τα μποστάνια. 
Στο βάθος ο χιονισμένος Λάκμος/Περιστέρι και τα Τζουμέρκα.

Ιστορικό Μουσικό Αφιέρωμα της ΕΡΤ2 για την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων

Ιστορικό Μουσικό Αφιέρωμα για την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων
 ΒΙΝΤΕΟ ΤΗΣ ΕΡΤ-2 ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΗΘΗΚΕ ΤΟ 1983. 
ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΡΓΟΓΕΤΑ.



Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Η ΕΠΙΘΕΣΙΣ ΤΗΣ 20ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913



«Η Ελλάς εις τους Βαλκανικούς Πολέμους τού 1912-13»



9) Η ΕΠΙΘΕΣΙΣ ΤΗΣ 20ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913
 
Η προετοιμασία για την τελική επίθεση. 
Ακραίες καιρικές συνθήκες.
Περιγραφή τής μάχης. 
Η ήττα τών Τούρκων. 
Αποτίμηση τής νίκης.

«Η ημέρα τής τελευταίας θυσίας προσήγγιζε. Τα τοπομαχικά, τα πεδινά, τα ορειβατικά πυροβόλα, αναμένουν την διαταγήν δια να σημάνουν ως άλλοι κεραυνοφόροι κώδωνες την ώραν τής φρικιαστικής λειτουργίας. Επί των αποκρήμνων κορυφών τής Μανωλιάσσης, επί των χιονισμένων εκτάσεων τής Αετορράχης, αναμένουν την κωδοωνοκρουσίαν αυτήν οι πιστοί δια να κατέλθουν ακατάσχετοι και να λάβουν μέρος εις την ιεράν μυσταγωγίαν, εις την ανάστασιν τής Νίκης και την αναγέννησιν τής Νέας Ελλάδος.
Όλα ήσαν έτοιμα. Από των προφυλακών όπου οι πρωτοπόροι της ιεράς συνοδείας, μέχρι τών κλιτύων τών εφεδρειών, μία συγκίνησις, εις παλμός, μία και μόνη πτερυγίζει ελπίς. Οι Λάκωνες ως άλλοι τριακόσιοι τού Λεωνίδα κτενίζονται δια τον τελευταίον, τον υπέρτατον αγώνα. Οι Κρήτες καθαρίζουν τα όπλα των. Οι εύζωνοι ετοιμάζουν τα όπλα των.
Η τελευταία θυσία δια την απελευθέρωσιν τής πολυπαθούς Ηπείρου ήγγιζε. Προεβλέπετο μεγάλη εις εκατόμβας. Αλλά θα έκλαιε κανείς τούς ευτυχείς νεκρούς που πρώτοι θα έπιπτον εις την ορμήν της ανθρωποθυέλλης; Ποίος δεν θα εμακάριζε τούς ήρωας που πρώτοι θα εθεμελίωναν με τα σώματά των το βάθρον, επί του οποίου θα εστήνετο αργότερον ο Έλλην Ηρακλής; Ποίος δεν θα προσέφερεν εαυτόν θυσίαν δια την πραγματοποίησιν τού ονείρου τού Βαλαωρίτου και δια να παύσουν πλέον «της κόρης το παράπονο, τα δάκρυα τής σκλάβας»;
Η δόξα ετάνυε τάς πτέρυγας. Ολίγον ακόμη και θα έστηνε τον θρόνον της εις τον Πύργον τού Αλή, εκδιώκουσα με την λάμψιν της το σκότος που έπνιγεν έως τότε τα ιδανικά τής αιματοβαφούς Ηπείρου.
Όπως ληφθώσιν αι ορισθείσαι διατάξεις, αι μετακινήσεις τών τμημάτων ήρχισαν από της 13 Φεβρουαρίου και έληξαν την εσπέραν της 18. Δια να μη αντιληφθώσι τίποτε οι Τούρκοι, αι πορείαι εξετελούντο την νύκτα εν μέσω χιόνων και πάγων, υπό φοβερόν ψύχος και άνευ στάσεων. Αφού τα πάντα εκανονίσθησαν μέχρι και της μικροτέρας λεπτομερείας, διετάχθη δια την 19 προπαρασκευή τού Πυρ/κού και δια την 20 η γενική επίθεσις. Η σχετική διαταγή κατέληγεν εις την εξής παράγραφον:
«Κοινοποιήσατε εις πάντας, εις τους αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτας ότι από όλους μαζύ και έκαστον ιδιαιτέρως, περιμένω να καταβάλωσιν άπασαν την δύναμίν των δια να δώσωσιν εις την Ελλάδα την προ πολλού αναμενομένην νίκην. Το γενικόν σύνθημα έστω η εξόντωσις τού εχθρού».
Από της 6,40 πρωινής τής 19 ήρχισε σφοδρός ο βομβαρδισμός τών Τουρκικών θέσεων υπό του Πυρ/κού στρατιάς και των Πυρ/κών τών τμημάτων αυτής. Ο εχθρός απήντησεν επίσης σφοδρώς, και η μονομαχία τού Πυρ/κού εξηκολούθησε ζωηρά καθ’ όλην τήν ημέραν. Το πεζικόν τού 1ουτμήματος στρατιάς έβαλεν επίσης, το εχθρικόν πεζικόν απήντησε ζωηρώς και ούτω η εντύπωσις ότι η επίθεσις θα εξεδηλούτο εκ του δεξιού τής Ελληνικής παρατάξεως ηδρεούτο…

Η κυρία επίθεσις. Δια την εκτέλεσιν τής κυρίας επιθέσεως το 2οντμήμα στρατιάς διηρέθη εις τρεις φάλαγγας.
1ηΦάλαγξ. Διοικητής ο Συν/χης Δ. Αντωνιάδης. Δύναμις αι μονάδες τής IVΜεραρχίας, πλην δύο ταγμάτων τού 9ουΣυν/τος τεθέντων υπό τας διαταγάς τής IIΜεραρχίας.
2αΦάλαγξ. Διοικητής ο Συν/χης Ι. Γιαννακίτσας. Δύναμις αι μονάδες τού 1ουτμήματος στρατιάς και της IIΜεραρχίας, αι διατεθείσαι προς ενίσχυσιν τού 2ουτμήματος στρατιάς.
3ηΦάλαγξ. Εκ των τμημάτων τού αν/χου Χ. Μαλάμου.
Την εσπέραν τής 19 αι φάλαγγες αύται συνεκεντρώθησαν ως εξής: 1ηκαι 2αεπί των υψωμάτων εις Ν.Α. είσοδον στενωπού Μανωλιάσσης, 3ηπερί το Πλέσσα. Δια την πρωίαν τής 20 η 1ηφάλαγξ θα επετίθετο με κατεύθυνσιν προς Μανωλιάσσαν, δια να διευκολύνη την εις τον αγώνα είσοδον τής αριστερά αυτής ευρισκομένης δευτέρας φάλαγγος, η οποία πάλιν θα επετίθετο με κατεύθυνσιν προς άγ. Νικόλαον. Η τρίτη έτι αριστερώτερα θα επετίθετο προς Τσούκαν – άγ. Νικόλαον.
Η 20 Φεβρουαρίου εξημέρωσε με ήλιον, αλλά το έδαφος ήτο κεκαλυμμένον υπό χιόνων. Την 7ηνπρωινήν τα πυροβόλα μας άρχονται τού έργου των. Τα εχθρικά απαντούν ζωηρώς.
Την 8 άρχεται η επίθεσις τής πρώτης φάλαγγος. Εν τάγμα τού 8ουΣυντάγματος υπό τον υπασπιστήν αυτού λοχαγόν Χ. Τσολακόπουλον Ρέμπελον και εν του 11ουυπό τον λοχαγόν Χ. Λούφαν, επιτίθενται μετά μεγάλης ορμής και ενεργητικότητος. Οι αντίπαλοι δεν απέχουσιν περισσότερον τών 250-300 μέτρων, αλλ’ η χωρίζουσα αυτούς ζώνη είναι ζώνη θανάτου. Οι Τούρκοι υποδέχονται τούς επιτιθεμένους ήρωας δια φονικωτάτου πυρός Πεζικού και πολυβόλων. Λόγω τής μικράς αποστάσεως και του πλαγίου πυρός τών τελευταίων τούτων, τα επιτεθέντα τάγματα υφίστανται ευθύς εξ αρχής σοβαρωτάτας απωλείας, των υπαρχόντων ελαχίστων αξιωματικών αραιουμένων κατά πολύ. Εισελθόντων εις τον αγώνα και ετέρων ταγμάτων τών άνω Συν/των, η επίθεσις συνεχίζεται μετά τοιαύτης ορμής, ώστε οι Τούρκοι εγκαταλείπουσι την πρώτην γραμμήν των καί τινα πολυβόλα.
Το Πυροβολικόν τής φάλαγγος (πυρ/χία υπολ/γού Ι. Βούλτσου και ουλαμός ανθ/γού Γ. Κατσαρού, ήτοι 6 ορειβατικά πυροβόλα) ενίσχυσε σημαντικώτατα τον αγώνα τού Πεζικού, υποστάν και αυτό αρκετάς απωλείας. (Η πυρ/χία Βούλτσου απώλεσε και εν πυροβόλον αχρηστευθέν υπό εχθρικού βλήματος). Μετά την κατάληψιν τής πρώτης εχθρικής γραμμής το Πυρ/κόν προήλασε καταλαβόν νέας θέσεις προς προστασίαν τού Πεζικού.
Η επίθεσις τής πρώτης φάλαγγος συνεχίζεται δραστηρία και άνευ διακοπής, των Τούρκων εκτοπιζομένων από των διαδοχικών θέσεών των τας οποίας υποστηρίζουσι μετά καταφανεστάτης ελλείψεως επιμονής. Περί την 3 μ.μ. τέλος τρέπονται προς την πεδιάδα τών Ιωαννίνων, καταδιωκόμενοι κατά πόδας υπό της πρώτης φάλαγγος. Εν τη αισχρά φυγή των ρίπτουσι τα όπλα, εγκαταλείπουσι τα πολυβόλα και πυροβόλα.
Της δευτέρας φάλαγγος προηγείτο ως εμπροσθοφυλακή το 1ονΣύν/μα ευζώνων και το 1οτάγμα τού 17ουΣυν/τος υπό τον αν/χην Δ. Παπαδόπουλον. Ο μυθικός ούτος ήρως τεθείς επί κεφαλής ενός λόχου τού 17ουενεργεί επιθετικήν αναγνώρισιν, προχωρεί προς τα Νότια αντερείσματα τής Μανωλιάσσης και διατάσσει αφ’ ενός μεν να τον ακολουθήση ολόκληρον το τάγμα τού 17ουυπό τον ταγ/χην Ε. Παγουρτζήν, τα δε οπίσω ευρισκόμενα 8ονκαι 9οντάγματα ευζώνων να προχωρήσωσιν εις την θέσιν από την οποίαν εξώρμησεν ούτος. Τούτου γενομένου κατελήφθη μετά μικράν αντίστασιν η έξοδος τής στενωπού προς το πεδίον Δωδώνης. Τα δραστικά και εύστοχα πυρά τής Μοίρας Πυρ/κού τού ταγ/χου Γεωργακοπούλου και της πολυβολαρχίας τού λοχαγού Στυμωναρά αφ’ ενός, αφ’ ετέρου δε επιτυχής κυκλωτική κίνησις λόχου ευζώνων υπό τον λοχαγόν Β. Καραχρήστον, διευκολύνουσι πολύ την προχώρησιν τής εμπροσθοφυλακής τής δευτέρας φάλαγγος, η οποία έφθασε ταχέως μέχρι τής βορείας παρυφής τού δάσους τής Δωδώνης (παρά τους Ν.Δ. πρόποδας τού οχυρού αγ. Νικολάου), ένθα προ ολίγου είχε φθάση το 1οτάγμα τού 11ουΠεζικού Συν/τος (πρώτης φάλαγγος). Μη συναντήσαν σοβαράν αντίστασιν (σύγκρισις απωλειών του Συν/τος ευζώνων και 8ουΠεζικού) εξακολουθεί δραστηρίως την προχώρησίν του το απόσπασμα Παπαδοπούλου, και απωθούν τα εναπομείναντα μικρά εχθρικά τμήματα καταλαμβάνει την 3,30 μ.μ. την Ραψίσταν εντός τής οποίας το υπό τον ταγ/χην Γ. Ιατρίδην 8οντάγμα ευζώνων σφοδρώς επιτεθέν διέλυσεν ισχυράν εχθρικήν φάλαγγα.
Την στιγμήν εκείνην αφίκετο εις Ραψίσταν και τον ταγ/χην Ι. Βελισσαρίου το 9οντάγμα ευζώνων, το οποίον προ ολίγου είχεν εκτοπίση τούς Τούρκους από το οχυρόν Δουρούτι. Αμφότερα τότε ήρχισαν καταδιώκοντα τούς Τούρκους προς την πεδιάδα, ανατρέψαντα δε αυτούς και από του προς της πόλεως οχυρού άγ. Ιωάννης, τους απώθησαν μέχρις αυτής τής παρυφής τών Ιωαννίνων, ένθα έστησαν και έκοψαν άπαντα τα σύρματα τής τηλεφωνικής εγκαταστάσεως Ιωαννίνων-Μπιζανίου. Ευρεθέν τότε το 1ονΣύνταγμα ευζώνων εις απόστασιν 5 λεπτών από των Ιωαννίνων μόνον, μεταξύ εχθρικών τμημάτων και μακράν παντός άλλου Ελληνικού τμήματος, ηναγκάσθη ν’ απευθύνη δια πολλών αγγελιαφόρων, προς πάσαν κατεύθυνσιν την εξής ιστορικήν εγκύκλιον:

Ώρα 2 μεταμεσονύκτιος
Προς
Οιονδήποτε Ελληνικόν στράτευμα

Το 1ον Σύν/μα ευζώνων ευρίσκεται επί της Νοτίας εισόδου τών Ιωαννίνων και 5 λεπτά έξωθι αυτών, ανάγκη επισπεύσητε έλευσίν σας.
Δ. Παπαδόπουλος αν/χης

Κατά την ιστορικήν ταύτην καταδίωξίν του το 1ονΣύνταγμα Ευζώνων εφόνευσεν πλείονας τών 600 Τούρκων, συνέλαβεν αιχμαλώτους 31 αξιωματικούς και 916 οπλίτας, εκυρίευσεν άπειρα λάφυρα (πυροβόλα, πολυβόλα, κτήνη, υλικόν πολέμου). Αι απώλειαί του ανήλθον εις 9 οπλίτας φονευμένους και 63 τραυματίας εν οις και ο υπολ. Γ. Μπασακάρης.
Την 11ηννυκτερινήν επαρουσιάσθησαν εις αυτό οι αντιπρόσωποι τού Τούρκου διοικητού, κομίζοντες έγγραφον τών προξένων τών Δυνάμεων περί παραδόσεως τής πόλεως. Τούτους συνώδευσε μέχρι τού Στρατηγείου ο ταγ/χης Βελισσαρίου.
Την πρωίαν τής 21 το 1ονΣύν/μα Ευζώνων έλαβε την εξής διαταγήν:

Αν/χην Δ. Παπαδόπουλον διοικητήν 1ουΣυν/τος Ευζώνων

Συγχαίρω υμάς δια την αποφασιστικήν τής χθες προέλασιν τής υφ’ υμάς εμπροσθοφυλακής, εις ην κατά μέγα μέρος οφείλεται η παράδοσις τών Ιωαννίνων.

Ιωάννινα 21 Φεβρουαρίου 1913
Ο Διοικητής της 2ας Φάλαγγος

Ι. Γιαννακίτσας Συν/χης

Η απασχόλησις τού εχθρού. Εις τους τομείς της IIΜεραρχίας και του 1ουτμήματος στρατιάς η μονομαχία Πυρ/κού ήρξατο λίαν πρωί, του εις το άκρον δεξιόν τοπομαχικού ουλαμού Διγενή σιγήσαντος παντελώς εν πυροβολείον. Επηκολούθησεν ζωηρότατον πυρ Πεζικού εις το οποίον οι Τούρκοι απήντων μετά μεγάλης σφοδρότητος. Το αριστερόν τής IIΜεραρχίας προήλασε προς την νπεδιάδα, ενώ τμήματα τού δεξιού τής VIπροήλασαν προς Κοτσελιό φθάσαντα εις εγγυτάτην απ’ αυτού απόστασιν. Το 1οντμήμα στρατιάς από της μεσημβρίας έβλεπε τάς έναντι τού 2ουτμήματος εχθρικάς δυνάμεις να υποχωρώσι προς Ιωάννινα, αλλ’ αι απέναντί του τοιαύται εκράτουν τας θέσεις των μετ’ επιμονής.
Η ταξιαρχία Μετσόβου εξεκίνησεν εκείθεν την 16 Φεβρουαρίου υπό φοβεράν χιονοθύελλαν. Οι άνδρες βαδίζοντες με τους πόδας παγωμένους και τους μύστακας κρυσταλλωμένους, απώθησαν τας προκεχωρημένας εχθρικάς δυνάμεις από Ντρεστένικον, Πέτραν και Δεμάτι. Το απόγευμα τής 19 η ταξιαρχία έφθασεν εις τας υπωρείας τού Δρίσκου. Επιτεθείσα δε σφοδρώς την πρωίαν τής 20 εξετόπισε τούς επί της κορυφογραμμής Τούρκους, τραπέντας προς Καστρίτσαν και παρασύραντας τάς εκείθεν ερχομένας προς αυτούς ενισχύσεις. Συνεχίζουσα την επίθεσίν της καταλαμβάνει την 4 μ.μ. το Κοντοβράκι, καθισταμένη ούτω κυρία όλης τής κορυφογραμμής εκείνης.
Απόσπασμα τής VIΜεραρχίας (εις λόχος μεθ’ ενός πολυβόλου) ευρισκόμενον παρά την γέφυραν Παπαστάθη και αντιληφθέν την προς Δρίσκον προέλασιν, επετέθη κατά τού εκεί εχθρικού φυλακείου και αφού το ανέτρεψεν έσπευσε προς Κοντοβράκι, ένθα συνεδέθη μετά τής ταξιαρχίας Μετσόβου. 
 
Η παράδοσις τών Τούρκων. Η εσπέρα τής 20 Φεβρουαρίου εύρε τούς αντιπάλους στρατούς εις την εξής κατάστασιν: Ο Ελληνικός προελάσας σημαντικώς εις τα άκρα δεν είχε παρά να συνεχίση την δράσιν του την επομένην δια να κλείση τελείως την τανάλια εντός τής οποίας ισχυρώς πλέον έσφιγγε τους Τούρκους. Τούτο και ήτο έτοιμος να κάμη συμφώνως διαταγή τού Αρχηγού του, κοινοποιηθείση την 10 εσπερινήν ώραν.
Ο Τουρκικός αντιθέτως εκτοπισθείς από ολόκληρον σειράν οχυρωτάτων θέσεων εις το δεξιόν του και καταδιωχθείς μέχρις αυτής τής παρυφής τών Ιωαννίνων, πιεζόμενος ισχυρώς εις το κέντρον και το αριστερόν του, απειλούμενος σοβαρώς εις το άκρον αριστερόν του, δεν ανέμενε δια την πρωίαν παρά την παντελή εξολόθρευσιν. Δεν είχε επομένως παρά να παραδοθή, πράγμα το οποίον και απεφάσισεν….
Όντως περί το μεσονύκτιον απεσταλμένοι τού Μητροπολίτου Ιωαννίνων και του αρχηγού τού τουρκικού στρατού Εσσάτ πασσά παρουσιασθέντες προ του πρώτου Συντάγματος Ευζώνων εζήτησαν να οδηγηθώσι προ του Έλληνος αρχιστρατήγου. Παρουσιασθέντες προ αυτού, εδήλωσαν ότι ο τουρκικός στρατός παραδίδεται αιχμάλωτος πολέμου άνευ όρων. Οι λοχαγοί τού Γενικού Στρατηγείου Ξ. Στρατηγός και Ιω. Μεταξάς ορισθέντες ως αντιπρόσωποι τού αρχιστρατήγου, μετέβησαν πάραυτα εις Ιωάννινα προς υπογραφήν τού πρωτοκόλλου παραδόσεως. Δια τούτου υπογραφέντος την 4 π.μ. ώραν, τα στρατεύματα (30.000 περίπου), τα φρούρια και άπαν το υλικόν πολέμου, παρεδίδοντο εις τους Έλληνας.

Η είδησις αύτη εκοινοποιήθη δια διαταγής τού Στρατηγείου περιελθούσης εις τα Σώματα λίαν πρωί και καθ’ ην ώραν ητοιμάζοντο δια την επίθεσιν. Η αγγελία μεγαλειώδης όσον και οι προηγηθέντες αγώνες, μετεδόθη ως δι’ ηλεκτρισμού από στόματος εις στόμα και προυκάλεσε την έκρηξιν ενθουσιωδών ζητωκραυγών.
Η Νίκη με ανοικτά πτερά, ισταμένη επί πυραμίδος σεπτών σωμάτων ηρώων πεσόντων κατά τας μάχας και μαρτύρων σφαγιασθέντων από τους λύκους τής καταρρεούσης βαρβάρου Αυτοκρατορίας, σαλπίζει το τραγικόν, θείον και μεγαλοπρεπές εμβατήριόν της. Υμνοί τους νεκρούς, υμνοί τους αδαμάστους ζώντας, οι οποίοι με το μέτωπον στεφανωμένον εισέρχονται νικηταί εις τα Ιωάννινα!
Οι ήρωες οι επιζήσαντες ενός μακρού, επιμόχθου και αιματηροτάτου αγώνος, χαιρετίζουσι την ευνοϊκήν λήξιν αυτού μετ’ εξάλλου ενθουσιασμού, και αι νικητήριοι ιαχαί δονούσι τον αέρα από της Μανωλιάσσης μέχρι τού Δρίσκου. Αι νεκροβριθείς χαράδραι τού εκτεταμένου εκείνου μετώπου επαναλαμβάνουσι τας ιαχάς και τα οστά τών ηρώων οι οποίοι έπεσαν χάριν της νίκης αυτής, τρίζουσιν.
Το Έθνος σκληρώς δοκιμασθέν εις τον αγώνα αυτόν, ησθάνθη ιδιαιτέραν υπερηφάνειαν. Αφ’ ότου η μικρά αύτη χώρα τού μεγάλου παρελθόντος, εισήλθε με σφρίγος και ορμήν απίστευτον εις την οδόν τής συγχρόνου, της ζωντανής ιστορίας, τίποτε από τα ένδοξα έργα της δεν ισοστάθμιζε το τελευταίον κατόρθωμα. Η εσωτερική αξία τών εθνών μετράται μόνον από την ικανότητα προς τας θυσίας. Η εκπόρθησις τών Ιωαννίνων ούσα άνθος αμάραντον ηρωικής εγκαρτερήσεως, ακάμπτου θελήσεως, πολυμήνων βασάνων, αφθόνου αίματος, αγώνων σκληρών προς ανθρώπους και φύσιν εχθράν, προς χιόνας και πάγους, απετέλει δια την Ελλάδα τρόπαιον τού οποίου την αίγλην ουδεμία απολύτως τών προηγηθεισών νικών είχεν. Απέδειξεν εν όλη των τη μεγαλοπρεπεία τας ηθικάς αρετάς τής Φυλής, τας οποίας ο κόσμος ηγνόει και δια τας οποίας η Ελλάς ουδέποτε εκαυχήθη, ζητούσα μετριφρόνως άσυλον οπίσω τού Παρθενώνος, οσάκις συκοφαντία ή παραγνώρισις εδοκίμαζεν επάνω της τα βέλη της…. Ιδού διατί το σάλπισμα τής Νίκης ισταμένης επί τόσον υψηλού, τόσον ιερού και τόσον ισχυρού βάθρου, έφθανε καθαρόν και άτρομον όπου εχθρός και όπου φίλος….

 Η Λαϊκή ψυχή ανεκουφίσθη και εώρτασε με ακράτητον ενθουσιασμόν το μέγα γεγονός. Το Μπιζάνι έπεσεν…. Ιδού η φράσις η οποία διέτρεχε την Ελλάδα απ’ άκρου εις άκρον την 21 Φεβρουαρίου 1913. Εάν εζώμεν εις την εποχήν τών θρύλλων, η λαϊκή φαντασία θα παρίστανε το Μπιζάνι ως ένα μυθολογικόν τέρας, όμοιον προς εκείνα με τα οποία η αρχαία φαντασία εγέμισε με φρίκην τον αρχαίον συμβολικόν κόσμον. Το Μπιζάνι θα ελάμβανε θέσιν παραπλεύρως τών Συμπληγάδων Πετρών, της Λερναίας Ύδρας, του Ερυμανθίου Κάπρου, των Σειρήνων, του Μινωταύρου…. Μήπως δεν υπήρξαν απλοϊκοί άνθρωποι ερωτώντες και τότε ακόμη τι είναι το Μπιζάνι. Δράκοντας είναι; Στοιχειό είναι; Και ήτο και τα δύο, Δράκοντας που ήθελε να φάγη ανθρώπους και έφαγεν αφθονίαν. Ο θάνατος εθέρισεν και από τους υπερασπιστάς και από τους επιτιθεμένους. Άνθρωποι που εστέκοντο, έξαφνα εδέχοντο ένα αόρατον κομμάτι μολύβι και έπεφταν δια να μη σηκωθούν πλέον. Πόσαι μητέρες –νεώτεραι Νιόβαι –υπήρξαν αι οποίαι έχασν εκεί περισσότερα τού ενός παιδιά; Ήτο Στοιχειό που είχε συνωμόση με τα στοιχεία τής Φύσεως, τα οποία το εβοήθησαν προθύμως. Ο ήλιος υπήρξε σπάνιος, το κρύο φρικώδες, ο άνεμος ορμητικός, αι καταιγίδες άφθονοι. Ανέλαβε να το υπερασπίση η φύσις και το υπερήσπισε με την αγριότητα, με την οποία αυτή ξεύρει να υπερασπίζηται. Δεν υπήρξεν οργή που να μην την εξαπέλυσεν εκεί επάνω. Υπήρξαν ημέραι και νύκται –αυταί ιδίως –τας οποίας όσοι είδον εκεί, δεν ελπίζουν να ίδουν εις την ζωήν των. Τι άλλο θα εχρειάζετο λοιπόν εις παλαιοτέρους χρόνους δια να γίνη το Μπιζάνι σύμβολον, μύθος, θρύλλος, τέρας, θηρίον; Εις την εποχήν μας όμως το Μπιζάνι υπήρξεν ένας τεράστιος καταστρεπτικός όγκος με τα στόμια τών κανονιών επιμελώς σκεπασμένα, με τον θάνατον αόρατον, βουτηγμένος εις το χιόνι, δερνόμενος από καταιγίδας, εκπέμπων από χιλιάδας στομάτων μικρών και μεγάλων τον θάνατον. Υπήρξε μία αιματωμένη αλλά περίλαμπρος σελίς τής ιστορίας μας. Πολιορκία μηνών ολοκλήρων και ηρωισμός επικός, το έκαμον γνωστόν και εις την πλέον μακρυνήν γωνίαν τού κόσμου. Αλλά τέλος ο νεώτερος αυτός Μινώταυρος που έτρωγε το άνθος τής Ελληνικής νεότητος, ευρήκε τον Θησέα του. Εψόφησεν.
Ας του είμεθα όμως ευγνώμονες. Διελάλησεν εις τον κόσμον την νεοελληνικήν γενναιότητα.
Οι Σύμμαχοι –και ιδίως οι Μαυροβούνιοι – επανηγύρισαν το ευχάριστον γεγονός.
Η Ευρώπη έμεινε κατάπληκτος. Εξεφράζετο απεριφράστως ότι η μεγάλη αυτή επιτυχία, προ τής πτώσεως τής Αδριανουπόλεως την οποίαν επολιόρκουν οι Βούλγαροι και της Σκόδρας την οποίαν επολιόρκουν οι Σερβο-Μαυροβούνιοι, απετέλει ιστορικόν γεγονός δικαίως ανυψούν το Εθνικόν αίσθημα τών Ελλήνων. Ολόκληρος ο Ευρωπαϊκός τύπος εξυμνών την Ελληνικήν γενναιότητα, ωμολόγει ότι η νίκη εκείνη μετέβαλε πολύ την κατάστασιν υπέρ των Συμμάχων.

Την 9ηνπρωινήν τής 21 Φεβρουαρίου ο υποστράτηγος Αλέξ. Σούτσος –διορισθείς στρατιωτικός διοικητής Ιωαννίνων- εισήρχετο εις την πόλιν μετά του Συν/τος ιππικού Ηπείρου. Βεβαιωθέντος ότι τμήματα τού Τουρκικού στρατού όπως αποφύγωσι την αιχμαλωσίαν ετράπησαν προς Βορράν, ουλαμός ιππέων υπό τον επίλαρχον Επ. Ζυμβρακάκην, τους υπίλαρχον Α. Κουμουνδούρον, ανθυπασπιστήν Ι. Τσαγγαρίδην και λοχίας Ε. Δασινδάκην και Αρ. Κούτσην, ετράπη προς καταδίωξίν των. Ο ουλαμός μη αποτελούμενος από πλείονας τών 35 ανδρών, κατέφθασεν εις απόστασιν 10 χλμ. Βορείως τών Ιωαννίνων περί τους 800 ενόπλους Τούρκους στρατιώτας. Χάρις εις την όλως εξαιρετικήν αποφασιστικότητα και ταχύτητα ενεργείας τών βαθμοφόρων η δραξ εκείνη τών ιππέων κατορθώνει να αιχμαλωτίση και αφοπλίση τούς Τούρκους. Αφήσασα τούτους υπό την φύλαξιν ιππέων τινων εξηκολούθησε την προς βορράν πορείαν και εις απόστασιν εξ ακόμη χιλιομέτρων ηχμαλώτισε κατά τον αυτόν τρόπον ετέρους 1.200. Την 7,30 εσπερινήν ο ουλαμός επενήλθεν εις Ιωάννινα, φέρων τούς 2.000 αιχμαλώτους του.


Από της επομένης τής καταλήψεως τών Ιωαννίνων διετάχθη η ανασυγκρότησις τών ΙΙ, IV, VIκαι VIIIΜεραρχιών, επανελθόντων εις αυτάς απάντων τών απεσπασμένων τμημάτων των. Διετάχθη επίσης η συγκρότησις τού 2ουΣυν/τος Ευζώνων (3ον, 3ονανεξάρτητον, 7ονκαι 10οντάγματα) υπό τον αν/χην τού Μηχανικού Δ. Ιωάννου και η διάλυσις τού τμήματος Μαλάμου.
Την πρωίαν τής 22 Φεβρουαρίου ο Μητροπολίτης Παραμυθιάς, ο δήμαρχος και οι Τούρκοι πρόκριτοι επισκεφθέντες τον εις Νεμίτσαν ευρισκόμενον αν/χην Ηπίτην εδήλωσαν υποταγήν. Την μεσημβρίαν τής 23 το απόσπασμα Ηπίτου εισήρχετο εις Παραμυθιάν ενώ το απόσπασμα τού ταγ/χου Ματζούκη κατελάμβανε το Μαργαρίτιον και την Πάργαν. Την μεθεπομένην ο λόχος Τρυπογεώργου κατέλαβε της Φιλιάτες, μέχρι τέλους δε Φεβρουαρίου κατελήφθη ολόκληρος η από Αχέρωνος μέχρι Καλαμά περιοχή.
Το Γενικόν Στρατηγείον πληροφορηθέν ότι λείψανα του Τουρκικού στρατού υποχωρούντα εκ Τσαμουριάς μετά τοιούτων αποσυρθέντων εξ Ιωαννίνων, κατώρθωσαν να τραπώσι προς Δέλβινον- Αργυρόκαστρον, διέταξε την καταδίωξίν των δια του Συντάγματος τού Ιππικού Ηπείρου. Τούτο κατέφθασε τα υποχωρούντα εκείνα τμήματα την μεσημβρίαν τής 24 νοτίως τού Δελβινάκι.
Την IIIΜεραρχίαν αφήκαμεν κατά τας αρχάς Ιανουαρίου εις Κορυτσάν με προφυλακάς εις την έξοδον τής στενωπού Κιάρι, ενώ οι Τούρκοι υπό τον Τζαβίτ έμενον εις Μπορόβαν με προφυλακάς εις Ερσέκαν. Μετά την απόφασιν τού Στρατηγείου όπως απασχοληθή ο εχθρός από βορρά, η IIIΜεραρχία αντικατασταθείσα εις την περιοχήν Κορυτσάς υπό του 2ουΣυν/τος Πεζικού (αφιχθέντος μέσω Μοναστηρίου εκ Θες/νίκης) και ενισχυθείσα υπό αποσπάσματος τής VMεραρχίας (3 τάγματα μετά 4 πολυβόλων) αφιχθέντος εις Βουρβουτσικόν, παρεσκευάζετο δια την προς Νότον προέλασιν.
Εξαιρετική κακοκαιρία – σφοδρότατον ψύχος, εξαφάνισις τών οδών υπό της χιόνος – εματαίωσαν επανειλημμένας αποπείρας τής προς συγκέντρωσιν. Επιτευχθείσης τέλος ταύτης την 21 Φεβρουαρίου, ήρχισε την επομένην η προέλασις. Των Τούρκων αποσυρθέντων κατόπιν τής πτώσεως τών Ιωαννίνων, κατελήφθησαν την 22 η Μπορόβα και η Ερσέκα, την 23 το Λιασκοβίκη και την 27 η Πρεμετή υπό της IIIMεραρχίας, την δε 24 η Κόνιτσα υπό του απαοσπάσματος της V.
Αι πορείαι αύται εξετελέσθησαν υπό δριμύτατον ψύχος, συνεχείς χιονοθυέλλας και χιόνα καλύπτουσαν την γην εις ύψος ημίσεος μέτρου. Οι άνδρες και τα κτήνη υπέφερον υπερβολικώς. Οι Τούρκοι πρόκριτοι Λιασκοβικίου εξέφραζον την κατάπληξίν των διότι με τοιαύτην κακοκαιρίαν εξετελούντο επιχειρήσεις και κινούντες περιλύπως την κεφαλήν έλεγον: «Τώρα καταλαμβάνομεν διατί μας ενικήσατε».
Το απόγευμα τής 26 επετεύχθη επαφή μεταξύ τής IIIMεραρχίας , του αποσπάσματος τής V και του Συν/τος Ιππικού, το οποίον ευρισκόμενον εις Καλπάκι απέστειλεν εις Κόνιτσαν και Λιασκοβίκι αναγνωρίσεις υπό τον υπίλαρχον Γ. Δελαγραμμάτην και ανθ/χον Βούρρον».

[Απόσπασμα από το βιβλίο Γ. Θ. Φεσσοπούλου-Συνταγματάρχου «Η Ελλάς εις τους Βαλκανικούς Πολέμους τού 1912-13», Τόμος Α΄, Εν Αθήναις, Τυπογραφείον Καμινάρη, 1925, σελ. 331-341]


Χίος: Απρίλιος 2013
 
Επιμέλεια:
Λεωνίδας Πυργάρης
Φιλόλογος Καθηγητής
2οΓεν. Λύκειο Χίου

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

5η Δεκεμβρίου - Παγκόσμια Ημέρα Εθελοντισμού

Επειδή τα Γιάννενα οφείλουν -σε μεγάλο βαθμό- την ελευθερία τους στους εθελοντές Μπιζανομάχους δημοσιεύουμε ανήμερα της «Παγκόσμιας Ημέρας Εθελοντισμού» ένα κείμενο σχετικό με τις ιδέες και τις αρχές του εθελοντισμού από έναν σύγχρονο εθελοντή (και συνεργάτη μας) από τη Χίο, τον φιλόλογο καθηγητή κο Λεωνίδα Πυργάρη.
Και επειδή στις μέρες μας ο εθελοντισμός είναι ανάγκη και υποχρέωση για όλους μας!
_______________________________________________

 
ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ
ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΧΙΟΥ
«ΑΛΛΗΛΩΝ ΕΝΕΚΑ»
 
           2011
(Απόφ. 146/2011 Μονομ. Πρωτοδικείου Χίου)
ΕΔΡΑ: 2ΟΓΕΝ. ΛΥΚΕΙΟ ΧΙΟΥ
ΤΗΛ: 22710-22510 (απόγευμα)
6945770155
 

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΥ
InternationalVolunteerDay
5ηΔεκεμβρίου

 

«άνδρα δ’ ωφελείν αφ’ών
έχοι τε καί δύναιτο κάλλιστος πόνων»

(«το να προσφέρει βοήθεια ένας άνθρωπος με τα μέσα και με τη δύναμη που διαθέτει 
είναι το πιο ωραίο έργο»)
[ Σοφοκλέους «Οιδίπους Τύραννος» (στ.315-316)]


Εθελοντισμός είναι το κίνημα που, κατά τρόπο εκούσιο και ηθελημένο, αποσκοπεί στην προσφορά υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο.
Ο εθελοντής συμμετέχει, αναλαμβάνει δράση, συστρατεύεται με άλλους σε κοινούς αγώνες για την επίλυση προβλημάτων, για την προώθηση κοινωφελών στόχων και την προαγωγή τής ποιότητας ζωής και ευτυχίας τών ανθρώπων. Η εθελοντική δράση, με όποιον τρόπο κι αν εκδηλώνεται, αποτελεί διακονία ανυστερόβουλη και αυτόβουλη στο συνάνθρωπο, διότι το υποκείμενο αυτής τής ενέργειας προαιρείται το δέον, δηλαδή το ηθικό. Η εθελοντική δραστηριότητα προϋποθέτει εκ μέρους τών υποκειμένων που την ενσαρκώνουν ανιδιοτέλεια και αφιλοκέρδεια, καρπούς που ευδοκιμούν σε γεωργημένες και φωτισμένες συνειδήσεις, οι οποίες δηλαδή καταφάσκουν έντονα την αξία τού Ανθρώπου!
.....
 
ΜΗΝΥΜΑ
(Γιάννη Κουτσοχέρα)

Πάντα να πολεμάς και ν’ αντιστέκεσαι,
κι ας μένης μόνος.
Μονάχος, έρημος, γαλήνιος,
να πολεμάς για το καλό τού Ανθρώπου.

Και στους πολλούς, τους λίγους, ν΄αντιστέκεσαι
κρατώντας την ψυχή σου φλεγομένη βάτο
για φως, για το καλό τού Ανθρώπου.

Στους δυνατούς ενάντια, στους σκληρόκαρδους,
και στους δειλούς, στους χωματένιους.
Ενάντια και του αφέντη τού ανελεύτερου,
και του τρεμόκαρδου τού δούλου ενάντια.
Και να πονάς, και να γελάς, και να ονειρεύεσαι,
πάντα για το αγαθό και το καλό τού Ανθρώπου.

Να πολεμάς με το γνωστό και το άγνωστο,
με την κακή και την καλή τη μοίρα.
Και με τους άπονους θεούς
και τους απάνθρωπους ανθρώπους
πάντα να πολεμάς και ν’ αντιστέκεσαι.
Κι όλο για το καλό - το φως τού Ανθρώπου.


Διαβάστε ολόκληρο το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του κου Πυργάρη, εδώ... >>>