«Τα πήραμε τα Γιάννενα...»

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Ιστορικό Χρονολόγιο [από την ιστοσελίδα του δήμου Ιωαννιτών]

6ος μ.Χ.αιώνας
ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ
Η ίδρυση της πόλεως των Ιωαννίνων, αποδίδεται στον Ιουστινιανό, τον 6ο αιώνα μ.Χ., με μετοικεσία κατοίκων της Ευροίας. Η πρώτη παρουσία της πόλεως με την ονομασία Ιωάννινα, στις ιστορικές πηγές, συναντάται στα πρακτικά της συνόδου του 879, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη και η δεύτερη, σε δημοσιευθέν σιγίλιο, του έτους 1020, του αυτοκράτορα Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου.


6ος – 1082
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Κατά την Βυζαντινή περίοδο και για πολύ ακόμα χρονικό διάστημα, η πόλη των Ιωαννίνων φέρεται ότι περιοριζόταν μόνον εντός του φρουρίου.


1082
Tα Ιωάννινα καταλαμβάνονται από τον Βοημούνδο, γιο του Ροβέρτου Γυισκάρδου.


1185
Πιθανολογείται καταστροφή των Ιωαννίνων, από το Νορμανδικό πεζικό, υπό την αρχηγία του Γουλιέλμου Β' - βασιλιά της Σικελίας.


1204
ΔΕΣΠΟΤΑΤΟ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
Κατάληψη από τον Μιχαήλ Άγγελο Κομνηνό, ο οποίος εγκαθιδρύει έτσι την δυναστεία των δεσποτών της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα.
Έκτοτε, τα Ιωάννινα θ' ακολουθήσουν τις ιστορικές εξελίξεις του Δεσποτάτου της Ηπείρου, το οποίο, εκτεινόμενο από το Δυρράχιο μέχρι τη Ναύπακτο θα διαδραματίσει τον ρόλο του Βυζαντινού προπυργίου, ενάντια στις αλλεπάλληλες επιδρομές των Φράγκων, Βενετών, Αλβανών και Σέρβων.
Επί των ημερών του Μιχαήλ Α' του Αγγέλου, τα Ιωάννινα φέρονται να αναπτύσσονται και να ευημερούν. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, κατά την περίοδο αυτή, συγκεντρώνονται στα Ιωάννινα επίσημοι και λόγιοι πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, μετά την κατάληψη αυτής, από τους Φράγκους. Επίσης, κατά την περίοδο αυτή -περί το1206- σημειώνεται ανακαίνιση των τειχών του φρουρίου και ίδρυση, στη μεν Μονή Σπανού -της Σχολής Φιλανθρωπινών, στην δε αρχαιότατη Μονή του Αγίου Νικολάου Στρατηγοπούλου, της ομώνυμης Σχολής.


1265
Τα Ιωάννινα παραχωρούνται, από τον Νικηφόρο Α' Άγγελο Κομνηνό, στον αυτοκράτορα της Νίκαιας -Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο.


1282
Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, τα Ιωάννινα επανέρχονται στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, υπό την εξουσία του Νικηφόρου Α' Αγγέλου Κομνηνού. Κατά την περίοδο αυτήν, σημειώνεται και η μεταφορά της έδρας του εκκλησιαστικού πρωθιερέα του Δεσποτάτου στα Ιωάννινα, η επισκοπή των οποίων φαίνεται να αναβαθμίζεται σε μητρόπολη, λόγω της ιδρύσεως στη Ναύπακτο καθολικής αρχιεπισκοπής, με την παραχώρηση της πόλης στον Φίλιππο Ταραντίνο.


1296
Με τον θάνατο του Νικηφόρου Α' Αγγέλου Κομνηνού, αναλαμβάνει την εξουσία των Ιωαννίνων και της Ηπείρου, η χήρα του Άννα -ως επίτροπος του γιου τους Θωμά Α'. Κατά την διάρκεια της επιτροπείας της, επιτυγχάνεται η υποστήριξη των Βυζαντινών, προς αποφυγή των πιέσεων των Ανδεγαυών. Έτσι, στέλνεται, στα Ιωάννινα, αυτοκρατορικός στρατός, υπό τον Ιωάννη Λάσκαρη, ο οποίος στη συνέχεια κηδεμονεύει το Δεσποτάτο, σύμφωνα με τις θελήσεις του αυτοκράτορα του Ανδρόνικου Β'.


1318
Με την δολοφονία του Θωμά Α', τελευταίου της δυναστείας των δεσποτών της Ηπείρου, Αγγέλων Κομνηνών, τα Ιωάννινα γίνονται μήλον της έριδος μεταξύ Βυζαντινών, Ανδεγαυών και Σέρβων. Τελικά, τα Ιωάννινα εντάσσονται στο Βυζάντιο, ύστερα από την επέμβαση του Ιωάννη Συργιάννη από το Βεράτιο, ο οποίος έπεισε τους Ιωαννίτες, να δηλώσουν πίστη και υποταγή στον Ανδρόνικο Β', ώστε να αποκτήσουν την ευμένειά του. Σ' αυτή τη συμφωνία υποταγής, οφείλονται τα δύο χρυσόβουλα (1319 και 1321) του Ανδρόνικου Β', τα οποία είναι πολύ αποκαλυπτικά για την ιστορία των Ιωαννίνων και για την εξέλιξη των φεουδαρχικών σχέσεων.


1319-1339
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
Κατ΄αυτήν την περίοδο, ανέλαβαν την εξουσία στα Ιωάννινα διαδοχικά, ο Νικόλαος Ορσίνι, επονομασθείς -Ιωάννης Β' Κομνηνός Αγγελοδούκας, η σύζυγος του Άννα Παλαιολογίνα -ως επίτροπος του γιου τους Νικηφόρου Β', και τέλος ο Ιωάννης Άγγελος.


1339
ΣΕΡΒΟΚΡΑΤΙΑ
Η Βυζαντινή κυριαρχία στα Ιωάννινα, διακόπτεται λόγω καταλήψεώς της από τους Σέρβους. Ήπειρος, Θεσσαλία και Μακεδονία καταλαμβάνονται από τον Σέρβο κράλη –Στέφανο Ντουσάν (1331-1355). Η Σερβοκρατία διευκολύνει την κάθοδο Αλβανικών ομάδων, οι οποίοι εισβάλλουν και εποικίζουν την Ήπειρο, εξοντώνοντας και εκδιώκοντας τον Ελληνικό πληθυσμό.


1359
ΗΤΤΑ ΣΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ
Ο Νικηφόρος Β' (1356-1359), γιός του δεσπότη της Ηπείρου –Ιωάννη Β΄ -Δούκα Ορσίνι, μετά τον θάνατο του κράλη Στέφανου Ντουσάν, προσπαθεί να ανακόψει την Αλβανική εισβολή και εποικισμό της Ηπείρου, πολεμώντας και επανασυνοικίζοντας τους εκδιωχθέντες Έλληνες. Δυστυχώς η προσπάθεια αποτυγχάνει, όταν ο Νικηφόρος Β΄ ηττάται και πεθαίνει στην μάχη του Αχελώου το 1359. Ανεμπόδιστοι πλέον οι Αλβανοί, κατέρχονται και εκδιώκουν τους Έλληνες από τις πατρογονικές τους εστίες στην Ήπειρο. Οι Αλβανικοί εποικισμοί, υποχρεώνουν ευάριθμες αρχοντικές οικογένειες που κατοικούσαν στην περιοχή της Βαγενετίας (η περιοχή απέναντι από την Κέρκυρα σε αρκετό βάθος), να καταφύγουν στα Γιάννινα.


1367
Παραχώρηση των Ιωαννίνων από τον νέο Σέρβο ηγεμόνα –Συμεών Ούρεση, στον γαμπρό του -Θωμά Πρελούμπο, ή Πρελούμποβιτς, και της νότιας Ηπείρου στους Αλβανούς αρχηγούς των οίκων Μπούα και Λιώσα. Η εξουσία του Πρελιούμποβιτς, ανεδείχθη τυραννικότατη, αφού κατεδίωξε άγρια και φορολόγησε τους Ιωαννίτες, εξόρισε τον μητροπολίτη τους και δήμευσε την εκκλησιαστική περιουσία, την οποία μοίρασε στους Σέρβους οπαδούς του. Στόχος του Σέρβου δεσπότη της Ηπείρου Πρελιούμποβιτς ήταν, η εξασθένιση και αποδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου και η εθνολογική αλλοίωση.
Έναντι αυτού του στυγνού καθεστώτος, οι Αλβανοί Ιωαννίτες φέρονται, κατά πληροφορία, ότι ζήτησαν προστασία από τους, Αλβανούς φυλάρχους. Έτσι, αρχίζουν οι αλβανικές επιδρομές κατά των Ιωαννίνων, οι οποίες οδήγησαν τον Θωμά Πρελιούμποβιτς, το 1375, σε επισκευή και ανακαίνιση του φρουρίου των Ιωαννίνων.


1380
Οι Αλβανικές επιδρομές και η εμφάνιση των Οθωμανών στον Ελλαδικό χώρο, οδηγούν τον Πρελιούμποβιτς σε προσέγγιση με τον Εμμανουήλ Β΄ Παλαιολόγο.


1384
Η τυραννική δεσποτεία του Θωμά Πρελούμποβιτς λήγει με την δολοφονία του και αναλαμβάνει την εξουσία της πόλης η χήρα του, Μαρία Αγγελίνα Παλαιολογίνα.


1385
Η ΣΥΜΠΡΑΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΒΕΝΕΤΙΑ
Για να αντιμετωπισθεί η απειλή των επιδρομών των Αλβανών φυλάρχων, γίνεται δεσπότης της πόλεως των Ιωαννίνων ο Έσω ντί Μπουοντελμόντι εκ Φλωρεντίας, κατόπιν προσκλήσεως από τους Έλληνες και Σέρβους άρχοντες των Ιωαννίνων.
Ο νέος ηγεμόνας, επαναφέρει τη μητρόπολη στην έδρα της και εφαρμόζει συνετή διοίκηση απέναντι στους κατοίκους. Όμως, ο Μπουοντελμόντι, πιεζόμενος από τις συνεχείς αλβανικές επιδρομές και πολιορκούμενος από τον Σπάτα, αναγκάζεται να ζητήσει την προστασία του σουλτάνου Μουράτ Α’, οπότε και σημειώνεται η πρώτη παρουσία τούρκικων δυνάμεων στα Ιωάννινα.


1390
Σημειώνονται οι πρώτες Οθωμανικές εισβολές στην Ήπειρο.


1401
Οι Βενετοί κυριεύουν την Πάργα και σταδιακά, πολλά καίρια σημεία της Ηπείρου. Επίσης, αναδύεται στο προσκήνιο ο ανηψιός του Μπουοντελμόντι, κόμης της Κεφαλληνίας και Ζακύνθου –Κάρολος Α΄Τόκκος, που οραματίζεται την ανασύσταση του ελληνικού δεσποτάτου της Ηπείρου και ισχυροποίηση του Ηπειρωτικού ελληνισμού.


1408
Με τον θάνατο του Μπουοντελμόντι, κατά το 1408/9, την εξουσία αναλαμβάνει ο Κάρολος Α’ Τόκκος, δούκας της Κεφαλληνίας, ο οποίος, αφού την χάσει από τον αλβανό Μπούα Σπάτα, την ανακαταλαμβάνει το 1417/8 και τη διατηρεί μέχρι και τον θάνατο του, το 1429. Ο Κάρολος Α’ Τόκκος αναπτύσσει τα Ιωάννινα οικονομικά και πνευματικά και ισχυροποιεί το δεσποτάτο.


1416
Ο Κάρολος Α΄ Τόκκος, πραγματοποιεί επιτυχή εκστρατεία στην Άρτα (1416) και καταλύει την αλβανική κυριαρχία στη Νότια Ήπειρο.
Τον Κάρολο Α’ Τόκκο διαδέχεται ο Κάρολος Β’ Τόκκος (1429-1448).


1431
ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ
Η σύγκρουση με τους αλβανούς και οι ανταγωνισμοί των αρχοντικών οίκων της Ηπείρου που συχνά συμβιβάζονταν, ή και έκαναν παραχωρήσεις στους Οθωμανούς, δεν επέτρεψε στην δημιουργία ενός αντι-τουρκικού μετώπου. Έτσι, οι Οθωμανοί σταδιακά επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε ολόκληρη την Ήπειρο.
Τα Ιωάννινα καταλαμβάνονται ειρηνικά από τους Οθωμανούς (1431), υπό τον Σινάν Πασά και εγκαθιδρύεται η τούρκικη κυριαρχία που διαρκεί 482 έτη, μέχρι το 1913.
Οι Οθωμανοί δίνουν στους Γιαννιώτες μεγάλα προνόμια: να κατοικούν μέσα στο κάστρο και να ελέγχουν το κανόνι, να είναι απαλλαγμένοι από κάθε βίαιη μεταφορά και από το παιδομάζωμα, να διατηρούν τις εκκλησίες τους, να έχουν εκκλησιαστικό δικαστήριο και να συνεχίζουν να εισπράττουν τα εισοδήματα των γαιών τους, με μόνον όρο –να υπηρετούν την Υψηλή Πύλη.
Επίσης σημαντικό, ήταν και το προνόμιο που επέτρεπε στους χριστιανούς γαιοκτήμονες να κρατήσουν άθικτες τις περιουσίες τους, με την δέσμευση να συμμετέχουν στις στρατιωτικές εκστρατείες του Σουλτάνου.


15ος αιώνας
Μετά την πλήρη επικράτηση των Οσμανών και μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνος, τα υπό τουρκική κυριαρχία Ιωάννινα παρουσιάζουν πτώση και παρακμή, λόγω της αυξανόμενης διαφθοράς του Οθωμανικού κράτους.


1611
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ
Σημειώνεται το επαναστατικό κίνημα του μητροπολίτη Λαρίσης-Τρίκης Διονυσίου του επονομαζομένου Φιλοσόφου-σκυλοσόφου που δεν στέφεται με επιτυχία.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Οι Οθωμανοί, σε αντίποινα για την εξέγερση του Διονυσίου, καταργούν τα προνόμια των Γιαννιωτών, τους πετούν έξω από το κάστρο και περνούν σε νέο τρόπο «διακυβερνήσεως» της Ηπείρου.
Η υπαίθρια Ήπειρος -περισσότερο, γνωρίζει την Τουρκική βαρβαρότητα σε όλο της το μεγαλείο, καθώς οι βασανισμοί, βιασμοί, δολοφονίες αθώων χωρικών και μοναχών, οι λεηλασίες, η βαριά φορολογία και ο βίαιος εξισλαμισμός, συνθέτουν το πλαίσιο διαβιώσεως των Ελλήνων κατά τον 17ο αιώνα.
Η λύση για τους Ηπειρώτες για να ξεφύγουν από την μανία των Οθωμανών, είναι είτε να μετοικήσουν στα μεγάλα αστικά κέντρα, είτε να αποδημήσουν.
Η αλλαγή τρόπου της Οθωμανικής διακυβερνήσεως, επιτρέπει την επανεμφάνιση Αλβανών εποίκων και την εγκατάσταση Εβραίων προσφύγων, που έφευγαν για να ξεφύγουν τους διωγμούς κυρίως από την Ισπανία.


17ος αιώνας
Ο 17ος αιώνας αποτελεί την απαρχή της ακμής των Ιωαννίνων, η οποία κορυφώνεται στο δεύτερο μισό του 18ου, με την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας.
Η ανάπτυξη αυτή οδηγεί σε σημαντική πληθυσμιακή αστική συγκέντρωση.
Επίσης, τα Ιωάννινα παρουσιάζουν και λαμπρή πνευματική παράδοση αιώνων. Ήδη από το 1206 χρονολογείται η ίδρυση δύο σχολών στις Μονές Σπανού κα Ντίλιου, όπου δίδαξαν και μαθήτευσαν επιφανείς λόγιοι και στοχαστές. Με τις σχολές αυτές διατηρήθηκε στην Ήπειρο η ελληνική παιδεία και καλλιεργήθηκαν τα ελληνικά γράμματα και η λόγια παράδοση μέχρι της εποχής του αστικού μετασχηματισμού.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα, οι φιλογενείς Ιωαννίτες, επηρεασμένοι από τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, χρηματοδότησαν την ίδρυση νέων σχολών στα Ιωάννινα. Έτσι, ιδρύθηκαν, μέσα στην πόλη των Ιωαννίνων, οι σχολές του ηγούμενου Επιφανίου (1648), που αποκαλείται μικρή, η σχολή Γκούμα (1676), που αποκαλείται μεγάλη, η Μαρουτσαία (1746), η Καπλάνειος (1797) και αργότερα η Ζωσιμαία(1828).


17ος αιώνας
Κατά τον 18ο αιώνα, τα Ιωάννινα αναδεικνύονται το σημαντικότερο πνευματικό-πολιτισμικό κέντρο του νέου Ελληνισμού και της προεπαναστατικής πνευματικής Ελλάδας, δεύτερο μετά την Κωνσταντινούπολη. Η εισροή του ελληνικού στοιχείου που αναζητούσε καταφύγιο από τους Οθωμανικούς διωγμούς, αυξάνουν πληθυσμιακά τα Ιωάννινα. Ενδεικτικό της οικονομικής ακμής είναι, ότι οι Γιαννιώτες πραματευτάδες έρχονται πρώτοι από όλους τους Έλληνες πραματευτάδες στην Βενετία.
Η εμφάνιση του Κοσμά του Αιτωλού (1775-1778) και οι περιοδείες του (και από τα Ιωάννινα), με τις προτροπές του για την ίδρυση σχολείων και τόνωση της Χριστιανικής πίστεως, ανακόπτουν τα Οθωμανικά σχέδια και βοηθούν στην επιβίωση της εθνικής αυτογνωσίας και την πνευματική αναγέννηση.


1769
Η ολοκληρωτική καταστροφή της Μοσχοπόλεως (2 Σεπτεμβρίου) και ο γενικευμένος διωγμός των κατοίκων της Βορείου Ηπείρου από Αλβανικές επιδρομές, ωθεί πολλούς να εγκατασταθούν στα Ιωάννινα.
Όσα συνετελέσθησαν επί δυο αιώνες στα Ιωάννινα, επέδρασαν στο ιδεολογικό υπόβαθρο των Ιωαννιτών. Οι συνεχείς διωγμοί και καταπίεση, καθώς και η εισροή προσφύγων και κατατρεγμένων Ελλήνων, ωθεί σε γονιμοποίηση το σπέρμα της επαναστάσεως. Πολλοί από τους Γιαννιώτες, έγιναν θιασώτες των αρχών της Γαλλικής Επαναστάσεως. Η ιδεολογική αυτή μεταβολή, δεν είναι ξένη με τον άμεσο και αναντίρρητο προσανατολισμό των Ιωαννιτών προς την ιδέα της απελευθέρωσης τους και προς τα κηρύγματα του Κοσμά του Αιτωλού, του Ρήγα και της Φιλικής Εταιρείας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, από τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, καταγόταν από τα Ιωάννινα, ούτε ότι από το 1816 και μετά πολλοί έμποροι, πολιτικοί και διανοούμενοι Ιωαννίτες φέρονται να έχουν μυηθεί σ' αυτήν. Εξάλλου, από αδιάψευστες πηγές, καταμαρτυρείται η δράση των Ιωαννιτών Φιλικών, μέσα στην πόλη και μάλιστα μέσα στην αυλή του Αλή πασά. Απ' αυτούς σημαντικότεροι φέρονται οι Μάνθος Οικονόμου, Αλ. Μούτσος, Γ. Τουρτούρης, Ι. Κωλέττης, Ι. Βηλαράς, Σπ. Κολοβός κ.ά.


1787
ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ
Ο Αλή -ο Τεπελενλής, γίνεται μουτεσαρίφης των Ιωαννίνων, και για να εδραιώσει την θέση του, μετά την θεαματική άνοδό του απέναντι στους ισχυρούς αντιπάλους του -μπέηδες της Αλβανίας, φορά το προσωπείο του προστάτη των υποδούλων και συντελεί στην ιστορική αναβίωση της μνήμης του Κοσμά του Αιτωλού, ώστε να αποκτήσει λαϊκά ερείσματα, με τελικό σκοπό την αυτονόμησή του από την Πύλη.
Επί της εποχής του, κορυφώνεται η αστικοποίηση της πόλεως και τα Ιωάννινα εξελίσσονται στο μεγαλύτερο αστικό κέντρο της προεπαναστατικής Ελλάδος.
Ειδικότερα, ο Αλή Πασάς για δική του ασφάλεια και πλουτισμό, περιορίζει αρχικά και κατόπιν διώκει τους μπέηδες τιμαριούχους (σπαχήδες) και διευρύνει τις προϋποθέσεις αστικής αναπτύξεως των Ιωαννίνων. Επισκευάζει το φρούριο (1812 - 1815), ανοίγει δρόμους προς Άρτα, Θεσσαλία και Παραμυθιά, υποτάσσει τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, κτίζει ανάκτορα, ιδρύει στρατιωτική σχολή με Γάλλους καθηγητές, στην οποία έμελλε να φοιτήσουν οι επισημότεροι οπλαρχηγοί της ελληνικής Επανάστασης και ευνοεί την ανάπτυξη των εμπορευματικών σχέσεων. Κατά την εποχή αυτή, η τοπική αγορά των Ιωαννίνων, συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων του Ελλαδικού χώρου.
Πάντως, τα θετικά σημεία της πολιτικής του Αλή Πασά προς τους υπόδουλους, όπως η ανεξιθρησκεία, προώθηση του εμπορίου –έστω με πρωτόγονα μέσα, η προστασία λειτουργίας ελληνικών σχολείων και πολλά άλλα, που αποσκοπούσαν στην διατήρηση λεπτών ισορροπιών, δεν στάθηκαν ικανά να αντισταθμίσουν την βία, την αυθαιρεσία, την τρομοκρατία και την καταπίεση σε όλους τους τομείς διοικήσεως που μεταχειριζόταν ο πανούργος Τεπελενλής και οι γιοι του, όπως πχ το 1809 ο απαγχονισμός του Κατσαντώνη και ο πνιγμός της Κυρα-Φροσύνης.
Τελικώς, αυτός ο πρώην λήσταρχος και ανταγωνιστής των Αλβανών και Τούρκων τοπαρχών, αναδεικνύεται σε μοναδικό κυρίαρχο της περιοχής, -ορίζει τα Ιωάννινα ως πρωτεύουσά του και την ελληνική ως επίσημη γλώσσα του κρατιδίου του και προωθεί το εμπόριο και την βιομηχανία στην Ήπειρο. Είναι η εποχή που τα Γιάννινα γίνονται: «πρώτα στ΄άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα» !


1816
Φοβερή επιδημία πανώλης πλήττει την Ήπειρο, πλήττει και τα Ιωάννινα προκαλώντας κατ΄ εκτίμηση, τον θάνατο του 1/5 των κατοίκων.


1820
Ο Αλή Πασάς, πυρπολεί την πόλη στις 25 Αυγούστου και όλα τα σπίτια –πλήν ενός- χάνονται στις φλόγες.


1822
Οι συνεχείς πολιτικές ερωτοτροπίες του Αλή Πασά με τις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία-Γαλλία-Ρωσία) για να τον βοηθήσουν να αυτονομηθεί, δεν επιτυγχάνουν. Αντίθετα οδηγεί στην καταδίκη του για προδοσία (1820), ήττα και τον θάνατο, όταν νικιέται από τον στρατό του Σουλτάνου.
Η πόλη των Ιωαννίνων, υποφέρει από την πολύμηνη (17μήνες) πολιορκία και υφίσταται αρκετές καταστροφές.


1822-1830
Η πτώση του Αλή Πασά, σηματοδοτεί μία περίοδο παρακμής για τα μισο-κατεστραμμένα Γιάννινα.
Κατά την περίοδο της Ελληνικής επαναστάσεως, οι Ιωαννίτες δεν δύνανται να συμμετάσχουν στην εθνεγερσία λόγω της παρουσίας πολυάριθμων τουρκικών στρατευμάτων, που χρησιμοποιούν την Ήπειρο ως βάση εξορμήσεως για τις εκστρατείες τους προς τον επαναστατημένο Ελληνικό νότο.


1830
Η επικράτηση της Ελληνικής επαναστάσεως και η δημιουργία ελεύθερου Ελληνικού κράτους, επιφέρει γενικώς Τουρκικά αντίποινα στην Ήπειρο.
Επίσης, αρχίζει να αφυπνίζεται ο Αλβανικός εθνικισμός και οι συνεχείς στάσεις, εξεγέρσεις και επανάσταση των Αλβανών κατά των Τούρκων, έχουν ως αποτέλεσμα νέα δεινά για τον ελληνικό πληθυσμό.
Από τον συνεχή –χαμηλής εντάσεως πόλεμο που διεξάγεται κατά τόπους στην Ήπειρο αυτήν την περίοδο, συρρέουν πρόσφυγες στην πόλη.
Λόγω της στρατηγικής και οικονομικής σπουδαιότητας της πόλεως, η αποκατάσταση των πολεμικών καταστροφών γίνεται ταχέως και τα Γιάννενα ξαναβρίσκουν την οικονομική και πνευματική τους ακμή.


1854
Επαναστατικό κίνημα Ηπειρωτών καταπνίγεται στο αίμα από τους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα νέα δεινά για τους Έλληνες Ηπειρώτες και τους Γιαννιώτες και εξ αυτού και νέα εισροή προσφύγων στην πόλη.


1869
Μεγάλη πυρκαγιά προξενεί σημαντικές καταστροφές, όμως η πόλη ανοικοδομείται.


1838
Ο απαγχονισμός του νεομάρτυρος Γεωργίου.


1870
Έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα που όμως –εκτός της Μακεδονίας- διεξάγεται και στην Ήπειρο και στην Θράκη. Στα Γιάννινα, συγκροτούνται ανταρτικές ένοπλες ομάδες και μυστική εταιρεία.
Η Ηπειρωτική Εταιρεία προετοίμασε καθοριστικά το έδαφος για την νικηφόρα προέλαση του Ελληνικού Στρατού κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.


1913
Απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον Ελληνικό Στρατό 21 Φεβρουαρίου 1913.
Η Τουρκική κατοχή των Ιωαννίνων τελειώνει μετά από 483 χρόνια.
Αποχώρηση από την πόλη των Τουρκογιαννιωτών (Τούρκοι-μουσουλμάνοι, με μητρική γλώσσα την ελληνική), εκτός από μερικές –μετρημένες στα δάκτυλα- οικογένειες.


1917
ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Στα πλαίσια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πολυεθνική δύναμη του Γάλλου Στρατηγού Σαράϋ είχε εξαπλωθεί από την Θεσσαλονίκη και είχε καταλάβει μεγάλο τμήμα της Ηπείρου. Η Ιταλία είχε εισβάλλει δια θαλάσσης, με στόχο την ανεξαρτησία της Αλβανίας και την μείωση του Ελληνισμού προς όφελος των Αλβανικών πληθυσμών.
Η Ιταλική κατοχή των Ιωαννίνων, λήγει στις 28 Σεπτεμβρίου του 1917.


1940
ΕΛΛΗΝΟΙΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Τα Ιωάννινα υφίστανται βομβαρδισμούς από την Ιταλική Αεροπορία και τα γενικότερα δεινά του πολέμου.


1941
ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ
Μετά την κατάληψη της Ελλάδος από τους Γερμανούς, τα Ιωάννινα και η Ήπειρος δίδονται στην Ιταλική σφαίρα κατοχής.


1944
25 ΜΑΡΤΙΟΥ – ΤΟ ΕΒΡΑΙΚΟ «ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ» ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Οι Γερμανικές κατοχικές αρχές, συγκεντρώνουν ένα μεγάλο τμήμα του Εβραϊκού πληθυσμού (1.850 άτομα) και το στέλνουν στο στρατόπεδο εξοντώσεως του Γ΄ Ράϊχ -Άουσβιτς .


1944 έως σήμερα
Η Ιστορία των Ιωαννίνων και της Ηπείρου συμβαδίζει με την Ιστορία της υπόλοιπης Ελλάδος.

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ


Την 21η του Φλεβάρη, και κάθε τέτοια μέρα, όχι μόνο η Ήπειρος, αλλά ολάκερη η Ελλάδα πανηγυρίζει μία ακόμη ιστορική επέτειο, την επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης των θρύλων και των παραδόσεων, της πόλης της δόξας, των αγώνων και των γραμμάτων.

Τα Ιωάννινα καταλαμβάνονται ειρηνικά από τους Οθωμανούς το 1431 (22 χρόνια πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, στις 29 Μαΐου του 1453), από τον Σινάν Πασά και εγκαθιδρύεται η τούρκικη κυριαρχία που διαρκεί 482 χρόνια. Χρόνια δύσκολα και μαύρα. Πολλές γενιές Ηπειρωτών γεννήθηκαν και πέθαναν μέσα σε «πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι», λαχταρώντας μια αχτίδα φωτός, ένα σημάδι λευτεριάς, όπως μας τραγουδάει και ο ποιητής μας Αριστοτέλης Βαλαωρίτης:

Επέσανε τα Γιάννενα
σιγά να κοιμηθούνε,
εσβήσανε τα φώτα τους,
εκλείσανε τα μάτια.


Η μάνα σφίγγει το παιδί
βαθιά στην αγγαλιά της,
γιατί 'ναι χρόνοι δύστυχοι
και τρέμει μην το χάσει.


Τραγούδι δεν ακούγεται,
ψυχή δεν ανασαίνει.
Ο ύπνος είναι θάνατος
και μνήμα το κρεβάτι. ,
Κι η χώρα κοιμητήριο
κι η νύχτα ρημοκλήσι.


Άγρυπνος ο Αλή-πασάς,
ακόμη δε νυστάζει,
και σ' ένα δέρμα λιονταριού
βρίσκεται ξαπλωμένος.
Το μέτωπό του είναι βαρύ,
θολό, συννεφιασμένο
και τό ΄βαλεν αντίστυλο
το χέρι του, μην πέσει.


Χαϊδεύει με τα δάχτυλα
τα κάτασπρά του γένια,
που σέρνονται στου λιονταριού
τη φοβερή τη χαίτη.
Αγκαλιασμένα τα θεριά,
σου φαίνονται πως έχουν
ένα κορμί δικέφαλο ,
το μάτι δε γνωρίζει,
ποιο τάχα νάν΄ το ζωντανό
και ποιο το σκοτωμένο.


Στην άκρη στο παράθυρο,
σιωπηλός προσμένει
και τρομαγμένος τον θωρεί
ο φίλος του ο Ταχήρης.


Ύστερα από σχεδόν 500 χρόνια σκλαβιάς, στις 21 Φεβρουαρίου του 1913, τα Γιάννενα λευτερώθηκαν. Ο Τούρκος κατακτητής, νικημένος και ντροπιασμένος, μάζεψε τ’ απομεινάρια τής άλλοτε τρομερής στρατιάς του και η Ελληνική σημαία κυμάτιζε και πάλι στο κάστρο της πόλης.


Επέσανε τα Γιάννενα
βουβάθη το Μπιζάνι.
Μαζί κι η φύση σώπασε
και άνοιξη πια κάνει.


Τρίζουν τ' Αλή τα κόκκαλα
κι η λίμνη δεν αφήνει,
τους στεναγμούς που βγάζανε,
οι νύφες κι η Φροσύνη.


Επέσανε τα Γιάννενα!
Στη σκλαβωμένη χώρα,
η λευτεριά εσκόρπισε,
τα ποθητά της δώρα.


Εσείς πουλιά της άνοιξης
τη νίκη διαλαλήστε,
ψάλτε γλυκά το νικητή
και το στρατό υμνήστε.


Λουλούδια και τριαντάφυλλα,
χίλιες φορές ανθίστε,
τους τάφους των παλικαριών,
με χάρη να στολίστε.

(«Επέσανε τα Γιάννενα», Αρ. Βαλαωρίτης)

Τα Γιάννενα χιλιοτραγουδήθηκαν, μαζί με την ιστορική τους λίμνη, την Παμβώτιδα, όπως αναφέρει και ο δημοσιογράφος Δημήτρης Καρανικόλας σε μια ραδιοφωνική του εκπομπή στις 20 Φεβρουαρίου 1987, αφιερωμένη στην επέτειο της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, δίνοντάς μας πολλά ιστορικά στοιχεία για την εποχή εκείνη (http://www.dimitriskaranikolas.gr/main.asp?ElementId=8355). Αλλά τα Γιάννενα δεν είναι μόνο φυσικό περιβάλλον. Είναι πάνω απ’ όλα, μια πόλη με ιστορία ένδοξη και μεγάλη. Mια πόλη που επί Τουρκοκρατίας, υπήρξε πνευματικό, πολιτισμικό και οικονομικό κέντρο του Ελληνισμού, έτσι όπως το τραγουδά και η λαϊκή μούσα στο γνωστό παραδοσιακό δίστιχο:
«Γιάννενα πρώτα στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα.»

Γι' αυτά λοιπόν τα Γιάννενα ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Γιώργος Χατζής, στην εφημερίδα «Ήπειρος», στο πρώτο φύλλο της, στις 3 Μαρτίου 1913, σε ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο άρθρο του, με τον τίτλο «Εχαμογέλασες», γράφει (δοσμένο σε ελεύθερη απόδοση):

[Πεντακόσια ολόκληρα χρόνια. Πεντακόσια λυπημένα Χριστούγεννα και πεντακόσιες θλιβερές Πασχαλιές, κανένας Ηπειρώτης δεν χάρηκε το ψωμί που έτρωγε και φαρμάκι τού γίνονταν το νερό στα χείλη, εφ΄ όσον σε ένιωθε Εσένα, ώ φιλτάτη και κλαμένη πόλη, πόλη πληγωμένη, να κάνεις δεήσεις στον Εσταυρωμένο Χριστό να σου λυπηθεί, τέλος πάντων, την αγωνία και τον θρήνο.
Πεντακόσια ολόκληρα χρόνια δεν έκλεισε ειρηνικά τα μάτια του κανένας προπάππους μας, και κανένας πατέρας μας δεν χάρηκε, πεντακόσια χρόνια τώρα, τα παιδιά του...
Τώρα, ελεύθερο και αγαπητό χώμα, ξύπνα και ανάστησε τους πεθαμένους γονείς μας.
Και στην ωραία και ιερή και μεγάλη πομπή, οδήγησε, ώ πόλις φιλτάτη, τις ψυχές των πατέρων μας, με δάκρυα χαράς πλέον στα μάτια, να φιλήσουν από ευγνωμοσύνη τα χέρια του υψηλού Ελευθερωτή και να αγκαλιάσουν τον γενναίο Ελληνικό στρατό Σου...
Η κυανόλευκη παίζει απαλά και περήφανη, με το απαλό αεράκι της Παμβώτιδας, επάνω στο κάστρο, όπου οι Αλήδες και οι Βελήδες σε σταύρωναν πεντακόσια ολόκληρα χρόνια.
Και γέλασαν, επιτέλους, και τα δικά σου χείλη, ώ πόλις αγαπητή και πολυβασανισμένη.
Στρατός Ελληνικός, νικητής και ήρεμος, λιοντάρι στη μάχη, με τη βοήθεια και της Παναγίας, κραδαίνοντας χθες αήττητη λόγχη, νίκησε στο Μπιζάνι και σήμερα ευγενής και φορώντας γάντια, πολιτισμένος στρατός, παρελάζει στους δρόμους της πόλης αφού πρώτα έδιωξε απ' αυτήν και τον τελευταίο Τούρκο, του οποίου, πέντε αιώνες τώρα, αισθάνθηκαν οι παππούδες μας την αγριότητα, και του οποίου εδώ και τέσσερα χρόνια, από τις στήλες τούτης της εφημερίδας, διηγηθήκαμε σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο, τον βανδαλισμό και την ωμότητά του!
Είσαι ελεύθερη και υπερήφανη για τη Μητέρα σου, την Ελλάδα, ώ κόρη βασανισμένη και πολυαγαπημένη.
Ο ελληνικός Στρατός είναι μέσα στα Γιάννενα τροπαιοφόρος! Τα Γιάννενα είναι ελεύθερα».]


Στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων είναι αφιερωμένο και το ποίημα του Στέφανου Δάφνη, δημοσιευμένο στο ημερολόγιο του Σκόκου, το 1915. Έχει τίτλο «Στα Γιάννενα»:

Απ΄ έξω από τα Γιάννενα, σ΄ ένα ψηλό κλαδί,
πουλί - πουλάκι εκάθισε και γλυκοκελαηδεί.
Ανοίχτε στράτα διάπλατη και στράτα μυρωμένη
κι έρχεται η Λευτεριά η κυρά με τ΄ άνθη στολισμένη.
Τ΄ ακούνε οι σκλάβοι, που βαθιά σ’ ονείρου βάθος ζούνε
και τα κεριά ετοιμάζουνε και τους παλμούς κρατούνε.
Και το καλό φθινόπωρο με κάποια ανατριχίλα,
στρώνει τ’ ολόχρυσο χαλί με τα στερνά του φύλλα.


Χαρακτηριστικό ποίημα για τη μέρα αυτή είναι κι εκείνο που έγραψε ο Γεώργιος Σουρής, με τίτλο: «Τα πήραμε τα Γιάννενα»


Τα πήραμε τα Γιάννινα
Μάτια πολλά το λένε,
Μάτια πολλά το λένε,
Όπου γελούν και κλαίνε.


Το λεν πουλιά των Γρεβενών
Κι αηδόνια του Μετσόβου,
Που τα έκαψεν η παγωνιά
Κι ανατριχίλα φόβου.


Το λένε χτύποι και βροντές,
Το λένε κι οι καμπάνες,
Το λένε και χαρούμενες
Οι μαυροφόρες μάνες.


Το λένε κι οι Γιαννιώτισσες
Που ζούσαν χρόνια βόγγου,
Το λένε κι οι Σουλιώτισσες
Στις ράχες του Ζαλόγγου.


Ενώ μια άλλη παραλλαγή του ίδιου τραγουδιού αναφέρει:


Το λεν τα μαύρα Γιάννενα, το δόλιο Κακοσούλι,
το λεν κι απ' τη βαριά σκλαβιά, βασανισμένοι δούλοι.


Το λεν κι όσες γκρεμίστηκαν στα κράκουρα του λόγγου,
Σουλιώτισσες που χόρεψαν στις ράχες του Ζαλόγγου.


Το λένε τα ψηλά βουνά κι οι δροσερές βρυσούλες,
το λένε καμαρόφρυδες, κόρες Γιαννιωτοπούλες.


Το λέει αρματολού σπαθί και κλέφτη γιαταγάνι
το λένε χτύποι και βροντές στο τρομερό Μπιζάνι.


"Τα πήραμε τα Γιάννενα μάτια πολλά το λένε,
μάτια πολλά το λένε όπου γελούν και κλαίνε."


Από το συγκλονιστικό αυτό γεγονός δεν έμεινε ασυγκίνητος ο άλλος μεγάλος μας ποιητής, ο Ιωάννης Πολέμης. Γράφει το ποίημα «Όταν πέσανε τα Γιάννενα», εμπνευσμένος από τους θρύλους και την ιστορία της Λίμνης με τις δεκαεφτά παρθένες, που έπνιξε ο διαβόητος Αλή Πασάς.



Βαθιά οι πνιγμένοι ανάσαναν κι εκόχλασε το κύμα
κι εκρινοβόλησαν οι αφροί το υγρό της λίμνης μνήμα.
Κρινόσπαρτος παράδεισος τη νύχτα εκείνη εγίνη
κι ανέβηκαν οι δεκαφτά με την κυρά Φροσύνη.
Σύρε, Φροσύνη, το χορό: Σφιχτά χειροπιασμένες,
σ’ ακολουθούν αχώριστες οι δεκαεφτά Παρθένες.
Λαλούν αθώρητα βιολιά κι αναγαλλιάζ’ η λίμνη
κι ο φλοίσβος της ακρολιμνιάς είναι τραγούδια κι ύμνοι.
Είναι πικρές οι θύμησες και στάζουνε φαρμάκι
μα στρέψε ιδέες, καταδιωχτοί, φεύγουν οι βουλολάκοι.
Ο Αλή πασάς από κοντά με μιαν οχιά για ζώνη
τραβά τα γέρικα μαλλιά, τα γένια ξεριζώνει.
Κι αν σε ρωτήσ’ η λίμνη σου: - Γιατί, Φροσύνη, νιώθω
στα στήθη μου αναγάλιασμα, στα βάθη μου χαρά;
Πες της: η γαλανόλευκη, με τον αιώνιο πόθο
έφερε Φώτων το Σταυρό π’ αγιάζει τα νερά.


Από τους ίδιους θρύλους της πολυτραγουδισμένης λίμνης εμπνεύστηκε και η Βαρβάρα Θεοδωροπούλου - Λιβαδά για να γράψει το ποίημά της με τίτλο: «Στη λίμνη των Γιαννίνων» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ηπειρωτικό Μέλλον" στις 26/2/1979.


Απ' τα νερά σου τα γλυκά παραμυθένια λίμνη,
ας έρθει με τις δεκαεφτά η όμορφη Φροσύνη.
Να ιδούν το κάστρο το παλιό, το σιδεροφραγμένο,
πως είναι πια ελληνικό κι απελευθερωμένο.


Πες στη Φροσύνη να ντυθεί το πιό 'μορφο φουστάνι,
με τα φλουριά τα ολόχρυσα και το πλατύ γιορτάνι.
Και στα χαρούμενα νερά από τη λευτεριά τους,
ας γυαλιστούν οι όμορφες, να ιδούνε τη θωριά τους.


Πες τους να 'ρθούν περήφανες, μ' ολόρθο το κεφάλι
κι η εκκλησιά η ορθόδοξη θα λειτουργήσει πάλι.
Και στη Λαμπρή, στη λειτουργιά, της λευτεριάς λαμπάδες,
θε να σταθούν οι δεκαεφτά, μαρτυρικές κυράδες.


Επίσης πολύ χαρακτηριστικό και συγκινητικό είναι και ένα ποίημα του Μπιζανομάχου Γεωργίου Ν. Γάκη (από την Αρκαδία) ο οποίος απευθύνεται στη μητέρα του:


«Μανούλα μ΄ σε παρηγορώ από χιλιάδες μίλια, γιατί εχθές στον ύπνον μου δυσάρεστη σε είδα.
Ο Τόμαρος αντιλαλεί των κανονιών τους ήχους και χαίρεται που σύντριψαν του Μπιζανίου τους τοίχους.
Στο Πεζικόν το 11ον οφείλεται η νίκη, η τόσον ολιγόωρος, πράγματι είναι φρίκη.
Από Αρκάδας σύγκειται που πήραν πυροβόλα και δη το 1ον Τάγμα του, τον Άγιο Νικόλα.
Η ώρα είναι 12 σχεδόν το μεσημέρι, ως τότε εβαστάχθηκε το τουρκικόν ασκέρι.
Κι εβγήκε απ' τα προχώματα στα Γιάννινα να πάει, όπλα, φυσίγγια, γυλιούς στον δρόμον τα πετάει.
Επίσης και το φρούριον, το τρομερόν Μπιζάνι, εσίγησε κι εκάθετο, σκέπτεται τι να κάνει.
Διότι το εκύκλωσαν εύζωνοι με την λόγχην και ο Εσάτ ευρίσκεται στου ποταμού την όχθην.
Την επομένην το πρωί στέλνει στο Στρατηγό μας, πως το Μπιζάνι σήμερον λογίζεται δικό μας.
Τριάντα χιλιάδες είμεθα, εκτός των πυροβόλων κι όλοι παραδιδόμεθα στο Νικητή «άνευ όρων».
Και τότε ο Στρατηλάτης μας στα Γιάννινα πηγαίνει και από τα χέρια του Εσάτ το ξίφος του το παίρνει.
Μόνος του το παρέδωσε το ξίφος του ο καημένος, ωσάν γενναίος Στρατηγός, αλλά όμως ηττημένος.
Τα βάσανά μου, μάνα μου, σώθηκαν πια καημένη και όλοι περιμένουμε ειρήνη για να γένει.
Για νά 'λθουμε στα σπίτια μας ίνα ξεκουρασθούμε, γιατί εχθρόν δεν έχουμε πλέον να πολεμούμε».


Στο πρώτο μετά την απελευθέρωση φύλλο, της εφημερίδας «Ήπειρος», στις 3 Μαρτίου 1913, υπάρχει περιγραφή για το κλίμα της εποχής εκείνης. Μερικά αποσπάσματα μας πληροφορούν και για τις τρομερές συνθήκες που ζούσαν, οι Τουρκοκρατούμενοι τότε, πρόγονοί μας:


[«Έξω από την πόλη, χωριά ολόκληρα καίγονταν και ληστεύονταν καθημερινά από τον Τούρκικο στρατό. Γυναίκες βιάζονταν και έπειτα δέρνονταν μέχρι θανάτου. Ιερά σκεύη εκκλησιών παίρνονταν ως λάφυρα και πουλιόταν έπειτα στην αγορά των Ιωαννίνων, από Λιάπηδες και Τούρκους στρατιώτες. Και ήταν τέτοιες οι πράξεις τους που προκαλούσαν μόνο φρίκη.
Μέσα στην πόλη υπήρχε διάχυτος ο φόβος και ο τρόμος. Ένα άγριο, βάρβαρο, άτιμο και πέρα από κάθε νόμο και πολιτισμό, σκληρό στροτοδικείο, καταδίκαζε και τιμωρούσε όποιον ήθελε. Πέντε έξι χαφιέδες αστυνομικοί και μερικοί Τουρκογιαννιώτες (Τούρκοι μουσουλμάνοι με μητρική γλώσσα την ελληνική) έγραφαν και μοίραζαν "ζουρνάλια" εναντίον του ενός και του άλλου, νύχτα και μέρα.
Μια κρεμάλα είχε στηθεί στο στρατοδικείο. Άλλη μια στην πλατεία. Άλλη έξω από την πόλη. Και ακούγονταν απαίσια κτυπήματα καρφιών τη νύχτα. Και το πρωί, γεμάτοι φόβο και τρόμο οι Έλληνες έκρυβαν τα δάκρυά τους και μάθαιναν τα δυσάρεστα νέα: «Σήμερα κρέμασαν έξι Χριστιανούς! Αύριο κρεμούν άλλους!»
Και το απαίσιο σχοινί δούλευε και οι απαίσιοι δήμιοι στρατοδίκες μαγείρευαν το μόνο φαγητό για την Τουρκογιαννιώτικη όρεξη: «Κρεμάλα στους Χριστιανούς!».]


Για το φρόνημα των Ηπειρωτών και την αγάπη τους και την πίστη τους στην πατρίδα, στην ίδια εφημερίδα, διαβάζουμε ανατριχιαστικές περιγραφές. Παρά τα φοβερά μαρτύρια των φυλακισμένων η καρδιά τους χτυπούσε στο ρυθμό των κανονιών, που σφυροκοπούσαν το Μπιζάνι:


[«Οι συλλήψεις γίνονταν μαζικά. Χωρίς διακρίσεις πολίτες και χωρικοί ρίχνονταν στις φυλακές ύστερα από βασανιστήρια και αφάνταστες ταλαιπωρίες. Οι φυλακές γέμισαν από ανθρώπους που υπέφεραν πολύ. Τα μπουντρούμια του Αλή Πασά δε χωρούσαν πλέον άλλους. Και τους πετούσαν σαν σκύλους στο γκαλντερίμι του μπουντρουμιού, έξω στο διάδρομο, όπου το κρύο απετελείωνε ό,τι δεν κατάφερε ο ατελείωτος ξυλοδαρμός να τελειώσει. Ένα νεκροκρέβατο και ένας θλιβερός και σιωπηλός παπάς ανεβοκατέβαιναν κάθε μέρα την παλιά σκάλα της φυλακής μεταφέροντας κάθε φορά έναν ακόμα νεκρό. Κι όμως οι φυλακισμένοι, μ΄ όλα αυτά τα βάσανα και το αποτρόπαιο θέαμα, είχαν ακμαίο το φρόνημά τους και ήρεμη την ψυχή τους, και δε ρωτούσαν ούτε αν θα κρεμασθούν κι αυτοί, ούτε αν θα ζήσουν, ούτε αν θα πεθάνουν. Η σκέψη τους πετούσε πάνω στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου, στο Μπιζάνι και τη Μανωλιάσσα. Άκουγαν όλη τη νύχτα το χτύπο των κανονιών βάζοντας το αυτί τους στο χωμάτινο δάπεδο του μπουντρουμιού και το επόμενο πρωί ανυπομονούσαν να φανεί κάποιος, μ΄ ένα νόημα, με μια χειρονομία να τους φέρει μια είδηση για τον Ελληνικό στρατό». ]

Για το μήνυμα της νίκης μάς μιλάει και το ποίημα του Γεωργίου Ξύδη με τίτλο: "Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων"
Πέφτουν στα Γιάννενα κανόνια!
Τη Λευτεριά καλωσορίζουν.
Που οι σκλάβοι ως πεντακόσια χρόνια ,
την καρτερούν και δε λυγίζουν.


Κι ήρθε η εικοστή πρώτη Φλεβάρη ,
του δοξασμένου «Δέκα τρία» ,
που οι αντρειωμένοι μας φαντάροι ,
νικούν εχθρούς, βροχές και κρύα.


Και στήνουν την γαλανομάτα ,
πάνω στ'αγέρωχο Μπιζάνι.
με της ψυχής τους τη σκαπάνη.


Τις αλυσίδες σπουν κομμάτια,
και χτίζουν λαμπερά παλάτια,
της νίκης που φορεί στεφάνι.

 
Η είσοδος του Ελληνικού στρατού στα Γιάννενα, για τους κατοίκους της μαρτυρικής πόλης, ήταν ένα ασύλληπτο και μοναδικό γεγονός. Η πτώση του Μπιζανίου και τα λεύτερα Γιάννενα, είναι δύο γεγονότα σημαδιακά, όχι μόνο για την Ήπειρο αλλά και για όλο τον Ελληνισμό. Το πώς δέχτηκε ο πληθυσμός τα παλικάρια εκείνα, τους ελευθερωτές του, δεν μπορεί να περιγραφεί. Μόνο μια αμυδρή εικόνα μάς δίνει ο χρονικογράφος της εποχής εκείνης, ο οποίος στην εφημερίδα «Ήπειρος», στις 3 Μαρτίου 1913, μας δίνει τις σχετικές πληροφορίες:


[«Η παράδοση των Ιωαννίνων είχε ήδη συντελεστεί και ο διοικητής του 3ου Πεζικού Συντάγματος Ιωάννης Γιανακίτσας, με δύο τάγματα, βρίσκονταν από τα μεσάνυχτα κοντά στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Μπουνίλας (στη σημερινή Ανατολή), και σ' αυτή τη βιαστική άφιξη (του τμήματος του Ελληνικού στρατού λίγο έξω από την πόλη) , χρωστάει η πόλη μεγάλο μέρος από τη σωτηρία της.
Τι έγινε μετά από αυτή τη στιγμή, ούτε καμία πένα μπορεί να ζωγραφίσει, ούτε κανένας άνθρωπος να διηγηθεί, ούτε καμιά μνήμη να συγκρατήσει.
Χιλιάδες άνθρωποι έπεφταν πάνω στα άλογα των Ελλήνων στρατιωτών και μη μπορώντας να φιλήσουν τους γενναίους ιππείς ασπάζονταν τα φάλαρα και τα χαλινάρια των αλόγων, ως αγιασμένα κειμήλια. Κλαίγοντας από τον ασυγκράτητο ενθουσιασμό οι πολίτες, γνωστοί και άγνωστοι, αγκαλιάζονταν μεταξύ τους.
Γυναίκες γονάτιζαν στη μέση του δρόμου κλαίγοντας από χαρά, ενώ εκατομμύρια πυροβολισμοί από κάθε γωνία και από κάθε σπίτι φανέρωναν το μεγάλο ενθουσιασμό και χαιρετούσαν την ανύψωση της γαλανόλευκης στο διοικητήριο και το φρούριο της πόλης. Τα Γιάννενα ήταν Ελληνικά. Ελεύθερα πλέον»!]


Ελεύθερα τα Γιάννενα
εικοσιμία Φλεβάρη
η Ήπειρος ελεύθερη
απ' της σκλαβιάς τα βάρη.


Πανηγυρίζει η πόλη μας
όλη με καλοσύνη
Βασιλική στήνει χορό
με την κυρά Φροσύνη.


Φροσύνη πιάσε το χορό
πρώτη απ' τις κυράδες
και ξύπνα και τις δεκαεφτά
τις όμορφες νεράιδες.


Πιάστε χορό στα κύματα
την άγια τούτη μέρα
ανθόσπαρτη είν' η λίμνη μας
κι ο κάμπος όλος πέρα.

...Για την ιστορία αναφέρουμε ότι την ημέρα της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, παραδόθηκαν 30.000 Τούρκοι στρατιώτες και 1.000 αξιωματικοί, με 120 πολυβόλα και πυροβόλα.



Ο ιστορικός θα μας διηγηθεί αργότερα:


"Το κανονίδι πήγαινε καπνός κι όλη τη νύχτα τούτη μέχρι το χάραμα. Ο βρόντος τάραζε τα πάντα. Τα σπίτια και ο τόπος τρεμούλιαζαν σαν από σεισμό.
Οι Γιαννιώτες - άντρες, γυναίκες και παιδιά - με κολλημένα τα μάγουλα και τα μάτια στο "τζαμλίκια" των σπιτιών τους, έβλεπαν τους Τούρκους φαντάρους να μπαίνουν στην πόλη τσούρμο - τσούρμο και να τρέχουν κυνηγημένοι σαν τα αγρίμια να κρυφτούν...
Γέροντες μέσα στα σπίτια τους, ετοιμοθάνατοι κι άλλοι άρρωστοι σκλάβοι, κρατούσαν την ψυχή στο στόμα και πάλευαν να μην ξεψυχήσουν ετούτη τη μέρα...
Καρτερούσαν τη λευτεριά και ύστερα να...πέθαιναν."


Σε λίγο η Γαλανόλευκη, και όχι το μισοφέγγαρο, θα κυματίζει περήφανη στο Διοικητήριο της πόλης. Οι Γιαννιώτες τη χαιρετίζουν με κανονιοβολισμούς και ντουφεκίδι.


Το δημοτικό τραγούδι, σύμφωνα με τη λαογραφία, θα επισημάνει αργότερα:


"Ξύπνα καημένε μου πασά να ιδείς τα Γιάννενά σου.
Τα πήρανε οι Έλληνες, δεν είναι πια δικά σου.
Και για να παρηγορηθείς, βεζίρη μου κι αν κρίνεις,
ειπέ το της Βασιλικής και της κυρα-Φροσύνης.
Βοή κι αντάρα ακούγεται, βροντοκοπούν τουφέκια
και τα κανόνια πέφτουνε, σαν να 'ναι αστροπελέκια..."
(Κων/νος Ζήκος ΦΩΝΗ ΣΥΝΤ/ΧΩΝ ΟΤΕ) αναδημοσίευση από το blog "Η διαδρομή"

Όταν μπήκε ο Ελληνικός στρατός στα Γιάννενα η είδηση της απελευθέρωσης φτερούγισε γοργά από σπίτι σε σπίτι, από στόμα σε στόμα σε όλους τους Γιαννιώτες που ήταν έτοιμοι σαν από καιρό για το μεγάλο πανηγύρι. Οι κάτοικοι ξεχύθηκαν στους δρόμους και σχεδόν αυτόματα, απ΄ όλα τα σπίτια και σ΄ όλους τους δρόμους, ξεπετάχτηκαν αναρίθμητες Ελληνικές σημαίες, σημαίες που ήταν για πολλά χρόνια καλά κρυμμένες στα σεντούκια και περίμεναν καρτερικά ετούτη τη μεγάλη στιγμή για να ξεδιπλωθούν και ν' ανεμίσουν στον ελεύθερο γιαννιώτικο ουρανό. Οι καμπάνες χτυπούν αναστάσιμα. Τα χείλη γελούν. Οι καρδιές ριγούν.
Και σ΄ αυτή την περίπτωση, όπως σε κάθε κρίσιμη ώρα, έκανε το θαύμα της η αθάνατη, καρτερική, λεοντόκαρδη και πατριδολάτρισσα Ηπειρώτισσα. Και πάλι ο χρονικογράφος της εποχής εκείνης μάς εξηγεί το φαινόμενο:

[«Ένα τεράστιο πλήθος με χιλιάδες ανθρώπους κινούνταν από ενθουσιασμό, σαν θάλασσα και σαν ωκεανός, που ξύπνησε από το φύσημα δυνατής θύελλας. Και ενώ η ατμόσφαιρα είναι ήρεμη, ηλιόλουστη και γαλήνια, οι χιλιάδες Ελληνικές σημαίες κυματίζουν απαλά. Η πολύπαθη πόλη αναπνέει και η αναπνοή της λικνίζει τις αμέτρητες σημαίες με προσφιλές και γνωστό άσμα. Και οι σημαίες απαλά χαμογελούν και παίζουν με τη χαρά και την ευτυχία της αγαπημένης μας πόλης.
Πού βρέθηκαν τόσες χιλιάδες σημαίες; Ιστορία αληθινή και παθητική ποίηση!»]


Θεέ μου δώσε μου φτερά
ψηλά για να πετάξω,
τα λεύτερα τα Γιάννενα
να πάω να κοιτάξω.


Να ιδώ τα ξακουστά βουνά
κάστρα αρματωμένα,
πανώρια σπίτια ζηλευτά
ξανά λευτερωμένα.


Να ιδώ ευζώνους στο χορό
που γλυκοτραγουδάνε:
"Τα πήραμε τα Γιάννενα,
οι Τούρκοι δεν πατάνε."


Το Μπιζάνι θα παραμένει πάντα ένα ιερό σύμβολο. Ένα σύμβολο παληκαριάς, αυτοθυσίας και πατριωτισμού. Στο Μπιζάνι δοκιμάστηκε, για μια ακόμη φορά, η Ελληνική στρατιωτική τέχνη και ικανότητα, αλλά και η ψυχική και σωματική δύναμη του Έλληνα στρατιώτη.
Η ευγνωμοσύνη των Ηπειρωτών, και όλων των Ελλήνων, θα παραμένει αιώνια.
Για τα παλικάρια που πολέμησαν.
Για τα αγνά παλικάρια που έπεσαν στο Μπιζάνι που όπως έγραψε και ο Ιταλός ποιητής Ντ' Ανούτσιο Γαβριήλ:
«Ότι εγράφη με αίμα τίποτε δεν μπορεί να το σβήσει»

Για τη μεγάλη αυτή θυσία των Μπιζανομάχων η Μαίρη Τσακελίδου γράφει στην ιστοσελίδα των Αποφοίτων της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων (http://www.zosimaia.gr/MenuDynamic.asp?Menu=9&submenu=12 ):

«Τα Γιάννινα δεν τα πήραμε μόνο με τα όπλα και τον ηρωισμό των στρατιωτών.
Δεν τα πήραμε μόνο με στρατηγικά σχέδια και υψηλά ιδανικά.
Τα πήραμε με ψυχή και τρυφεράδα
Τα πήραμε με τα αισιόδοξα γράμματα από τα παγωμένα μετερίζια...
Οι αγώνες των Ελλήνων δεν ήταν ξεχωριστοί μόνο για την δύναμη της ψυχής τους.
Ήταν ξεχωριστοί και για τις εξομολογήσεις της μοναξιάς που βρέθηκαν
στα κιτρινισμένα γράμματα του μετώπου.
Μέσα από τις τσαλακωμένες σελίδες ξεπηδούν ζωντανοί οι πολεμιστές.
Ξεπηδούν ζωντανές οι στιγμές της καθημερινότητας, των μαχητών που μαζεύτηκαν απ' όλη την Ελλάδα.
Αυτά ψάξαμε για τούτη την επέτειο.
Αυτές τις στιγμές δημοσιεύουμε για να κρατήσουμε ζωντανές τις
μνήμες με ονοματεπώνυμο ή χωρίς.


Αφιέρωμα στον Άγνωστο
Που σκοτώθηκε
Για να γεννηθούμε λεύτεροι.»


Επίσης για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ο Γερμανός φιλέλληνας Ούλριχ Βιλάμοβιτς έγραψε:


Στους πρόποδες του Τόμαρου, στα ακρινά κλωνάρια
της ιερής βελανιδιάς κάθεται περιστέρι,
και ψάλλει υπερήφανο της λευτεριάς τραγούδι:


«Δία, θεέ Πελασγικέ, προστάτη της Δωδώνης,
κοίταξε τώρα γύρω σου, όλος χαρά γεμάτος,
ποιά είναι η παλληκαριά στη σύγχρονη Ελλάδα».


Κι όλοι γιορτάζουνε στη γη μ’ ύμνους επινικίους
όσοι είναι φίλοι του Διός και φίλοι των Ελλήνων.


Την αποφασιστικότητα, την αυτοθυσία και την αυταπάρνηση των μαχητών του Μπιζανίου φανερώνει περίτρανα και το επόμενο ποίημα με τίτλο: «Τα ευζωνάκια».


Ένα πουλάκι έβγαινε
μέσ' από το Μπιζάνι.
Κι είχε θολά τα μάτια του
και μαύρα τα φτερά του.


Κι η Ρούμελη το ρώτησε
και μόνο το ρωτάει:


"Για πες μας βρε πουλάκι μου
κάνα καλό χαμπέρι.
Ακούω κανόνια πέφτουνε
κι ολόγυρα βουίζουν.
Πες μας πουλί τι γίνεται
και τι λεβέντες πέφτουν;"


"Τι να σου πω βρε Ρούμελη,
τι να σου μολογήσω;


Τα ευζωνάκια πολεμούν
στο ξακουστό Μπιζάνι.
Πέντε μερούλες νηστικά
και δέκα διψασμένα.
Μέσα στους πάγους πολεμούν
κι είναι κρουσταλιασμένα.
Πέφτουν λεβέντες μας νεκροί,
λεβέντες πληγωμένοι."


Κι ο Σαπουτζάκης έλεγε
κι ο Σαπουτζάκης λέει:


"Παιδιά μου, μη δειλιάσετε
το τούρκικο το βόλι,
να πάρουμε τα Γιάννενα
κι ας σκοτωθούμε όλοι."


Επίσης στη μνήμη του ανώνυμου ήρωα Μπιζανομάχου και ιδιαίτερα του Εύζωνα είναι αφιερωμένο το παρακάτω ποίημα γραμμένο από τον Αλέξανδρο Μαυράκη με τίτλο: "Ο Εύζωνας"


Σίμωσε φίλε μου πιστέ και σήκωσέ με λίγο,
μ' αφήνουν οι δυνάμεις μου, το φως μου σκοτεινιάζει.
Για πάντα σ' αποχαιρετώ, γι' άλλη ζωή θα φύγω,
με πήρε σφαίρα στην καρδιά κι ο πόνος μου με σφάζει.


Θ' αφήσω το ντουφέκι μου, την κάπα, το σπαθί μου
και τους πιστούς τους φίλους μου, τους πολυαγαπημένους.
Μα πόνος μεγαλύτερος, σπαράζει την ψυχή μου
που θα πεθάνω πριν να ιδώ τα Γιάννενα πεσμένα.


Μαύρο μολύβι, εχθρικό γιατί εβιάσθης τόσο;
Με παίρνεις πριν τα Γιάννενα ελεύθερ' αντικρύσω,
τη μάνα μ' απ' τα τούρκικα βάσανα πριν γλιτώσω
και πριν το πόδι σπίτι μας το πατρικό πατήσω.


Ελληνικά τα Γιάννενα, μεγάλη την πατρίδα...
κι ας ξεψυχούσα στη στιγμή, ας μ' έκαναν κομμάτια.
Μα, φίλε, βόηθα με, μου φεύγει κάθε ελπίδα,
κλονίζομαι... σκότος βαθύ μου σκέπασε τα μάτια.
Θανάτου όμως άρχισε και ρόγχος κι αγωνία,
αισθάνθη έναν κλονισμό ο εύζων ο μικρός.


Και αντηχούν οι λαγκαδιές, τα δάση, τα βουνά
κι αντηλαλούν οι ρεματιές γεμάτες από χιόνι,
με ψαλμωδία όμοια, μ' αγγέλων Ωσαννά:
"Τα Γιάννενα ο Ελληνικός Στρατός ελευθερώνει".


Και μέσα στο αφάνταστο εκείνο πανηγύρι
μισάνοιξε ο εύζωνας τα μάτια μια στιγμή,
εχαμογέλασε γλυκά, φιλεί το σύντροφό του
για ύστερη, ουράνια, θεία ευχαριστία
και εις τον Ύψιστο πετά... Έγινε τ' όνειρό του!


Όταν μιλάμε όμως για το Μπιζάνι δεν μπορούμε να μη θυμόμαστε τον τρομερό πορθητή του, τον ταγματάρχη Βελισσαρίου. Ένα σεμνό παλικάρι, από την Κύμη της Εύβοιας, που πέρασε στην ιστορία ως ένας από τους πιο τιμημένους Έλληνες αξιωματικούς. Είναι ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που, με την κεραυνοβόλα προέλασή του, έφτασε στις παρυφές της πόλης. Γι΄ αυτό κι ο λόφος εκείνος, προς τιμήν του, ονομάζεται λόφος Βελισσαρίου, καθώς και το στρατόπεδο και το γυμνάσιο που βρίσκονται στον ίδιο λόφο, στην είσοδο της πόλης.
Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα για το θάνατο του ήρωα στη μάχη του Κιλκίς.


Μοιριολογούνε τα βουνά, η Τζουμαγιά στη Θράκη.
Μοιριολογούν οι Έλληνες, κλαίνε τον ταγματάρχη.
Τί το κακό που πάθαμε, το Βελισσάρη χάσαμε!
Κλάφτε αϊτοί το σταυραετό, κλάφτε το Βελισσάρη.
Κλάφτε κι εσείς ευζώνοι μου τ' ατρόμητο λιοντάρι.
Κλάψετ' αϊτοί και σταυραϊτοί, κλάψτε το Βελισσάρη.
Κλάψε κι εσύ Ευζωνικό, το πρώτο παληκάρι.
Μες στην φωτιά, ορθός επολεμούσε,
κι όποιος τον πρωτογνώρισε, το Χάρο αψηφούσε.
Οι Τούρκοι όταν άκουγαν, πως είν' ο Βελισσάρης,
καλύτερα το είχανε ο Χάρος να τους πάρει!

Για το τέλος αφήσαμε ένα σημαντικό αλλά και σχετικά άγνωστο κομμάτι που είναι οι εθελοντές, οι οποίοι πήραν μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων και πολέμησαν στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου υπηρετώντας πιστά τα ιδεώδη της ελευθερίας και του αλτρουισμού, θέλοντας να τους τιμήσουμε ιδιαίτερα και να τους πούμε ένα μεγάλο και ειλικρινές «ευχαριστώ!»


Με την κήρυξη του πολέμου παρουσιάζεται ένα νέο ρεύμα εθελοντισμού, πολύ πιο έντονο από αυτό του Μακεδονικού αγώνα, τόσο από το εσωτερικό της ελεύθερης αλλά και της υπόδουλης Ελλάδας, όσο και από το εξωτερικό.
Αυτά τα εθελοντικά σώματα αναφέρονται σε πολλά ιστορικά κείμενα σαν πρόσκοποι, αλλά ήταν στρατιωτικά τμήματα, άλλα εκπαιδευμένα και άλλα όχι, με αρχηγό και αξιωματικούς, οπλισμό, οργάνωση και αποστολή και σε πλήρη συνεργασία με τον τακτικό ελληνικό στρατό και τα οποία συνέβαλλαν τα μέγιστα στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων και της Ηπείρου.
Τα εθελοντικά σώματα που έδρασαν στην περιοχή της Ηπείρου ήταν:


1. Το μεικτό απόσπασμα Ηπείρου του υπολοχαγού Δημητρίου Μπότσαρη με δύναμη 500 Σουλιωτών.


2. Τα Σώματα Κρητών Οπλαρχηγών που έδρασαν στην περιοχή του Σουλίου για τον έλεγχο της μοναδικής ατραπού από Τσερίτσανα προς τα δύο Βουνά, της Ολύτσικας και της Δωδώνης.


3. Το απόσπασμα του Σπυρομίλιου στη Χειμάρρα.


4. Τα σώματα του Συνταγματάρχη Κόρακα και η Φάλαγγα Μετσόβου στην πλευρά του Μετσόβου και του Ζυγού.

5. Το σώμα των Ελλήνων Ερυθροχιτώνων, γνωστών ως Γαριβαλδινών, του γέροντα Ριτσιώτη Γαριβάλδη που ήλθε από την Ιταλία. Σ΄ αυτό κατατάσσεται με 70 Κερκυραίους εθελοντές και ο ευγενής Κερκυραίος βουλευτής και ποιητής Λορέντζος Μαβίλης ο οποίος ξεψυχώντας μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του στο Δρίσκο στις 23 Νοεμβρίου 1912 είπε την αθάνατη φράση:

"Δεν ήλπιζα τέτοια τιμή, να δώσω τη ζωή μου για την Ελλάδα"
και του οποίου το άγαλμα βρίσκεται στην ομώνυμη πλατεία δίπλα στη λίμνη απ' όπου αγναντεύει το χιονισμένο Μιτσικέλι και το Δρίσκο και θυμίζει σε μας τους νεότερους ότι:
"η μεγαλοσύνη στα έθνη δε μετριέται με το στρέμμα,
με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα."

Στο Μπιζάνι, στο Μπιζάνι...
λόγχες ευζώνων λάμπουν,
πού 'χουνε λαχτάρα νά 'μπουν,
μες στην πόλη του Αϊ-Γιάννη.


Ποίου σπαραγμού σκηνή!
Σώμα πολεμούν με σώμα,
μα φωνάζει μια φωνή,
πως κι οι Γαριβαλδινοί
πολεμούνε με το Ρώμα.


Κι ένας γέρος, ο Μαβίλης,
ασπρομάλλης ποιητής,
ξεπροβάλλει μαχητής.


Νάτος, νάτος... φτερωτός,
στης Τουρκιάς ορμά τ' ασκέρι,
μα σκοτώνεται κι αυτός,
με γυμνό σπαθί στο χέρι.


6. Οι Κρήτες εθελοντές. σε 77 σώματα με δύναμη 3.500 άνδρες και με αρχηγούς τους Γύπαρη, Ηππίτη, Κυριάκο Μητσοτάκη, Δεληγιαννάκη, Μακρή, Σκουλά, Μάνο και άλλους.


7. Άλλοι 3.500 Κρήτες συγκρότησαν το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών υπό τον Αντισυνταγματάρχη Συνανιώτη, (σε Κρήτες παραδόθηκε το Μπιζάνι και από Κρήτες του Συνανιώτη ακούστηκε για πρώτη φορά η ιαχή ΑΕΡΑ).


8. Τον Οκτώβριο του 1912 έφθασε στην Πρέβεζα ο Ιερός Λόχος Κρητών Φοιτητών με 240 φοιτητές οι οποίοι εντάχθηκαν στο Στρατό της Ηπείρου, (από αυτούς τους 240 αμούστακους ήρωες οι 160 έπεσαν νεκροί κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων).


9. Λόχος Κρητών δασκάλων, που εντάχθηκε στο Σύνταγμα του Ηπίτη.

9α. Ανάμεσα στους πολλούς Κρητικούς που συμμετείχαν στον αγώνα για την απελευθέρωση της Ηπείρου ήταν και ο πατέρας του συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος σε ηλικία 16 χρονών έφυγε κρυφά από τα Χανιά της Κρήτης για να έρθει να πολεμήσει στο Μπιζάνι, όπου και τραυματίστηκε, ευτυχώς ελαφρά.
[Από συνέντευξη του μουσικοσυνθέτη στην εκπομπή της ΝΕΤ "ΣΤΑ ΑΚΡΑ" με τη δημοσιογράφο Βικυ Φλέσσα]

10. Στο άκουσμα του πολέμου, 225 παλικάρια που ήταν εγκατεστημένα στην Αμερική συγκρότησαν τον Ιερό Λόχο Φιλαδέλφειας, γνωστό σαν Λόχο των Αμερικάνων. Τα εγκατέλειψαν όλα προκειμένου να προσφέρουν στην Πατρίδα. Με την οικονομική συνδρομή των εκεί Ηπειρωτών μίσθωσαν επιβατικό πλοίο, αγόρασαν 4 πεδινά κανόνια και οπλισμό και το Νοέμβριο του 1912 εντάχθηκαν στο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών του Συνανιώτη. Οι μισοί σκοτώθηκαν στην Αετοράχη.


11. Από το προσκλητήριο δεν απουσίασε η Κύπρος. Σχεδόν 2.000 Κύπριοι εθελοντές προσήλθαν και πολέμησαν στα διάφορα μέτωπα της Μακεδονίας και της Ηπείρου το 1912. Ανάμεσα στους Κύπριους αγωνιστές περιλαμβάνονται και πολλά σημαίνοντα πρόσωπα της κυπριακής κοινωνίας, όπως ο τότε αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο μητροπολίτης Μελέτιος καθώς και ο δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος, ο οποίος σκοτώθηκε στον Προφήτη Ηλία Μανωλιάσας τον Δεκέμβριο 1912.


12. Θα πρέπει να αναφερθεί και η συνδρομή των κατοίκων της Ηπείρου, ιδιαίτερα της Λάκκας Σουλίου, στα σώματα αυτά, οι οποίοι ανέλαβαν το δύσκολο έργο της Διοικητικής μέριμνας και υποστήριξης, δηλαδή της εξεύρεσης τροφίμων, της παρασκευής φαγητού και της περιποίησης των τραυματιών. Το έργο τους ήταν πολύ δύσκολο. Τα μέσα πρωτόγονα και τα αγαθά λιγοστά.

13. Τέλος μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι και αυτή του ολυμπιονίκη Κώστα Τσικλητήρα ο οποίος αρνήθηκε να παραμείνει στα "μετόπισθεν" όταν ξέσπασε ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος και ζήτησε να στρατευτεί στην "πρώτη γραμμή" του πολέμου, όπου λίγους μήνες αργότερα έχασε τη ζωή του σε ηλικία 25 ετών, αφού προσβλήθηκε από μηνιγγίτιδα.


Έχουν περάσει 97 χρόνια από την εποχή εκείνη. Τα Γιάννενα του σήμερα δεν είναι πια η πόλη του 1913. Δεν είναι καν «η μικρή μας πόλη» του Δημητρίου Χατζή. Μεγάλωσαν, απλώθηκαν, ψήλωσαν, ομόρφυναν ή σε κάποιες περιπτώσεις ασχήμηναν κιόλας. Τα σπίτια κι οι αυλές έγιναν πολυκατοικίες, τα σοκάκια και τα γκαλντερίμια ασφαλτοστρώθηκαν, οι παιδικές αλάνες έγιναν πολυκαταστήματα. Η λίμνη που έγλυφε τα πόδια του κάστρου μπαζώθηκε και μίκρυνε. Η Ντραμπάτοβα στέρεψε, οι ψαρόβαρκες έγιναν μηχανοκίνητες κι οι βενζίνες καραβάκια που μεταφέρουν τους τουρίστες στο πανέμορφο νησάκι της Παμβώτιδας.
Πέρασαν πια στη μνήμη και στην ιστορία οι μέρες που οι ξενιτεμένοι Γιαννιώτες αναλογίζονταν φεύγοντας για τα ξένα:
"τάχα θα ζήσω για να ιδώ τα Γιάννενα απ' το Ντρίσκο,
κάθε λιθάρι που πατώ να σκύψω να φιλήσω;"
κι οι γλεντζέδες της Καραμπεριάς τραγουδούσαν:
" Θεέ μεγαλοδύναμε, μια χάρη σου ζητάω
να γίνει η λίμνη μας κρασί, μέσα να κολυμπάω."


Τίποτα απ' όλα αυτά δεν έχει μείνει ίδιο. Η 21η Φεβρουαρίου 1913, όμως, παραμένει οριακή χρονολογία για την ιστορία τόσο της Ηπείρου όσο και της Ελλάδας γενικότερα. Και το Μπιζάνι και τα Γιάννενα υπενθυμίζουν σε μας τους νεώτερους το καθήκον μας. Ένα χρέος διαχρονικό για την πολύπαθη πατρίδα και τον πολυβασανισμένο λαό της, ενώ θα πρέπει να αποτελούν και ένα ...


Αφιέρωμα στον Άγνωστο! Που σκοτώθηκε...Για να γεννηθούμε εμείς ελεύθεροι.

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

21 Φεβρουαρίου 1913 - Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων

Υπό Παντελεήμονος του Ιαματικού

Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, το Φεβρουάριο του 1913, υπήρξε ένα σπουδαίο στρατιωτικό και πολιτικό γεγονός στην έκβαση του Βαλκανικού Πολέμου.
Τη μεγάλη στρατιωτική νίκη ανήγγειλε στη Βουλή, ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Κατά την ιστορική εκείνη συνεδρίαση της 21ης Φεβρουαρίου 1913, ο πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, έδωσε αμέσως μετά την έναρξη των εργασιών το λόγο στον πρωθυπουργό και υπουργό των Στρατιωτικών Ελευθέριο Βενιζέλο, που είχε προσέλθει περιχαρής.
Και εκείνος, εν μέσω θυελλωδών χειροκροτημάτων, ανήλθε στο βήμα και ανακοίνωσε το τηλεγράφημα του αρχιστρατήγου και διαδόχου Κωνσταντίνου, που είχε σταλεί από το στρατηγείο του, στο Χάνι του Εμίν Αγά.
«Την τρίτην πρωινήν, ήρξατο γενική επίθεσις κατά του φρουρίου Ιωαννίνων».
Στη συνέχεια διάβασε τις αναλυτικές αναφορές για την επίθεση και τα επόμενα τηλεγραφήματα, σύμφωνα με τα οποία, στις 8 το πρωί ο στρατιωτικός διοικητής των Ιωαννίνων Εσάτ Πασάς επιθυμούσε να παραδώσει τα Ιωάννινα. Έστειλε μάλιστα αντιπροσωπεία να διαπραγματευθεί τα της παραδόσεως.
Και ενώ η αίθουσα σείονταν από τα χειροκροτήματα, ο Βενιζέλος, διάβασε το τηλεγράφημα του υπαρχηγού του Επιτελείου, σύμφωνα με το οποίο:
«Tρεις ίλαι ιππικού υπό την διοίκησιν του υποστρατήγου Σούτσου, εισήλθον εις τα Ιωάννινα μετά της χωροφυλακής».
Αμέσως μετά μίλησαν οι Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, Γεώργιος Θεοτόκης, Δημήτριος Ράλλης, Δημήτριος Γούναρης και άλλοι.
Προς το τέλος της συνεδρίασης, ελήφθη από το Χάνι του Εμίν Αγά και άλλο τηλεγράφημα, που γνωστοποιούσε την υπογραφή του πρωτοκόλλου της παραδόσεως.
«Το φρούριο των Ιωαννίνων- έλεγε το τηλεγράφημα- παραδίδεται στον Ελληνικό Στρατό. Οι Τούρκοι στρατιώτες και οι αξιωματικοί, παραδίδονταν ως αιχμάλωτοι πολέμου, μαζί με όλο το υλικό τους, τις σημαίες και τα άλογά τους».
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, χαιρετίσθηκε με ενθουσιασμό και από τον Τύπο.
Ο ποιητής Χρήστος Χρηστοβασίλης δημοσίευσε ποίημα, ειδικά για την περίσταση, αναφέροντας μεταξύ άλλων:
Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι,
χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδούμε,
γιατί ελευτερωθήκανε, Αϊτέ, τα Γιάννινά μας.
Ο Γεώργιος Σουρής έγραψε στο "Ρωμηό" ανάλογο ποίημα.
Τα πήραμε τα Γιάννινα
Μάτια πολλά το λένε,
όπου γελούν και κλαίνε.
Το λεν πουλιά των Γρεβενών
κι αηδόνια του Μετσόβου…
Η συνεδρίαση ελύθη για να παραστούν οι βουλευτές, στη Δοξολογία που ετελείτο στη Μητρόπολη Αθηνών.
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων έγινε μετά από πολυήμερη σκληρή πολιορκία των οχυρωμένων θέσεων της ευρύτερης περιοχής, κάτω από σκληρές καιρικές συνθήκες.
Η γενική επίθεση κατά της οχυρωμένης τοποθεσίας του Μπιζανίου, άρχισε το πρωί της 20ης Φεβρουαρίου 1913. Οι μαχητές του 1ου Συντάγματος Ευζώνων διακρίθηκαν για τις τολμηρές διεισδύσεις τους. Οι άλλες ελληνικές δυνάμεις με διάφορα στρατηγικά τεχνάσματα, κατόρθωσαν να παραπλανήσουν τους Τούρκους. Το πυροβολικό έβαλε εναντίον τους ασταμάτητα.
Στις 11 το βράδυ ο διοικητής των Ιωαννίνων Εσάτ Πασάς αναγκάσθηκε να στείλει απεσταλμένους για παράδοση της πόλης. Η συμφωνία επιτεύχθηκε και η παράδοση της πόλης ορίσθηκε για τις 8 το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου. Υπεγράφη και σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης. Το υπέγραψε ο διοικητής της οχυρωμένης τοποθεσίας Τούρκος αντισυνταγματάρχης Βεχήπ Μπέης και οι Έλληνες λοχαγοί Ιωάννης Μεταξάς και Ξενοφών Στρατηγός.
Ο αρχιστράτηγος και Διάδοχος Κωνσταντίνος εισήλθε στην πόλη στις 22 Φεβρουαρίου και μαζί με το Στράτευμα έγιναν δεκτοί από τους κατοίκους με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις. Ακολούθησε δοξολογία στη Μητρόπολη των Ιωαννίνων. 
Η Ήπειρος ολόκληρη ζούσε μεγάλες στιγμές.
 
[Άρθρο δημοσιευμένο από τον κ. Πέτρο Δημητρόπουλο,στο blog : “Στης Βουλής τα έδρανα” - 23/2/2006 http://edrana.blogspot.com/2006/02/21-1913.html

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ (21/2/1913)

[Αναδημοσιεύσεις άρθρων από την εφημερίδα "ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ", σχετικών με τον αγώνα και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.]



ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
O Ι. Βελισσαρίου και η Απελευθέρωση των Ιωαννίνων
Γράφει ο ANAΣTAΣIOΣ MΠIΓΓOΣ Eπίτιμος Σύμβουλος Φιλολόγων Iωαννίνων


Ο Iωάννης Βελισσαρίου ήταν γενναίος Αξιωματικός του ένδοξου Ελληνικού Στρατού και καταγόταν από την Κύμη της Εύβοιας. Πολέμησε με μεγάλη ανδρεία στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, αλλά κυρίως διακρίθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Μάλιστα πήρε μέρος στην καθοριστική και δύσκολη μάχη για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.


Όπως είναι γνωστό, τελικό σχέδιο επίθεσης καταρτίσθηκε στις 16 Φεβρουαρίου και στις 19 (Φεβρουαρίου) το Ελληνικό Πυροβολικό άρχισε να βάλλει ασταμάτητα κατά των τουρκικών πυροβολείων και των χαρακωμάτων του τουρκικού Πεζικού. Οι Τούρκοι ανταπάντησαν με το σύνολο των πυροβόλων του Μπιζανίου χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα και προς το μεσημέρι σταμάτησαν.


Η γενική επίθεση των ελληνικών δυνάμεων εκδηλώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ής Φεβρουαρίου. Η 2η Μεραρχία κατέλαβε θέσεις στον Τομέα Αυγό και η Ταξιαρχία Μετσόβου στο Κοντοβράκι. Η 1η και 3η φάλαγγα του Α΄ Τμήματος Στρατιάς κατέλαβαν τα υψίστης στρατηγικής σημασίας υψώματα του Καστρίου, του Προφήτη Ηλία, του Αγίου Νικολάου και της Τσούκας, ύστερα από μεγάλο και σκληρό αγώνα. Η 2η φάλαγγα του Τμήματος κινήθηκε διά μέσου της Μανωλιάσας καταδιώκοντας τους υποχωρούντες Τούρκους προς την κατεύθυνση Ιωαννίνων και κατέλαβε την κοιλάδα της Δωδώνης, φτάνοντας μέχρι τον Άγιο Νικόλαο. Συνεχίζοντας την προέλαση έφτασε στη Ραψίστα (Πεδινή), όπου ανέτρεψε την τουρκική αντίσταση. Μάλιστα δύο ιδιαίτερα τολμηροί Αξιωματικοί, ο Ιατρίδης και ο Ιωάννης Βελισσαρίου (Διοικητές των Ταγμάτων 8ου και 9ου αντίστοιχα), συνέχισαν την καταδίωξη του εχθρού μέσα στη βαλτώδη πεδιάδα της Ραψίστας (Πεδινής) και το βράδυ έφτασαν στους λόφους του Αγίου Ιωάννη Μπουνίλας, όπου εγκατέτησαν προφυλακές για ασφάλεια και έκοψαν τα καλώδια τηλεφώνων και τηλεγράφων, νεκρώνοντας έτσι την επικοινωνία Ιωαννίνων – Μπιζανίου.


Ο Εσάτ Πασάς αναγκάστηκε (8 το βράδυ) να ζητήσει τη μεσολάβηση του Μητροπολίτη Γερβάσιου και των Προξένων για την παράδοση της πολυθρύλητης πόλης των Ιωαννίνων. Οι Πρόξενοι ανακοίνωσαν στον Κωνσταντίνο τον μεσολαβητικό τους ρόλο με έγγραφο που στάλθηκε με τους αξιωματικούς Ρεούφ και Ταλαάτ, τους οποίους συνόδευε ο Επίσκοπος Δωδώνης Πανάρετος, ως εκπρόσωπος της Μητρόπολης. Μαζί με τον ατρόμητο Ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου οδηγήθηκαν τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Φεβρουαρίου (1913) στο Γενικό Στρατηγείο Εμίν Αγά. Ύστερα από σύντομη συζήτηση συμφώνησαν την παράδοση της πόλης και των τουρκικών δυνάμεων και δόθηκαν οι σχετικές διαταγές.


Την επομένη ο ένδοξος Ελληνικός Στρατός εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη των Ιωαννίνων και η υποδοχή ήταν πράγματι αποθεωτική. Η πόλη των Γραμμάτων και των Τεχνών σημαιοστολισμένη πανηγύριζε και ζητωκραύγαζε με ασυγκράτητο ξέσπασμα σπάνιου ενθουσιασμού για τη μεγάλη νίκη.


Τα θρυλικά Γιάννινα ήταν ελεύθερα, όπως ελεύθερη ήταν σε λίγο και όλη η πολύπαθη Ήπειρος. Η δημοτική μας μούσα επάξια τραγούδησε:


«Τα πήραμε τα Γιάννινα μάτια πολλά το λένε,
μάτια πολλά το λένε όπου γελούν και κλαίνε.
Το λεν' πουλιά των Γρεβενών κι αηδόνια του Μετσόβου
Που τάσκιαζεν η παγωνιά κι ανατριχίλα φόβου.
Το λεν' οι χτύποι κι οι βροντές το λένε κι οι καμπάνες,
Το λένε κι οι χαρούμενες κι οι μαυροφόρες μάνες.
Το λένε κι οι Γιαννιώτισσες που ζούσαν χρόνια βόγγου,
Το λένε κι οι Σουλιώτισσες κι οι βράχοι του Ζαλόγγου».






ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
Με περηφάνια συμμετείχαμε στις εκδηλώσεις της Απελευθέρωσης...
Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΒΙΛΑΕΤΗ-ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ


Έχουν περάσει ενενήντα πέντε χρόνια που λευτερώθηκαν τα Γιάννενα κι εμείς νομίζουμε πως ήταν χθες η Μέρα που μπήκε το «Ελληνικό» στην Τουρκοκρατούμενη Πόλη, που στρώθηκαν τα φέσια χαλί στους δρόμους για να περάσουν οι απελευθερωτές μας και που βγήκαν χιλιάδες Ελληνικές Σημαίες και στόλισαν τα παράθυρα στα σπίτια, όπως μας τα πέρασαν οι γιαγιάδες μας στα παιδικά μας χρόνια.
Ποιος δεν βουρκώνει όταν ακούει τον Παιάνα της 21ης Φεβρουαρίου του 1913;


Τα πήραμε τα Γιάννενα
μάτια πολλά το λένε, μάτια πολλά το λένε
όπου γελούν και κλαίνε.
Το λεν' οι χτύποι κι οι βροντές
το λένε κι οι καμπάνες
το λένε κι οι Σουλιώτισσες
κι οι μαυροφόρες μάνες.


Το λεν πουλιά των Γρεβενών
κι αηδόνια του Μετσόβου
που τάσκιαζε η παγωνιά
και η ανατριχίλα φόβου.
Τα πήραμε! βροντοφωνεί
το κάθε παλληκάρι
τα πήραμε! τους απαντά
του θρόνου το καμάρι (Ο Στρατηλάτης Κωνσταντίνος)
ή το τραγουδημένο απʼ τα παλιά Γράμμα που στέλνει ο Φαντάρος του 1912-13 στη Μάνα του, που το τραγουδούσαμε στις σχολικές γιορτές μας:


Μάνα σου γράφω μια γραφή
και μη ρωτάς τι κάνω
στου Μπιζανιού την παγωνιά,
στο κρύο θα πεθάνω.


Μάνα μʼ ο Κωνσταντίνος μας
ωσάν παιδιά μάς έχει
και σαν αετός στο πλάι μας
και σαν πατέρας στέκει.


Μάνα μου σαν θάρθω πίσω
την Ελευθεριά θα φέρω
νικητής θε να γυρίσω
κι άλλο πια δεν θα υποφέρω.


Τοπωνυμίες στα Γιάννενα θυμίζουν την ώρα αυτή: Πλατεία Μαβίλη, για τον ήρωα ποιητή που έπεσε στο Δρίσκο, Λόφος Βελισσαρίου για τον ήρωα αξιωματικό που μπήκε πρώτος στα απελευθερωμένα Γιάννενα, οδός 21ης Φεβρουαρίου ―η παλιά είσοδος της Πόλης απʼ την Αθήνα― στην Καλούτσια, Εμίν Αγά το Στρατηγείο του Διαδόχου Κωνσταντίνου (και σε λίγο Βασιλέως), Μπιζάνι, το φοβερό οχυρό των Τούρκων που ανθίσταντο, πολιορκημένοι...


Οι γιορτές την μέρα αυτή στα Γιάννενα ήταν λαμπρές. Παρίσταντο πότε οι Βασιλείς, πότε η Πολιτική ηγεσία, Στρατηγοί.


Δοξολογία και παρέλαση, με το Ιππικό, τα Σχολεία με Εθνικές Στολές, το Ορφανοτροφείο με την αείμνηστη δ. Σφήκα, το Καπλάνειο, το Μαρούτσιο, η Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία με τους Σπουδαστές της και τα Πρότυπα Σχολεία της.


Και όταν η παρέλαση περνούσε κατεβαίνοντας την πλατεία του Διοικητηρίου, την πλατεία του Ρολογιού και έπαιρνε την Αβέρωφ και χαλάρωνε η ένταξη, ακουγόταν το εμβατήριο του Στρατού:


«Έχω μια αδερφή, μικρούλα, γαλανή, την λένε Βόρειο Ήπειρο κ.λ.π.» και μετά η Ακαδημία βροντοφώναζε τον Ύμνο της:


Περνάει η Ακαδημία μας ―καμάρι της Ελλάδος κι είναι το Φως το Ακοίμητο― Πνευματικής Λαμπάδας, Νέοι διαβαίνουν λεβεντιές και νιές όλο καμάρι βογγάει το τραγούδι τους, μαζεύεσαι απʼ τη Χάρη.


Απ' τον Αρχαίο τον Καιρό
τη Δόξα τη μεγάλη
και την τιμή την Εθνική
την έχουν οι Δασκάλοι.
Του Ρήγα τα πατήματα εμείς ακολουθούμε
του Κοραή τις Συμβουλές πιστά τις εκτελούμε.
Ο σκοπός μας Ένας είναι:
των παιδιών η Αγωγή·
και τα στήθεια μας κεντάει
Εθνική Αποστολή...


Έγραφε τους στίχους ο Ι. Κιτσαράς και δίδασκε ο Αδ. Κοννάβος...


Το απόγευμα χοροί Δημοτικοί και το βράδυ η μέρα έκλεινε φαντασμαγορικά με τη λαμπαδηφορία.


Μέσα στην απαξίωση των Εθνικών Αναμνήσεων, σιγά-σιγά ελαττώνονται οι γιορτές κι εμείς ψάχνουμε στα δελτία ειδήσεων να ακούσουμε κάποια υπόμνηση του γεγονότος ή να δούμε ένα απόσπασμα της Παρέλασης ολίγων δευτερολέπτων γιατί «ο τηλεοπτικός χρόνος είναι πολύτιμος» για να ξοδευτεί αναφερόμενος στη Λευτεριά της Πατρίδας...




ΖOΟM... στην Hπειρωτική παράδοση
Γλέπαμαν την παρέλαση του στρατού μας με λαχτάρα...
Γράφει η ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ - ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ


Mατάρχεται 21η Φεβρουαρίου... Γυρίζω πίσω, πολλά... πάρα πολλά χρόνια πίσω!.. Τότε που πρωτοκάτσαμαν στο Κουρμανιό, φθινόπωρο καιρό, κι ήρθε κι ο Φλεβάρης...


Ως τότε, σαν ήταν καιρός που να μπορούσαν να μας βγάλουν στην πλατεία, γλέπαμαν την παρέλαση του στρατού μας, με λαχτάρα!.. Κι οι μεγάλοι που έζησαν ως υπήκοοι, χρόνια και ζαμάνια, κι εμείς που ακούγαμαν ―κι όσο μπορούσαμαν να καταλάβουμε― γιʼ αυτή την υπηκοότητα του κιαρατά... Των μεγάλων μας, δεν τους είχε περάσει ακόμα το καμάρι για κείνη τη μέρα που μπήκαν οι Έλληνες!.. Σάμπως πόσα χρόνια ήταν, που είχαν διαβεί; Ούτε είκοσι ακόμα, δεν είχαν κλείσει από κείνη τη μέρα που είχε στρωθεί η πλατεία η κάτω, από κόκκινα φέσια, που τα πέταζαν με ινάτι οι γιαννιώτες οι καψαροί...






ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
Πώς φτάσαμε στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο και στην Απελευθέρωση των Ιωαννίνων στις 21-02-1913
[Α΄ μέρος]
Tου ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΕΦ. ΛΕΤΤΑ, Ταξιάρχου ε.α.


Η οδυνηρή και ταπεινωτική ήττα κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, προκάλεσε στον Ελληνικό λαό καταθλιπτική απόγνωση. Κοινή ήταν η πεποίθηση ότι, αν ο Στρατός ήταν καλύτερα οργανωμένος και εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος, άλλο θα ήταν το αποτέλεσμα αυτού του πολέμου.


Ταυτόχρονα ο τότε πολιτικός κόσμος της χώρας, κατά τα επακολουθήσαντα τον πόλεμο και την ήττα χρόνια και σχεδόν καθʼ όλη την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, δεν κατόρθωσε να κάνει κάτι σημαντικό, που θα άλλαζε άρδην αυτή την απαράδεκτη κατάσταση.


Και τότε μερικές δεκάδες νεαρών αξιωματικών του Ελ. Στρατού συνασπίστηκαν μυστικά και αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Ένας από τους κυριότερους πρωταίτιους και αρχηγούς, ήταν ο τότε νεαρός Ανθ/γός Θεόδωρος Πάγκαλος, ο αργότερα διακεκριμένος Στρατηγός (Δημιουργός και Δ/τής της Στρατιάς του Έβρου μετά τη συμφορά του 1922 και δικτάτορας το 1925-1926). Ως αρχηγός όλων έγινε δεκτός και ανέλαβε ο Συν/ρχης Νικόλαος Ζορμπάς.


Οι αξιωματικοί αυτοί αφού συνεσκέφθηκαν, αποφάσισαν αν δημιουργήσουν τον αποκληθέντα Στρατιωτικόν Σύνδεσμον.


Κατά την νύχτα της 14ης προς την 15ην Αυγούστου 1909, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος προκαλεί Επανάσταση. Την ιστορική Επανάσταση του Γουδί, όπως έμεινε στην ιστορία, λόγω της εκεί συγκέντρωσης των επαναστατών, που ήταν περίποου 250 Αξ/κοί και δύο χιλιάδες (2.000) στρατιώτες. Η επανάσταση αιφνιδίασε και προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στον Βασιλέα Γεώργιο τον Α΄και στον πολιτικό κόσμο. Η τότε κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη αδυνατούσα να συνεννοηθεί με τους επαναστάτες παραιτήθηκε. Η κυβέρνηση ανατέθηκε από τον Γεώργιο στον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη.


Στις 14 Σεπτεμβρίου 1909 (ιστορική μέρα), ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος οργάνωσε μέγα λαϊκό συλλαλητήριο, στο οποίο μετείχαν περί τους 70.000 πολίτες, οι οποίοι τάχθηκαν αναφανδόν στο πλευρό του Στρατιωτικού Συνδέσμου.


Κατόπιν τούτου, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος απευθύνεται στον επαναστάτη Κρητικό πολιτικό, στον αντάρτη του Θερίσσου, στον μεσουρανούντα τότε στην Αυτόνομη Κρήτη, στον οξυνούστατο και μεγαλοφυή άνδρα, στον Ελευθέριο Βενιζέλο.


Τον Σεπτέμβριο του 1909 ο Βενιζέλος φτάνει στην Αθήνα. Του ζητούν να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Βενιζέλος δεν βιάζεται. Αρνείται δικαιολογούμενος με τον αγώνα στην Κρήτη που βρίσκονταν σε εξέλιξη. Αλλά παρέμεινε σύμβουλος του Στρατ/κού Συνδέσμου. Κυβέρνηση τότε σχημάτισε ο Στέφανος Δραγούμης, ο οποίος μετά 8μηνη μάλλον θετική διακυβέρνηση παραιτήθηκε.


Στις 6 Οκτωβρίου 1910 ο Ε. Βενιζέλος κλήθηκε από τον Βασιλέα Γεώργιο να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο ίδιος κράτησε και τα υπουργεία Στρατιωτικών και Ναυτικών. Στις 28 Νοεμβρίου 1910 έγιναν εκλογές. Το Βενιζελικό Κόμμα των Φιλελευθέρων επεκράτησε πλήρως και ο Βενιζέλος σχημάτισε νέα Κυβέρνηση, που αποδείχτηκε αποφασιστική για τη διαμόρφωση της νέας πολιτικής φυσιογνωμίας της χώρας.


Μετά 15 μήνες στις 12 Μαρτίου 1912, έκανε νέες εκλογές, οι οποίες έφεραν την οριστική κατίσχυσή του στην πολιτική ζωή της Ελλάδας.


Κατά το μικρό αυτό χρονικό διάστημα (1½ έτος περίπου), ο Βενιζέλος άλλαξε τα πάντα. Νέα πνοή. Νέος άνεμος ζωής και ελπίδας. Αλλά το σπουδαιότερο υπήρξε η αναζωογόνηση των Ενόπλων Δυνάμεων.


Ο Βενιζέλος κατά πρώτον επανέφερε στην αρχηγία τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο, τον οποίο είχε απομακρύνει ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος. Ο Στρατός αναζωογονήθηκε, εκπαιδεύτηκε, εξοπλίστηκε, οργανώθηκε και το ηθικό του εξυψώθηκε στον ύψιστο βαθμό. Προς τούτο κλήθηκε Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή υπό τον Στρατηγό Έντον από το 1910 μέχρι και το 1914. Συγχρόνως κλήθηκε και Αγγλική Ναυτική αποστολή για τον Ελληνικό Στόλο.


Στο ναυτικό προστέθηκε το ιστορικό θωρηκτό «ΑΒΕΡΩΦ», το οποίο αγοράστηκε το θέρος του 1910, ενώ ακόμα ήταν υπό ναυπήγηση στα ναυπηγεία του Λιβόρνο Ιταλίας. Παρελήφθη το θέρος του 1911 μετά ένα χρόνο. Ο «ΑΒΕΡΩΦ» υπήρξε το πολεμικό που κατέστησε τον Ελληνικό Στόλο ακαταμάχητο στο Αιγαίο αργότερα όταν χρειάστηκε, με αρχηγό (του Στόλου) τον σπουδαίο αρχιναύαρχο, τον Υδραίο Παύλο Κουντουριώτη.


Πριν ακόμα εκραγεί ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, τα εκεί Ελληνικά ανταρτικά Σώματα στη Μακεδονία, είχαν την ευκαιρία να κυριεύσουν τον Πολύγυρο, τη Νιγρίτα, το Παγκαίο, τη Ζίχνα, το Πράβι (Ελευθερούπολη) και το Ροδόνιβος και έλεγχαν σχεδόν όλη τη Χαλκιδική.


Στις 22 Φεβρουαρίου 1912 υπογράφηκε Σερβοβουλγαρική Συμμαχία. Ο Βενιζέλος άρπαξε την ευκαιρία και έσπευσε τον Μάιο του 1912 να συνάψει επίσης συμμαχία με τη Βουλγαρία.


Στις συμμαχίες αυτές, με την απαίτηση των Βουλγάρων, που ήσαν οι ισχυρότεροι στρατιωτικά, συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία, οι Σύμμαχοι θα διατηρούσαν και θα ενσωμάτωναν όποιο έδαφος κατελάμβαναν διά των όπλων.


Οι Βούλγαροι είχαν πεποίθηση στις δυνάμεις τους και δεν υπολόγιζαν πολύ τον Ελληνικό Στρατό, ύστερα από την ήττα του 1897. Υπολόγιζαν όμως πολύ στον Ελληνικό Στόλο για τον αποκλεισμό των Στενών των Δαρδανελίων και την απαγόρευση διοχετεύσεως τουρκικών στρατευμάτων από την Ασία.


Στις 25 Σεπτεμβρίου 1912 το Μαυροβούνιο κηρύσσει πρώτο τον πόλεμο κατά της Τουρκίας και στις 4 Οκτωβρίου 1912 ακολουθούν η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα.


Η κήρυξη του πολέμου από την Ελλάδα χαιρετίστηκε από τον Ελληνικό Λαό με μεγάλο ενθουσιασμό.


Και έτσι τα 4 χριστιανικά κράτη των Βαλκανίων συνασπίσθηκαν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του προαιώνιου εχθρού και δυνάστου.


Εκ των 4 κρατών, όπως ήδη επισημάναμε, τον ισχυρότερο Στρατό είχαν οι Βούλγαροι. Αλλά η Ελλάδα, όπως επίσης ήδη επισημάνθηκε ανωτέρω, πλην του Στρατού της διέθετε τον ισχυρότατο Στόλο της, του οποίου η δράση υπήρξε καταλυτική για την έκβαση αυτού του πολέμου.


Ο Ελληνικός Στρατός μοιράστηκε σε δυο μεγάλες μονάδες. Στο Στρατό της Θεσσαλίας και στο Στρατό Ηπείρου.


Διοικητής του Στρατού Θεσσαλίας ήταν ο Αντιστράτηγος και τότε Διάδοχος Κωνσταντίνος. Η δύναμη αυτού του Στρατού ήταν 7 Μεραρχίες πεζικού, μία Μεραρχία Ιππικού και άλλες μονάδες. Οι Τουρκικές δυνάμεις στο μέτωπο της Θεσσαλίας ανέρχονταν σε 35-40 χιλιάδες άνδρες.


Τις πρωινές ώρες της 5ης Οκτωβρίου 1912 ο Επ. Στρατός της Θεσσαλίας, εξορμά, καταλαμβάνει και απελευθερώνει την Ελασσώνα. Προελαύνει προς Βορράν. Στα Στενά του Σαρανταπόρου, μετά από σκληρή και αιματηρή μάχη από 9-10 Οκτωβρίου 1912, συντρίβει τους Τούρκους, οι οποίοι και υποχωρούν ατάκτως. Η προέλαση προς Βορράν συνεχίζεται. Απελευθερώνεται όλη η Δυτική Μακεδονία. Πρόθεση της Ηγεσιας της Στρατιάς η περαιτέρω προέλαση προς Μοναστήρι (ελληνικότατη πόλη) και βορείως. Η κατάληψη του Μοναστηριού ήταν σίγουρη, ακόμα και η περαιτέρω προέλαση προς Σκόπια.


Όμως τότε επεμβαίνει ο Ελ. Βενιζέλος και διατάσσει τηλεγραφικά να στραφεί αμέσως ο Στρατός προς Ανατολάς προς την Θεσσαλονίκη.


Ακολουθεί η μάχη και η μεγάλη νίκη μας στα Γιαννιτσά. Ο δρόμος προς την Θεσ/κη ήταν πλέον ανοιχτός. Ο Τούρκος Αρχιστράτηγος Ταχσίν Πασάς σπεύδει και παραδίδει την πόλη επισήμως. Ήταν 26 Οκτωβρίου 1912. Ευτυχώς την επομένη έφτασαν τρέχοντος και καταϊδρωμένοι από τις Σέρρες οι Βούλγαροι και έμειναν απʼ έξω. Μόλις είχαμε προλάβει. Και τότε οι Βούλγαροι ―που είχαν άλλες προθέσεις― ζήτησαν να τους επιτραπεί να εισέλθει στην πόλη ένα Τάγμα τους, δήθεν για ανάπαυση. Τους επιτράπη. Δεν γινόταν αλλιώς. Αλλά αντί Τάγματος έστειλαν ολόκληρη Μεραρχία. Φανερή η πρόθεση, που οδήγησε λίγους μήνες αργότερα στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Αλλά αυτό είναι μια άλλη Ιστορία.


Στο μεταξύ και οι Μαυροβούνιοι και οι Σέρβοι είχαν νικήσει τους Τούρκους στα εδάφη τους. Πολλοί Τούρκοι από Μαυροβούνιο και Σερβία διέφυγαν στην Αλβανία που ήταν στο πλευρό των Τούρκων, χωρίς όμως να λάβει επίσημα θέση στον πόλεμο. Πολλοί Τουρκαλβανοί και Αλβανοί κατήλθαν στα Γιάννενα που εξακολουθούσαν να κατέχονται από τους Τούρκους.


Και λίγα τινά πριν κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο για την δράση του Στόλου μας. Ο οποίος με τον «Αβέρωφ» και τα άλλα πολεμικά πλοία και με τον Παύλο Κουντουριώτη επικεφαλής, απελευθέρωσε όλα τα νησιά του Αιγαίου (πλην Δωδεκανήσου που την κατείχαν οι Ιταλοί μετά τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911). Και σε δυο μεγάλες ναυμαχίες στις 3 Δεκεμβριου 1918 και στις 5 Ιανουαρίου 1913, κατατρόπωσε τον τούρκικο στόλο που κλείστηκε στο Στενό των Δαρδανελίων για να σωθεί.


Αλλά η πλέον καταλυτική συνέπεια ―επισημάνθηκε ήδη― της δράσης του Στόλου μας ήταν η απαγόρευση διοχέτευσης εκατοντάδων χιλιάδων Τούρκων από τη Μικρασιατική ακτή στα Βαλκάνια. Άλλως θα ήταν προβληματική και ίσως αδύνατη η ήττα των Τούρκων και η εκδίωξή των από τη Βαλκανική.


Παρά ένα είκοσι, ήταν τα χρόνια, που στο Κουρμανιό, γιορτάσαμαν καταλαχταρτζ'μέν... απ' τα χαράματα... Την απελευθέρωση της πόλης μας ― που το καμαρώνουμε... Κάποτε τα ματάειπα, αλλά θα πέρασαν καμιά δεκαριά χρονάκια... (αλήθεια, πως πέρασαν!). Θα τα ματαπώ...


Τα καψαρά τα παιδιά της Φιλαρμονικής του Δήμου μας, από τα χαράματα έφερναν γύρα στους κεντρικούς δρόμους της πόλης (όλους χωματένιους ακόμα) και παιάνιζαν το: Τα πήραμαν τα Γιάννινα, μάτια πολλά το λένε όπου γελούν και κλαίνε!.. Σας λέω την αλήθεια... Οι μεγάλοι μας έκλαιγαν και μαζί τους και μεις τα τσιότσια. Εκείνη την αυγή, της 21ης Φεβρουαρίου του 1932... νομίσαμαν πως ήρθε η συντέλεια του κόσμου!.. Ξέρετε τι θα πει να είσαι νήπιο και ν' ακούς δίπλα στ' αυτί σου κανόνι και να σου πέφτουν στα μούτρα ...γύψος από το ταβάνι και να σκούζει η Ζαγορομάνα μας... «Παναϊαμ Παναϊαμ... μέγα τ' όνομα της Αγίας Τριάδος...». (Αυτο τόλεγε κι όταν άστραφτε και βρόνταγε κι έκανε και κατακλυσμό... κι άναβε και καντήλι... κι εμείς πέφταμαν στα γόνατα...). Ναι, καλά έκανε με τον κατακλυσμό, αλλά τώρα ούτε έβρεχε ούτε άστραφτε, κι ούτε είχαν με νου, οι γονιοί μας... Τι μέρα ξ'μέρωνε!.. Μπορεί, και στη Σιαράβα νʼ ακούγονταν το κανονίδι (εικσιένα, παρακαλώ, βροντοκοπήματα... ούτε ένα, ούτε δυο...) αλλά άλλο να τ' ακούς κάπως ξέμακρα κι άλλο δίπλα στ' αυτί σ'... χαράματα του κιαρατά...


Άκουγαν τα κανόνια οι γονιοί μας και καταχαίρονταν κι όλας... αλλά πού βάραγαν, δεν ήξεραν... Τό 'μαθαν εκείνο το πρωί και γίνκι το νταρ-μαρ από τη Ζαγόρω που φύσαγε και το σιούλ' (μικρό σκουπίδι ...μόλις ορατόν διά γυμνού οφθαλμού). Το ρετουσαρισμένο (αν μπορεί να ειπωθεί) παλιό εβραίϊκο φτωχοκομείο, είχε γίνει σπίτι ...με γύψινα ταβάνια παρακαλώ!.. Από κείνη τη μέρα κι ύστερα ...21η Φεβρουαρίου και 25η Μαρτίου... είχαμαν όλο επισκευές γύψινων ταβανιών!.. Ραγίζονταν τα καψαρά κι έπεφταν κομμάτια και κομματσιούλια, πρώτα στα μούτρα μας πορνίσια, στα γιατάκια μας που βρισκόμασταν ακόμα, κι ύστερα μεσημεριάτʼκα και δειλνίσια... από 21ναν κανονιοβολισμό ή κανονιοβολισμούς. Γαμώτο του.


Τρεις 21ναν = 63 με το σμπάθειο!.. Ζωή ήταν αυτή; Έσκουζε η μάνα μας που δεν είχε προβλέψει ο πατέρας μας, τη νίλα αυτή «απού μ'κρό πιδί στου Κουρμανιό, κι διν ήξιρις τι γένιτι στς παριλάσις;...». «Τι δ'λεια έχ' του μ'κρό; Σάματις είμι στου Κουρμανιό όταν γένουντι παριλάσις;...», αντέλεγε, πολύ ορθώς, ο φάδερ. «Επριπι να στου πει ου κυρ' Γιάννς...» (ο σπιτονοικοκύρης μας) «που να τούξερι μουρή, ιδώ κάθουνταν;». Κάθε εθνική επέτειο τα ίδια και τα ίδια!..


Η αλήθεια ήταν πως οικογένεια άλλη από του κυρ Θόδωρου του Κρίτσα (ο Θεός ν' αναπάψει τις ψυχούλες τους)... (κυρ Θόδωρος, κυρά Λενούσιω και κυρα Κούλα η αγιόψυχη πεθερά του...). Ήταν Μετσοβίτες και το μόνο σπίτι στο Κουρμανιό... Ύστερα κάτσαμαν εμείς, κατόπι η οικογένεια του Κώστα Σούλη ―όπως σας είπα, πριν λίγο καιρό. Απέναντι από την πόρτα του Κάστρου ο Ναούμ, στο παλιό μαγαζί κι ένα σωρό άλλα παλιομάγαζα. Μεντέτ, Μεντέτ. Σα να ξέφκα λίγο; Λέγαμαν για το κανόνι που μέσα σε 35 μέρες, τ' ακούγαμαν 126 φορές πάνω από τα κεφάλια μας ...για καλό...


Γιορτάζαμαν τις επετείους μας!.. Μία τοπική και μία εθνική, βαρώντας κανονιές τρεις φορές... με την αυγή, την ώρα της δοξολογίας και με τη δύση του Ήλιου ως τις 25 Μαρτίου του ʽ40 τις θυμάμαι... Δεν θυμάμαι 21 Φλεβάρη και 25 Μάρτη του 41, πώς γιορτάσαμαν... Ντιπ δεν θυμάμαι... Πάνω στο Κάστρο τώρα, τότε δηλαδή, βρόνταγαν τʼ αντιαεροπορικά μας κάθε τρεις και λίγο κι οι καμπάνες χτύπαγαν συχνά-πυκνά, για να γιορτάσουμε στα χώματά μας για το πάρσιμο κάποιου στόχου, εκεί στο μέτωπο...


Από το Μάη του '41 ως τον Σεπτέμβρη του '43, πάνω στο Κάστρο, στις θέσεις των δικών μας κανονιών, βαράν ιταλικά κανόνια, κάποιες καλοκαιρινές νύχτες... Από που έρχονταν εκείνα τʼ αεροπλάνα; Λίγες φορές ήταν, αλλά έφταναν για ν' αλαφιαστούν οι Ιταλοί... αλλά κι εμείς, που δεν καταλαβαίναμαν τι γένονταν...


Σαν παρέδωσαν τα όπλα οι Ιταλοί, θα σας γελάσω αν σας πω πως έβαλαν κι οι Γερμανοί, αντιαεροπορικά... Αρχές Οκτώβρη παγώσαμαν. Κυριακή απόγευμα, λαμπάδιασαν οι Λυγκιάδες μας... Άλλα χωριά γρηγορότερα κι άλλα αργότερα γένονταν στάχτη. Τα Γιάννινα αρχίνσαν να μεγαλώνουν. Μαζεύτηκε κόσμος χαλασμένος, τρομαγμένος και πεινασμένος. Έκατσε αυτός ο κόσμος όπου βρήκε φωλιά. Ένα χρόνο... Τα χρειασθήκαμαν... Στους κινηματογράφους ακούγαμαν το άχτουγκ, άχτουγκ... κι έπρεπε να σηκωθούμε ορθοί και νʼ ακούσουμε το δελτίο ειδήσεων!.. Στα σπίτια μας επιτάχτηκαν δωμάτια για αξιωματικούς τους. Τότε που ξεψυχούσε ο κατακτητής, έδειξε και την μαύρη του ψυχή.


Ο ξεκληρισμός των συμπολιτών μας Εβραίων πάγωσε την πόλη μας κι εμάς που δεν είμασταν, τότε, εδώ... Το μάθαμαν την άλλη μέρα...


Και σαν τσακίστηκαν κι άφησαν πίσω τους αποκαΐδια κι ορφάνια, ο κοσμάκης ξέφρενα γιόρταζε τη λευτεριά του. Βάρεσαν πάλι οι καμπάνες μας γιορταστικά και τα εμβατήριά μας τα ξανάπαιξαν οι στρατιωτικές μας μπάντες και παρήλασαν ανάπηροι και μαθητούδια μαζί με στρατιώτες μας... στ' αντάρτικα, κρατώντας ελληνική σημαία...


Γιορτάστηκε η 28η Οκτωβρίου εκείνη τη χρονιά; Για το '44 λέω... Θάταν η πρώτη φορά που γιορταζόταν!.. Λέω την αλήθεια... ποτέ δεν ρώτησα αν γιορτάστηκε σαν εθνική μας επέτειος. Τότε... τότε, γιόρταζε καθημερινά, η Ελλάδα όλη. Εμείς, γυρίσαμαν από το Ζαγόρι την τελευταία μέρα του Οκτώβρη, στα λεύτερα Γιαννινάκια μας. Από τις 21 Φλεβάρη του '45, γιορτάζουμε την τοπική μας επέτειο.


Υπάρχουν τα κανόνια πάνω στο Κάστρο; Πόσα χρόνια πέρασαν και δεν ξεχνώ τ' αποκαΐδια που μας έρχονταν στο μπαλκόνι.


Τα στουπιά, που λέγονταν ...αυτά που στούπωναν το κανόνι μαζί με το μπαρούτι... και σιώνταν τα σωθικά μας πουρνίσια κι έτριζαν τα τζιάμια μας... Μέγα τ' όνομα της Αγίας Τριάδος έψελνε η μανούλα μας... Ας ήταν...


Τα είχαμαν πάρει τα Γιάννινα ...πάλι






ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ

Πώς φτάσαμε στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο και στην Απελευθέρωση των Ιωαννίνων στις 21-02-1913
[Β΄ Μέρος (τελευταίο)]

Tου ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΕΦ. ΛΕΤΤΑ, Ταξιάρχου ε.α.



Ας έρθουμε τώρα στις πολεμικές επιχειρήσεις Ηπείρου που έφεραν την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων.



Σ' αυτό το δευτερεύον θέατρο επιχειρήσεων Ηπείρου, διατέθηκαν μικρές δυνάμεις εξ 8 Ταγμάτων Πεζικού και Ευζώνων, 3 Μοιρών Πυρ/κού, μιας Ίλης Ιππικού και άλλων βοηθητικών σχηματισμών. Συνολική δύναμη περίπου μία Μεραρχία. Αρχηγός αυτής της δύναμης ―της Στρατιάς Ηπείρου― ορίστηκε ο Αντιστράτηγος Σαπουντζάκης Κων/νος, με επιτελάρχη τον Αντ/ρχην Μηχανικού, Δημήτριον Ιωάννου.


Στις 5 Οκτωβρίου 1912 που άρχισε ο πόλεμος, οι ανωτέρω δυνάμεις ―που βρίσκονταν ήδη στην περιοχή Άρτας― πέρασαν τον Άραχθο και κατέλαβαν την Φιλιππιάδα και απέκοψαν έτσι την επικοινωνία των Ιωαννίνων με την Πρέβεζα και τη θάλασσα.


Όμως υπήρχε πρόβλημα ανεφοδιασμού του μετώπου τούτου, λόγω των μεγάλων αποστάσεων από Μεσολόγγι προς Άρταν και Βορείως και κρίθηκε αναγκαία η κατάληψη της Πρέβεζας, ώστε ο ανεφοδιασμός και η ενίσχυση του μετώπου Ηπείρου να γίνεται διά θαλάσσης. Κατόπιν νικηφόρου μάχης παρά την Νικόπολη, η Πρέβεζα απελευθερώθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1912.


Στη συνέχεια οι Ελληνικές Δυνάμεις, πλήρεις επιθετικού πνεύματος μετά και τη νίκη του Σαρανταπόρου, αν και δεν έφταναν ούτε το μισό των Τουρκικών δυνάμεων, προέλασαν προς Βορράν και μετά σκληρό αγώνα έφτασαν στη γραμμή των Πέντε Πηγαδιών, όπου και ανέστειλαν προσωρινά τις επιχειρήσεις εν αναμονή άφιξης ενισχύσεων.


Πράγματι κατέφθασε σε λίγο από τη Μακεδονία η 2α Μεραρχία και άρχισε ο αγώνας πολιορκίας του Φρουρίου του Μπιζανίου. Η επίθεση συνεχίστηκε και κατελήφθησαν τα Πεστά και η Αετοράχη. Αλλά η παραπέρα προχώρηση στάθηκε αδύνατη λόγω των φοβερών πυρών του Φρουρίου του Μπιζανίου. Το Μπιζάνι είχε οχυρωθεί από Γερμανούς τεχνικούς, υπό τον Στρατηγό Φον Ντερ Γκολτς και θεωρούνταν απόρθητο, με πληθώρα αμυντικών έργων, 112 πυροβόλων και εφοδιασμένο με άφθονο και παντοειδές πολεμικό υλικό.


Η Στρατιά Ηπείρου ενισχυθείσα στις 20 Δεκεμβρίου 1912 με την 4η Μεραρχία και στις αρχές Ιανουαρίου 1913 με την 6η Μεραρχία (που ήσαν μέχρι τούδε στη Μακεδονία), επιχείρησε γενική κατά του Μπιζανίου επίθεση από το δεξιό πλευρό, η οποία δεν επέφερε την πτώση των οχυρών, συνετέλεσε όμως στην περαιτέρω περίσχεσή τους.


Η όλη αμυντική τοποθεσία του Μπιζανίου, περιελάμβανε τους εξής ισχυρά αλληλοϋποστηριζόμενους τομείς: ― Νήσου, Καστρίτσας, Μπιζανίου, Δουρούτης, Σαδοβίτσας και Ζωνδήλας – Κέντρον Βάρους το Μπιζάνι. Ιδιαίτερα ισχυρές και οι οχυρώσεις στα Δυτικά υψώματα Μανωλιάσας, Αγίου Νικολάου και Τσούκας. Αρχηγός των Τουρκικών δυνάμεων ο Εσσάτ Πασάς.


Οι Τουρκικές δυνάμεις Ηπείρου ενισχύθηκαν τον Ιανουάριο του 1913 με δυνάμεις που είχαν συμπτυχθεί από το Σέρβικο Μέτωπο και έφτασαν εν όλω περίπου τις 40.000 ανδρών. Πολλοί ήσαν μεταξύ τούτων οι Αλβανοί.


Εν τω μεταξύ δριμύτατο ψύχος καταταλαιπώρησε τα στρατεύματα, ενώ η εκστρατεία παρατείνονταν.


Κατόπιν τούτων με Β. Διάταγμα της 28ης Δεκεμβρίου 1912 η Αρχηγία της Στρατιάς Ηπείρου, ανατέθηκε στο Διάδοχο Κωνσταντίνο. Και από τις 13 Ιανουαρίου 1913, ο Κων/νος ανέλαβε τα καθήκοντά του αφιχθείς στο Μέτωπο. Το Ελληνικό Στρατηγείο ήταν εγκατεστημένο λίγα χιλιόμετρα Νότια Μπιζανίου στο Χάνι Εμίν Αγά. Η Ελληνική Στρατιά ενισχύθηκε στον ίδιο χρόνο και με την νεοσυγκροτηθείσα 8η Μεραρχία Ηπείρου.


Η μέχρι τούδε προσπάθεια του Ελ. Στρατού, γινόταν από δεξιά προς τα αριστερά των Τούρκων και προς το κύριο οχυρό το Μπιζάνι. Αποδείχτηκε ανεπιτυχής. Και ενώ το αριστερό των Τούρκων ήταν λίαν ισχυρό, από γενόμενες αναγνωρίσεις, διαπιστώθηκε ότι το δεξιό τους (Μανωλιάσα, Άγιος Νικόλαος, Τσούκα, Δουρούτη, Σαδοβίτσα) ήταν μάλλον ασθενέστερο.


Κατόπιν τούτου η ιδέα ενέργειας της Στρατιάς διαμορφώθηκε ως εξής:


Α) Επιδεικτική κίνηση στο κέντρο και δεξιό προς απασχόληση και καθήλωση του εχθρού.


Β) Αποφασιστική επιθετική ενέργεια από το αριστερό μας. Τούτο ήταν ορθή εφαρμογή του Δόγματος, ότι η ενέργεια πρέπει να κατευθύνεται εκ του ισχυρού προς το ασθενές.


Η κύρια αυτή επιθετική ενέργεια θα πλαισιώνονταν και με δευτερεύουσες από Μέτσοβον προς Δρίσκον, από Φούρκα προς Μεσογέφυρα και με μία επιδεικτική απόπειρα απόβασης στους Αγίους Σαράντα.


Με βάση τα παραπάνω συντάχθηκε το σχέδιο επίθεσης, το οποίο διαιρούσε τη Στρατιά σε δυο τμήματα. Το 1ον υπό τον Αντ/γον Σαπουντζάκην (6η και 8η Μεραρχία και Απόσπασμα Παπακυριαζή), με αποστολή την απασχόληση και καθήλωση του εχθρού, ανατολικά της οδού Ιωαννίνων-Πρέβεζας.


Το 8ον τμήμα Στρατιάς υπό τον υποστράτηγον Μοσχόπουλον (23 Τάγματα Πεζικού και 24 Πυροβόλα), το οποίον θα επετίθετο αιφνιδιαστικά, δυτικά της οδού Ιωαννίνων-Πρέβεζας σε τρεις (3) φάλαγγες, ως εξής:


Α) «Α» ΦΑΛΑΓΓΑ


Ισχυρό Απόσπασμα εκ της 4ης Μεραρχίας προς κατάληψη Μανωλιάσας και Αυγού, υπό τον Συν/ρχην Αντωνιάδην.


Β) «Β» ΦΑΛΑΓΓΑ


Απόσπασμα εκ της 6ης Μεραρχίας προς κατάληψη Αγίου Νικολάου, υπό τον Συν/ρχην Γιαννακάκην Ιωάννην.


Γ) «Γ» ΦΑΛΑΓΓΑ


Δύναμη 9 Ταγμάτων μετά Πυρ/κού υπό τον Συν/ρχην Δελαγραμματικήν Νικόλαον, προς κατάληψη Τσούκας και Αριστερά.


Η 2η Μεραρχία ιππαστί επί της οδού Ιωαννίνων-Πρέβεζας θα εξασφάλιζε τον Σύνδεσμο με τα παραπάνω δύο Τμήματα Στρατιάς.


Με βάση το παραπάνω Σχέδιο, έγιναν στις 19 Φεβ/ρίου 1913 προπαρασκευαστικές βολές πυρ/κού και επιδεικτικές ενέργειες του 1ου Τμήματος Στρατιάς προς παραπλάνηση του εχθρού, ενώ ταυτόχρονα την πρωίαν της 20ής Φεβρουαρίου 1913 έγινε η επίθεση του 2ου Τμήματος Στρατιάς (Μοσχόπουλου), με τις παραπάνω τρεις Φάλαγγες, η οποία στέφθηκε από πλήρη επιτυχία. Στο τέλος της ημέρας 20ής Φεβ/ρίου η «Α» ΦΑΛΑΓΓΑ (Αντωνιάδης) βρίσκεται Δυτικά Μπιζανίου, η «Γ» Φάλαγγα (Δελαγραμμάτικας) προς υψώματα Δουρούτης έναντι Σαδοβίτσας, ή δε «Β» φάλαγγα (Συν/ρχης Γιαννακάκης) στη Ραψίστα (Πεδινή) με μια προωθημένη αιχμή (Ταγ/ρχης Βελισσάριου) μέχρι της παρυφης των Ιωαννίνων. Έτσι κυκλώθηκε το Μπιζάνι.


Ύστερα από αυτή την εξέλιξη ο Εσσάτ Πασάς αφού συνεννοήθηκε με τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Γερβάσιον, έστειλε τη νύχτα της 20ής προς 21ην Φεβρουαρίου 1913 επιστολή προς το Ελληνικό Στρατηγείο, με την οποία ο Τούρκικος Στρατός παραδίδονταν άνευ όρων. Χίλιοι (1000) αξ/κοί και 32.000 άνδρες με 108 πυρ/λα παραδίνονταν αιχμάλωτοι πολέμου.


Την 22αν Φεβ/ρίου 1913 ο Διάδοχος Κων/νος έμπαινε έφιππος και θριαμβευτής επικεφαλής των Ελληνικών Στρατευμάτων στα Ιωάννινα, ως ελευθερωτής όπου και του έγινε αποθεωτική υποδοχή.


Θεωρούμε, πριν κλείσουμε το παρόν, χρέος και καθήκον ιερό να αναφερθούμε και να μνημονεύσουμε τον ηρωικό θάνατο του ποιητού Λορέντζου Μαβίλη, ο οποίος ως Δ/τής Λόχου Γαριβαλδινών του Ρώμα, έπεσε ηρωικά στις 28 Νοεμβρίου 1912 σε μάχη κατά των Τούρκων, στο Δρίσκο.


Ήταν ο επιφανής ήρωας, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους αφανείς, που έδωκαν τη ζωή τους για την Ελλάδα σʼ όλον αυτόν τον αγώνα. Τον αγώνα κατά των Τούρκων κατακτητών στη Μακεδονία και στην Ήπειρο, που τελείωσε με την πλήρη συντριβή του εχθρού και τη θριαμβευτική νίκη των Ελληνικών Όπλων. Η οποία νίκη έσβησε τη θλιβερή ανάμνηση του 1897.


Ο Ελληνικός Στρατός έβγαινε από τη διεξαχθείσα πάλη από τον Οκτώβριο 1912 μέχρι το Φεβρουάριο 1913, ακμαίος και υπερήφανος και έτοιμος για νέους αγώνες, που δεν άργησαν να έρθουν, για να κερδίσει νέες θριαμβευτικές νίκες στο Κιλκίς, στο Λαχανά, στη Δοϊράνη, δοξάζοντας ακόμα περισσότερο και διπλασιάζοντας την Ελλάδα, την αγαπημένη πατρίδα.






ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
Το γλυκοχάραμα της Λευτεριάς μέσα από τα Γιάννινα…
Του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΠΑΡΚΑ
[Α' Μέρος]


Σε προηγούμενο δημοσίευμά μου αναφέρθηκα σε καταστήματα της γειτονιάς Αρχιμανδρείου Αγ. Αικατερίνης. Σήμερα θα λεπτολογήσω αλλά και θα επεκταθώ προς το «Άλσος», ίσως και λίγο παραπέρα.


Στο «Άλσος», επισημότερα «Πλατεία Ζαλόγγου», που παιδιά το λέγαμε «Τζαμί», μάλλον προτού τουρκέψουν τα Γιάννινα, δεν δύναμαι να προσδιορίσω επακριβώς τον χρόνο, υπήρχε Ναός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Άϊ-Γιάννης υπήρξε και άλλος μέσα στο Κάστρο, απʼ τον οποίο πιθανολογείται ότι προήλθε και η ονομασία Ιωάννινα, πιθανόν στη θέση του Ασλάν Τζαμιού· όπως υπάρχουν άλλοι τέσσερις Άϊ-Γιάννιδες στην εγγύτερη περιοχή των Ιωαννίνων· στο νησί, την Καστρίτσα, στην Ανατολή και στο Μπισντουνόπλο. Τον Άϊ-Γιάννη του Άλσους, τον γκρεμίσανε οι Τούρκοι και στη θέση του χτίσανε το Τζαμί του Λιάμ ή Μπαχράμ πασά.


Ανάμεσα στους δύο παλιότερους Ναούς της συνοικίας, του Αρχιμανδρείου και του Άϊ-Γιαννιού είναι το οικοδομικό τετράγωνο 195, εις το οποίο ευρίσκεται το «Μετόχι του όρους Σινά». Αυτή είναι η επίσημη ονομασία της Αγ. Αικατερίνης όπως φαίνεται στη σφραγίδα παλαιού εγγράφου, δίπλα στην υπογραφή του τότε ηγουμένου Ανθίμου Κτενιάδη. Μετόχι σημαίνει κτήμα και εκκλησία που ανήκουν σε ένα Μοναστήρι που βρίσκεται σε απόσταση, από μικρή έως και πολύ μεγάλη από αυτό, πλην όμως θεωρείται σαν ενιαίο σύνολο με την Μονή. Το Μετόχι λοιπόν με τον Ναό της Αγ. Αικατερίνης, ιδρύθηκε στα Γιάννινα το 1780 από την ομώνυμο Μονή του Σινά. Επί ηγουμένου Μελετίου Πανταζίδη εκ Βήσσανης, κατά τα έτη 1872-1875, με δαπάνη της Αγγελικής Παπάζογλου χτίστηκε η σημερινή εκκλησία. Το κωδωνοστάσιο ανηγέρθη επί Πρωτοσυγγέλου Ανθίμου Κτενιάδη με δαπάνη διαφόρων καλών χριστιανών, ενώ το ωρολόγιον και μία καμπάνα γαλλικής προελεύσεως είναι δωρεά των Αρετής Ζώτου και Ειρήνης Κώνη το έτος 1911.


Όσον αφορά την Ιεράν Μονήν του Σινά, δεν θα υπεισέλθω σε ξένα οικόπεδα καθʼ ο μη θεολόγος. Η ιστορία του Σινά μας είναι γνωστή από την παλαιά Διαθήκη. Εγώ θα προσθέσω ότι το 330 μ.Χ. η Αγ. Ελένη έκτισε ένα εκκλησάκι της Θεοτόκου προς χρήσιν των χριστιανών προσκυνητών του ιερού όρους. Αργότερα ο Ιουστινιανός περιφρούρησε το εκκλησάκι με φρούριο ανεγείροντας και άλλα, βοηθητικά ούτως ειπών κτίσματα, γενόμενος έτσι ιδρυτής της Μονής η οποία όταν έγινε και η μετακομιδή των λειψάνων της Αγίας, καθιερώθη πλέον η ονομασία της Μονής της Αγίας Αικατερίνης. Το 625 οι Μοναχοί εζήτησαν και ο Μωάμεθ παρέσχε προστασίαν με έγγραφον που ονομάζεται Αχτιναμές. Η πινακοθήκη και η βιβλιοθήκη της Μονής είναι ανεκτιμήτου αξίας και παγκοσμίως γνωσταί ως δευτέρα μετά το Βατικανόν.


Εις τον εικονιζόμενον ως χάρτην του Μινέϊκο, που μάλλον σκαρίφημα είναι, αφού το μεν τοπογραφικό περίγραμμα του 195 οικοδομικού τετραγώνου, σφηνοειδούς σχήματος ανταποκρίνεται εις την πραγματικότητα, ενώ αι οικοδομαί παρίστανται εν σμικρύνση εν αντιθέσει προς τον εν μεγεθύνσει παρουσιαζόμενον ακάλυπτον χώρον. Το σημαντικότερο σημείο του παραπάνω οικοδ. Τετραγώνου είναι το Μετόχι της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, στα δύσκολα χρόνια της Τουρκικής σκλαβιάς, γίνεται το καταφύγιο, το άσυλο και αποκούμπι των κατατρεγμένων και παρακολουθούμενων Ελλήνων χριστιανών.


Στην κυρία είσοδο του Μετοχίου όπου το κωδωνοστάσιο, μέσα σε ειδική κορνίζα, με ακοίμητο καντήλι, για να φαίνεται και την νύχτα, ήταν ο προαναφερθείς Αχτιναμές. Το ιερό και σεβαστό για τους Μουσουλμάνους και ταυτόχρονα προστατευτικό για τους χριστιανούς έγγραφο, το οποίο ο Μωάμεθ επισφράγισε με το αποτύπωμα της παλάμης του. Αδυνατώ να βεβαιώσω, εάν συμπτωματικά ή εκ προμελέτης, τα σπίτια που συνόρευαν με τον περίβολο της Μονής είχαν και από μίαν μικράν θύραν «πορτοπούλαν» επικοινωνίας της αυλής των, με τον περιβάλλοντα χώρον του Ναού. Σήμερα ατυχώς, δεν υφίσταται ούτε δείγμα της τότε καταστάσεως, διότι η αδηφάγος τσιμεντοποίησις της πόλεως, εισχωρήσασα και εδώ αλλοίωσε καταστροφικά την εικόνα του εκκλησιαστικού περιβόλου των 1.500 περίπου μέτρων, με την ακαλαίσθητον οικοπεδοποίησιν και εν πολλοίς οικοδόμησιν του όλου χώρου, καταστήσασα αυτόν παντελώς αγνώριστον. Επίσης μου είναι αδύνατον να βεβαιώσω το ίδιον και διά τα υπάρχοντα τότε «μισοπήγαδα» στα πλείστα των σπιτιών του οικοδομικού αυτού τετραγώνου. Διότι υπήρχαν πηγάδια, στις μεσοτοιχίες μεταξύ των οικοδομών με άνοιγμα του τοίχου επάνω από το στόμιο του πηγαδιού, μέχρι και ένα σχεδόν μέτρο. Το ανοιγμα αυτό έκλεινε με ένα ξύλινο παραπέτασμα, κάτι σαν παράθυρο ή πορτάκι, το οποίον όταν άνοιγε, με κλειστά τα εκατέρωθεν καπάκια του πηγαδιού, εύκολα μπορούσε να περάσει ένας άνθρωπος από το ένα σπίτι στο άλλο, χωρίς να βγει στο δρόμο. Την ύπαρξη αυτών, των περασμάτων, άριστα γνωρίζω διότι τα έζησα αφού γεννήθηκα κι μεγάλωσα δίπλα στην εκκλησία μέχρι το 1935 που γυμνασιόπαιδο πια φύγαμε απ' εκεί.


Καθώς έτσι ήταν φτιαγμένα και επικοινωνούσαν μεταξύ τους τα σπίτια της γειτονιάς και με το Μετόχι, εύκολα ένας παρακολουθούμενος, ή καταδιωκόμενος από τους Τούρκους, μπορούσε να μπει σε ένα σπίτι και από μισοπήγαδα και πορτοπούλες να φθάσει και να ζητήσει άσυλο στην Αγ. Αικατερίνη. Κάπως παρόμοια ήτο εύκολο να απομακρυνθεί απαρατήρητος. Αλήθεια εμείς, διαβαίνοντας το κατώφλι της εκκλησίας, αναλογιζόμαστε καμιά φορά, αυτούς που τρέμοντας ανέβαιναν τα πέτρινα σκαλοπάτια του Ηγουμενείου, για να βρούνε την περίθαλψη του Ηγουμένου και την προστασία του αχτιναμέ;!


Την 25ην Μαρτίου 1906, σημαντικές Ηπειρωτικές προσωπικότητες των Αθηνών, ίδρυσαν την «Ηπειρωτική Εταιρεία» με σκοπό την διοργάνωση και δημιουργία προϋποθέσεων για την εκ των έσω υποστήριξη της απελευθερώσεως της Ηπείρου. Η Εταιρεία διοργάνωσε προς τούτο μυστικάς Διευθύνσεις υπό τον Βορειοηπειρώτη υπομοίραρχο Σπ. Σπυρομήλιο, στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις της υπόδουλης Ηπείρου, στα Γιάννινα, Πρέβεζα και Αργυρόκαστρο. Η Άρτα ήταν ήδη Ελληνική με την Βερολίνειο συνθήκη του 1881 η οποία καθόριζε δυτικόν σύνορον της Ελλάδος τον Άραχθο. Οι Διευθύνσεις αυτές είχαν έδρα τους τα κατά τόπους Προξενεία. Το Ελληνικό Προξενείο στα Γιάννινα στεγάζονταν τότε στη συμβολή των σημερινών οδών Βαλαωρίτου και Καραϊσκάκη αρ. 38, όπου εν συνεχεία το Δημόσιο Ταμείο Δωδώνης και μετέπειτα μέχρι περίπου το 1940 το Υγειονομικό Κέντρο.


Όταν τον Νοέμβριο 1909 ήλθε Γενικός Πρόξενος Ελλάδος ο Άγγελος Φορέστης, ανέλαβε προσωπικά την «Α΄ Διεύθυνση» της «Ηπειρωτικής Εταιρείας» για τα Γιάννινα και την περιοχή τους. Είχε διευθύνονται Υποπρόξενο, με πρωτεύοντα ρόλο και στέλεχος της Ηπειρ. Εταιρείας τον Τσερέπη και Διερμηνέα του Προξενείου τον Ζαγορίσιο από τα Πεδινά Νικ. Χαντέλη που ανήκε στην Α΄ Δ/νση της Η.Ε. και στο 28 τμήμα της με το ψευδώνυμο «Ιδεύς». Στην ίδια «Α΄ Διεύθυνση» και 28 τμήμα ανήκε και ο Δολιανίτης δικηγόρος Γεώργιος Τζαβέλλας με το ψευδώνυμο «Κτησίας» με την κόρη του Αντιγόνη. Τούτον οι Τούρκοι τον υποπτεύονταν για επαναστατικές ενέργειες, τον κατεδίωξαν και τον φυλάκισαν. Ένας άλλος σπουδαίος παράγων και συντελεστής, μη μέλος της Η.Ε., προφανώς λόγω διπλωματικής ιδιότητος, υπήρξεν ο Ιωάννης Λάππας, Γιαννιώτης γέννημα και θρέμμα, απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής. Ήτο δικηγόρος, κάτοχος της Γαλλικής και Τουρκικής γλώσσας και διερμηνεύς του εν Ιωνανίνοις Γαλλικού Προξενείου, το οποίο και διηύθυνε σε κάποιες περιπτώσεις, όπως επίσης και το Αγγλικό Προξενικό Πρακτορείο, ενώ τελικά έγινε και Πρόξενος της Γαλλίας μέχρι του θανάτου του. Αυτά ως προς την συγκρότηση του εν Ιωαννίνοις Ελληνικού Προξενείου και του αμέσου περιβάλλοντός του μέσα στα πλαίσια της «Ηπειρωτικής Εταιρείας» κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας.






ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
Το γλυκοχάραμα της Λευτεριάς μέσα από τα Γιάννινα…
Γράφει: ο Δημήτριος Μπάρκας
[B΄ ΜΕΡΟΣ (τελευταίο)]

Aπό την ίδρυση της Η.Ε. αρχίζει η μύηση πατριωτών σε μυστικές ομάδες τριών βαθμών, που ορκίζονταν πίστη και αφοσίωση στο πατριωτικό καθήκον.


Τα μέλη της πρώτης ομάδας των αποκαλουμένων «Εταίρων» ορκίζονταν ενώπιον ανωτέρων στελεχών της Α΄ Διευθύνσεως, εις την οποίαν προφανώς εμυήθη και ορκίσθη ο τότε ηγούμενος της Αγ. Αικατερίνης Άνθιμος Κτενιάδης (1906-12) γενόμενος εταίρος του 26ου Τμήματος με το ψευδώνυμο «Επίκουρος». Ακολουθούσε ο δεύτερος βαθμός των «Αδελφών» που ορκίζονταν στην Μητρόπολη και του τρίτου των «Ελευθερωτών» στην Αγ. Αικατερίνη. Τα Σαββατόβραδα, στην Μητρόπολη και Αγ. Αικατερίνη, γίνονταν σωστό προσκύνημα από τους προσερχόμενους να προσκυνήσουν ανάβοντας το κεράκι τους, άλλα κυρίως για να δώσουν τον όρκο τους στην σκλάβα πατρίδα.


Η πρώτη συμβολή, προσφορά των μυημένων της υπαίθρου, των «Ελευθερωτών», ήτο η μεταφορά όπλων και πυρομαχικών από την ελεύθερη Ελλάδα, μέσω Καλαρρυτών Δρίσκου Ντουραχάνης, αυτών που προορίζονταν για την ύπαιθρο, διά Παμβώτιδας, λίμνης Λαψίστας. Όσα προορίζονταν για μέσα στα Γιάννινα, Παμβώτιδα Σαράβα, πιθανόν στα Ταμπάκια (βυρσοδεψεία), κι απʼ εκεί κρυμμένα μέσα δέρματα, σε σπίτια Γιαννιωτών ή στην Αγ. Αικατερίνη διά τα περαιτέρω.


Πολλά προσέφεραν οι μυημένοι. Από αντίσταση στην υπέρ της Αλβανίας και Ρoυμανίας ακόμη, προπαγάνδα, που οργίαζε τότε υποκινουμένη υπό της Αυστροουγγαρίας (Προξ. K. Bilinski), Ρουμανίας (από το 1886 ο Απ. Μαργαρίτης ίδρυσε στα Γιάννινα Ρουμανικό Σχολείο – Γυμνάσιο μέχρι το 1940), Ρωσίας (Πρόξενος παρασυρόμενος υπό του Bilinski) και τέλος της Ιταλίας, ενδιαφερομένης έκτοτε να έχει πόδι επί των Βαλκανίων και χρησιμοποιούσας εν πολλοίς το λατινόμορφον τόσο της Ρουμανικής Γλώσσης όσον των Βλάχικων. Ακόμη ενεθάρρυναν και βοηθούσαν τους ολιγόψυχους ή ασκούσαν κατασκοπείαν, μετέδιδαν ή μετεβίβαζαν πληροφορίες κτλ.


Πολλοί και διάφοροι υπήρξαν οι πληροφοριοδότες. Αρκετοί Χριστιανοί Έλληνες, αλλά Τούρκοι υπήκοοι, που υπηρετούσαν στον Τουρκικό Στρατό, όπως ο προφανώς σημαντικότατος πάντων, Νικόλαος Μιζάντζογλου (Νικολάκ Αφέντης), η δράση του οποίου επροδόθη εις τους Τούρκους που τον δολοφονήσανε στη Σμύρνη. Ένας άλλος σπουδαίος, είναι ο Ζαδοβιτσινός (από τα Μάρμαρα) δάσκαλος Δημητ. Παπαϊωάννου, τον οποίον εγνώρισα σαν φίλο του πατέρα μου και ο οποίος ήτο μυημένος στην «Η.Ε.» από το 1906 και προσέφερε σχέδια και πολύτιμες πληροφορίες. Ακολουθούν πολλοί άλλοι, εργαζόμενοι εις έργα, ή συναλλασσόμενοι, ή άλλως πως πληροφορούμενοι ενδιαφέροντα τον Ελληνικόν Στρατόν στοιχεία, τα οποία διεβίβαζαν προς αυτόν καταλλήλως. Ακόμη και γυναίκες εχρησιμοποιήθησαν και ηλικιωμένες ακόμη που προσποιούμενες την συλλογήν χάρτων εχρησιμοποιούντο ως ταχυδρόμοι. Πλήθος αγωνιστών· όμως ένα όνομα που ηκούσθη προς στιγμήν, προ έτους περίπου, αυτό του Πολωνού μηχανικού Μινέικο δεν το συνήντησα, εγώ τουλάχιστον, πουθενά αλλού, παρά ως μηχανικού εις την υπηρεσίαν των Τούρκων.


Περιγραφικότατα η υπέροχη φιλέλλην Jeanne Dussap, ή με το ψευδώνυμο Γκυ-Σαντεπλαίρ, σύζυγος του εν Ιωαννίνοις Γάλλου Προξένου, αναγράφει εις το ημερολόγιό της για τους Αλβανούς στρατιώτες ότι «πλανώνται εις τας πεδιάδας δηούντες και καίοντες τα χωρία», καθʼ ον χρόνον μέσα στα Γιάννινα «...δικηγόροι, ιατροί, έμποροι εφυλακίσθησαν ...αποσπασθέντος ...από τα σπίτια τους βράδυ... Τα μπουντρούμια γεμάτα από δυστυχείς...τους οποίους δέρνουν ανηλεώς... χωρικοί εκρεμάσθησαν εις τα δένδρα των δρόμων...» κ.λ.π. Αλήθεια πόσον ομοιάζει η εικόνα αυτή, πόσο ταυτίζεται και επαληθεύει τους στίχους του Σολωμού «γιατί τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Ποία αντίθεσις ανάμεσα στην ψυχοσύνθεση της «ευγενούς Γαλλάτιδος» όπως την ονόμασε ο Πελλερέν και του σκληρού φιλότουρκου Προξένου της τότε Αυστροουγγαρίας του Bilinski, που αποθανατίζει τα φιλοτουρκικά του αισθήματα, φωτογραφούμενοι παρά την αγχόνην, όπου προ ολίγου, δέκα Έλληνες αγωνισταί εξετελέσθησαν, σύμφωνα με λεζάνταν φωτογραφίας, του αρχείου της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών.


Αλλα ας αφήσουμε τα Προξενικά διά να επανέλθουμε εις τα τεκταινόμενα υπό των σκλάβων Γιαννιωτών. Ακριβώς πίσω από το Ιερόν της Αγ. Αικατερίνης ήτο το σπίτι των Καλογραιών της, με την πορτοπούλαν του, απέναντι από την νοτιοανατολικήν γωνίαν του Ναού. Ο τότε Μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης, Σπυρίδων Βλάχος, γνωστός διά την ανέκαθεν εθνικήν του δράσιν και τον αγώνα του διά το Βορειοηπειρωτικόν, πηγαινοερχόμενος τακτικότατα στα Γιάννινα, κατέλυε στις Καλόγριες και όχι στην Μητρόπολη. Την συχνότητα των επισκέψεών του γνωρίζω πάρα πολύ καλά, τόσον από τον πατέρα μου, που είχαν γίνει πολύ φίλοι, όσον και από την Μοναχή Αλεξάνδρα στο σπίτι της οποίας γεννήθηκα αλλά και έζησα σαν μικρός. Τους λόγους των επισκέψεών του δεν τους έμαθα όταν έπρεπε, όσο ζούσαν ο πατέρας και η Αλεξάνδρα.


Σαφώς ήταν Εθνικοί και έτσι εξηγείται η σύλληψη και φυλάκισή του στην Κόνιτσα από τον Τζαβήτ πασά. Όμως η μη φιλοξενία του στην Μητρόπολη Ιωαννίνων η οποία, κατά τον τότε Μητροπολίτη Γερβάσιο Ωρολογά, παρηκολουθήτο, εν αντιθέσει με την διαμονήν του μεταξύ Μετοχίου Σινά, με την πορτοπούλαν και του Ελληνικού Προξενείου, εν συνδυασμώ με την ύπαρξιν πληροφοριών από την περιοχήν της Μητροπόλεώς του, χωρίς εμφανή ονόματα πληροφοριοδοτών, οδηγούν στο συμπέρασμα της αναμείξεως του Σπυρίδωνος για την ελευθερία της Ηπείρου, αλλά και το πρόσωπον του πληροφοριοδότη από την περιοχή Βελλάς και Κονίτσης.


Με την κήρυξη του πολέμου Ελλάδος Τουρκίας, όπως ήταν φυσικό, ο Πρόξενος Φορέστης και Υποπρόξενος Τσερέπης ανεχώρησαν και έμεινε, σαν Τούρκος υπήκοος, ο διερμηνεύς Νικ. Χαντέλης, με την κρυπτογραφικόν κώδικα ανά χείρας, τον οποίον μη δυνάμευσι να αποκρύψη πουθενά, διότι οι πάντες εφοβούντο, τον ενεπιστεύθη εις τον συνάδελφόν του, διερμηνέα του Γαλλικού, ως προανέφερα Προξενείου, Ιωάν. Λάππαν. Τούτον, πιθανόν να υποψιάζωντο οι Τούρκοι, πλην όμως, ως προξενικός υπάλληλος έχαιρεν της διπλωματικής ασυλίας. Στο σπίτι του λοιπόν, το αρχοντικό με την λιτή εξωτερική εμφάνιση, στη σημερινή γωνία των οδών Δαγκλή και Τσιριγώτη, απέναντι από την Αγροτική Τράπεζα, επήγαινε από την οδό Παύλου Μελά που έμεινε, η ανεψιά του Ι. Λάππα και κόρη του «Κτησία», η Αντιγόνη Τζαβέλλα και κρυπτογραφούσαν ή αποκρυπτογραφούσαν, με την συμμετοχή και του Ν. Χατέλη, τις πληροφορίες ή οδηγίες προς και από το Ελληνικόν Στρατηγείον στην Φιλιππιάδα και τέλος στο Εμίν Αγά.


Ακολουθεί μία απολύτως αγαστή συνεργασία παροχής πληροφοριών και διευκολύνσεων μέχρις ότου καταφθάνει ένα κρυπτογραφικόν ερώτημα. «Πόθεν ακοπώτερον καταλάβωμεν πόλιν;». Τα Γιάννινα διστάζουν νʼ αναλάβουν την ευθύνην της υποδείξεως. Το ίδιον και διά δευτέραν φοράν. Εν τω μεταξύ ο γνωστός μας Δ. Παπαϊωάννου πληροφορεί ότι εις τον δυτικόν τομέα, σπανίζουν εις τα πυροβολεία Δουρούτης, Σαδοβίτσας και Γαρδικίου οι πυροβοληταί. Έτσι εις το διά τρίτην πλέον φοράν υποβληθέν ερώτημα υπό του ιδίου του Διαδόχου Κωνσταντίνου, υποδεικνύεται παραπλανητική ενέργεια εξ ανατολών και επίθεσις εκ του αριστερού διά Μανωλιάσης – Αγ. Νικολάου. Όπερ και εγένετο. Αλλά και ο Στρατηγός Πυρ/κού Παν. Δαγκλής, αρχάς Φεβρουαρίου είχε ανεβάσει έναν ουλαμόν ορειβατικού πυροβολικού εις την θέσιν δύο βουνά της Ολύτσικας.


Την 19 Φεβρουαρίου αρχίζει η παραπλανητική εξ ανατολών επιχείρησις και την 20ήν περί την 10ην πρωινήν ώρα, η κυρία επίθεσις, εκ δυσμών (αριστερών του Ελ. Στρατού) ενώ είχεν προηγηθεί η βολή του ορειβ. πυρ/κού, η οποία έτρεψεν εις φυγήν τους Τούρκους της Μανωλιάσας και Αγ. Νικολάου. Απ' εκεί πλέον ο Βελισσαρίου με τους Τσολιάδες του ξεχύθηκαν στον κάμπο των Γιαννίνων και παραβαίνοντας τις εντολές που είχαν, έφθασαν το βράδυ στον Αγ. Ιωάννη Μπουνίλας, οπόθεν ο Βελισσαρίου εσυνόδευσεν εις Εμίν Αγά την επιτροπήν παραδόσεως της πόλεως.


Και θα τελειώσω εδώ με κάποια αποσπάσματα, από το πώς είδε την Απελευθέρωση ένα ξένο μάτι, αυτό της G. Chantepleure. «...Τα Ιωάννινα η Οθωμανική πόλη... την οποία δεν κατόρθωσε να υποτάξει η δουλεία πέντε αιώνων ...εθαύμασα το πολύτιμον αυτό φυτόν του Εσθήματος, το οποίον δεν έπαυσε ποτέ νʼ ανθίζει επί του ξηρού εδάφους ...ομολογώ ότι δεν εφανταζόμην ποτέ, ότι θα επραγματοποιείτο ο πόθος των... όλοι έκλαιον, εγελούσαν ...με έκστασιν εφώναζαν Ζήτω η Ελλάς, Ζήτω ο Ελληνικός Στρατός, Ζήτω ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, Χριστός Ανέστη... διότι το θαύμα της αναστάσεως είχε πράγματι συντελεσθή εις τας καρδίας των ...εις μίαν στιγμήν το έδαφος εκαλύφθη από ερυθρά κουρέλια (σχισμένα φέσια) ...ο Ελληνικός ύμνος προς την Ελευθερίαν ηχεί θριαμβευτικώς... το ωραίον χρώμα της ελληνικής σημαίας θωπεύει την πόλιν και ο κυανός ουρανός, τον οποίον λευκός λεπτός ασμός περιβάλλει, φαίνεται ως να φέρει τα εθνικά χρώματα του ενδόξου κράτους!.. Πραγματικώς όλα αυτά είναι σαν ένα ωραίο όνειρο!..».






Οι πρόδρομοι της Απελευθέρωσης των Γιαννίνων από τον Τουρκικό ζυγό
Επιμέλεια: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Γ. ΜΑΝΟΣ

Μεγάλη ημέρα υπήρξε η 5η Οκτωβρίου του 1912 όπου ο αντιστράτηγος Σαπουντζάκης Κ. έδωσε την διαταγή της εξόρμησης των στρατιωτών από την Άρτα, για να διαβούν γρήγορα τη γέφυρα του Αράχθου διώχνοντας τον εχθρό με προορισμό τα Γιάννινα.


Την απελευθέρωση της Ηπείρου όμως αρκετά χρόνια πριν αυτού του γεγονότος υπήρξε μια άλλη ημερομηνία. Ήταν 25 Μαρτίου του 1906 όπου Ηπειρώτες στην Αθήνα ίδρυσαν την Ηπειρωτική Εταιρία των οποίων τα ονόματα αναφέρουμε παρακάτω, όπως θα αναφέρουμε μαζί και τους πρόδρομους αγωνιστάς αντάρτες που συνετέλεσαν τα μέγιστα στην απελευθέρωση των Γιαννίνων την 21η Φεβρουαρίου 1913.


Στο βιβλίο του, λοιπόν, ο Αλέξ. Λιβαδεύς του έτους 1964 με τίτλο «Οι Πρόδρομοι της Απελευθερώσεως των Ιωαννίνων», ο Γ.Γ. της Η.Ε. στη σελ. 30 γράφει:


«Την 25 Μαρτίου του 1906 ιδρύεται εν Αθήναις υπό του Υπομοιράρχου Σπυρομίλιου, τη συνεργασία εξεχόντων Ηπειρωτών, Ηπειρωτική Εταιρία. Τα ονόματα των αποτελεσάντων το Συμβούλιο της Εταιρίας είναι τα ακόλουθα:


Γεώργιος Δούμας, Γενικός Διευθυντής ΣΠΑΠ, Σπύρος Σπυρομίλιος Υπομοίραρχος, Βασίλειος Μελάς Ανθυπίλαρχος, Χαρίλαος Λιάμπεης, Ανθυποπλοίαρχος, Χρήστος Χριστοβασίλης λόγιος, Μιλτιάδης Πανταζής Υφηγητής Πανεπιστημίου, Χρήστος Χρόνης υπολοχαγός Οικονομικού, Περικλής Καραπάνος Δικηγόρος, Παναγιώτης Δαγκλής Αντ/ρχης Πυροβολικού, Χρήστος Μαλάμος Ταγματάρχης Μηχανικού, Γεώργιος Γάγαρης Δημοσιογράφος, Αυγερινός Αβέρωφ πολιτευτής».


Η προεδρία της Ηπειρωτικής Εταιρίας ανετέθη εις τον αντισυνταγματάρχην Παναγιώτην Δαγκλήν, ο ιθύνων νους και η ψυχή της όλης δράσεως της Η.Ε. από της συστάσεως αυτής μέχρι της απελευθερώσεως της Ηπείρου, υπήρξε ο χαλκέντερος Σπυρομίλιος.


Το καταστατικό της Η.Ε. συγκαταλέγεται από 33 άρθρα. Το 30ο άρθρο έως το 33ο αναφέρονται εις τους ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΑΣ, το άρθρο 31 γράφει:


«Αι ομάδες συγκροτούνται υπό τμημάτων εντολή του Δ.Σ., σκοπός δε αυτών είναι ο σχηματισμός Ενόπλων Δυνάμεων, καλουμένης εν καιρώ τω δέοντι να δράσει αποφάσει του Δ.Σ. Εκάστη ομάς έχει τον αρχηγόν της όστις ορκίζεται υπό του οικείου Τμήματος του Δ.Σ.


Στα Γιάννινα έχει τώρα την έδρα της η Α΄ Διεύθυνσις της Η. Εταιρίας. Στην Πρέβεζας η Β. Διεύθυνσις και στο Αργυρόκαστρο η Γ΄ Διεύθυνσις.


Στην Α΄ Διεύθυνσιν δίδεται η ηγεσία εις τον υπολοχαγόν Τσιριγώτη και με εντολάς του κέντρου (Αθήνα) προβαίνει εις την επιλογήν προσώπων και εις την μύησιν ανδρών. Στην Α΄ Διεύθυνσιν συμμετέχουν ο Αλέξανδρος Λειβαδεύς με το ψευδώνυμον Λάϊος, Γραμματέας αργότερα της Διευθύνσεως, ο Μιχάλης Λόντος ως «Νίνυας», ο Αριστοτέλης Χρηστίδης «Γύλιππος», ο Σπύρος Κεφαλωνίτης ως αρχηγός κατασκοπείας κ.ά.


Οι εισερχόμενοι εις την οργάνωσιν είναι πάρα πολλοί, αλλά οι έχοντες σύνδεσμον με την Διεύθυνσιν, μετριούνται στα δάχτυλα. Η μυστικότης για το έργο και την ασφάλεια της οργανώσεως προϋποθέτει εκλεκτούς, καθαρούς και εγνωσμένης ικανότητος ανθρώπους. Επί του προκειμένου ο Καπετάν Κρομμύδας είναι απʼ αυτούς που μετριούνται στα δάχτυλα, γράφει στο βιβλίο του ο βιογράφος του καπετάνιου Γεώργιος Α. Μάνος και συνεχίζει. Ξεχωριστή θέση παίρνει ο Αλέξανδρος Λειβαδεύς (Τραπεζιτικός) που το ανήσυχο πνεύμα του δεν σταματά σε ορισμένη ακτίνα δράσεως όπως είναι τα Γιάννινα, πηγαίνει στον Μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα, ο οποίος την ημέρα του Αγίου Πνεύματος στη Μονή Παλιουρής ορκίζοντας τούτον (το έτος 1907) του ηυχήθη «να τον ακολουθεί πάντα το Άγιον Πνεύμα στον ιερό σκοπό που ανελάμβανε».


Στα τέλη του Ιουλίου 1908 ο ηγούμενος της Αγίας Αικατερίνης Άνθιμος Κτενιάδης ορκίζει επί του ιερού Ευαγγελίου τον Καπετάν Κρομμύδα ή Νοτιά κι έτσι ο δικέφαλος καλόν οιωνόν προβλέπει για τον μετέπειτα αγώνα του καπετάνιου.


Για την εποχή εκείνη και ιδιαίτερα με την ύπαρξη του νεοτουρκικού κομιτάτου, τα ανταρτικά σώματα του Βοριά και Νοτιά Πουτέτση και Κρομμύδα έδειχναν ζημιογόνα στον τόπο μας, γιʼ αυτό η Ηπειρωτική Εταιρία τα ανακάλεσε στην Αθήνα.


Η εφημερίδα του Λαβδανίτη, δημοσιογράφου και μετέπειτα υπουργού του Ελευθερίου Βενιζέλου Σπύρου Σίμου η ΠΑΤΡΙΣ στις 30 Μαρτίου 1909 έγραφε: «Υπό κακοβούλων μετʼ επιτάσεως διεδόθη ότι εις τα μέρη μας εξήλθον οι λησταί ΚΡΟΜΜΥΔΑΣ και ΠΟΥΤΕΤΣΗΣ με ισχυρόν ανταρτικόν Σώμα, αν και είμεθα εκ των προτέρων πλέον βέβαιοι, ότι η διάδοσις είναι ψευδεστάτη. Οι αγνοούντες που ευρίσκεται ο Κρομμύδας δύναται όσοι θέλουσι να τον ίδωσι εις τας εν Αθήναις Φυλακάς Μεντρεσέ όπου κρατείται από δύο περίπου μηνών υπό της Ελληνικής δικαιοσύνης και θα πεισθώσι ότι η Ελλάς μεριμνά περί της ησυχίας και της τάξεως εν Ηπείρω περισσότερον και αυτής της Τουρκίας»!


Έτσι οι πρόδρομοι της απελευθέρωσης της Ηπείρου, τα δυο βλαστάρια της Α΄ Διευθύνσεως Ιωαννίνων, οι κανακάρηδες του Αλεξάνδρου Λειβαδέως, τα παιδιά του Σπυρομίλιου και Δαγκλή, φέρνουν στην Ήπειρο με την αρματωμένη παρουσία τους το ταχύ προμήνυμα της λευτεριάς. Οι ΠΟΥΤΕΤΣΗΣ και ΚΡΟΜΜΥΔΑΣ.
Από την Καλαμπάκα γράφει σε δυο γραμμές στο Σπυρομίλιο:


«Καλαμπάκα 18-8-1912
Σεβαστέ πάτερ,
Προσκυνώ, ήλθον καλώς και πορεύομαι αισίως, θα βαδίσω αστραπιαίως. Σπύρος Μήτσης ή Κρομμύδας, προσκυνώ».


Η έξοδος του ΠΟΥΤΕΤΣΗ έλαβε χώραν το πρώτο 10ήμερο του Αυγούστου 1912, γράφει ο Λάϊος (Λειβαδεύς), υπηρετών τότε εις το εν Αγρινίω υποκατάστημα Εθνικής Τραπέζης έλαβε την 15 Αυγούστου 1912 που ανήγγειλε την έξοδόν του με κατεύθυνσιν προς Αργυρόκαστρον.
Η επιστολή αύτη έχει ως εξής:


«Αδελφέ Αλέκο. Απόψε διαβαίνω τα σύνορα· ο αρχηγός με διέταξε να πιάσω το Δέλβινο, για να οργανώσω το Κάστρο βγάζοντας ντουφέκια από την Κέρκυρα, έχων μαζί μου και τον Στέφανον που σε ασπάζεται· ήθελε να ακολουθήσει και ο Βασίλης και του κακοφάνηκε που δεν τον πήρα τι να τον κάνω αφού δεν τον ακούν τα ποδάρια. Μυρίζει μπαρούτι· οι Αρβανίτες σήκωσαν κεφάλι, τα πράγματα στένεψαν, μου φαίνεται θα ανάψει πέρα για πέρα το ντουφέκι. Δεν με άφησαν να πάρω πολλούς, μόνον σαράντα πέντε· θα πάρω παιδιά από το Τσιάμικο και Κούρεντα.
Ο Θεός βοηθός
Σε φιλώ από καρδιά
ο αδελφός σου Γιάννης».


Έτσι ο Καπετάν Πουτέτσης κατά διαταγή του αρχηγού αναχώρησε από Αραχωβίτσα, πέρασε τον Καλαμά, την επαρχία Πωγωνίου, για να φτάσει την 13 Σεπτεμβρίου στην Κρανιά. Σε συμπλοκή του με το Αλβανικών συμμοριών στρατιωτικό απόσπασμα, το αποτέλεσμα ήτο ο φόνος 12 Τουρκαλβανών. Από τη δύναμη του Πουτέτση τραυματίσθη ο φοιτητής Θεολογίας Στέφανος Πάντος εκ Σωτήρας υιός του Παπαφώτη Πάντου. Ο τραυματίας διεκομίσθη εις Λεσινίτσαν μέχρι ιάσεώς του, για να διεκομισθεί αργότερο εις Κέρκυρα.


Σε άλλη συμπλοκή την 26 Σεπτεμβρίου, κατόπιν προδοσίας εκυκλώθη το σώμα Πουτέτση εις το χωριό Τσούκα. Στην μάχη αυτή που ήταν (αιφνιδιαστική) εφονεύθησαν ο Γιάννης Πουτέτσης, ο ανηψιός του Γρηγόρης Μάντζαρης ή Φαρμάκης, ο Δ. Στήλος εκ του χωρίου Αλάμπεη και ένας χωροφύλακας από την Άρτα, ονόματι Νίκος Μάρκου (πληροφορία Θύμιου Λιόλιου).


Γεγονός είναι ότι η απώλεια ενός εκ των ικανοτέρων αρχηγών της Α΄ Διευθύνσεως υπήρξε αισθητικοτάτη σε καιρό που η πατρίδα αναζητούσε παλικάρια ισάξια του Γ. Πουτέτση, για την αντιμετώπιση από της πλευράς των ανταρτικών σωμάτων του Τουρκικού και Αλβανικού στρατού της Ηπείρου και μάλιστα 11 ημέρες πριν κηρυχθεί το πόλεμος για την απελευθέρωση της Ηπείρου.


ΤΡΕΙΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝ ΑΝΤΑΡΤΙΚΑ ΣΩΜΑΤΑ ΗΠΕΙΡΩΤΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΜΑΣ ΗΠΕΙΡΟΥ.


Από το βιβλίο του Λάμπρου Μάλαμα «Πώς απελευθερώθηκε η Ήπειρος και η Μακεδονία το 1912-13» αντιγράφουμε τα παρακάτω.


Στη σελ. 17 γράφει: «Στην ανατολή του εικοστού αιώνα το έθνος σιγά-σιγά συνέρχεται από την πρόσφατη καταρράκωση και ταπείνωση του 1897.


Κι έτσι έχουμε την πρώτη δράση από τα κομιτάτα, τις πατριωτικές οργανώσεις και απ' όλα τα αντάρτικα σώματα στην Ήπειρο και στη Μακεδονία.


Ο Γιάννης Πουτέτσης, ο Σπύρος Κρομμύδας, ο Περιστέρης, ο Μπόλας, ο Αρκούδας, ο Μπράτος και τόσοι άλλοι οπλαρχηγοί γίνονται πρωτομάχοι στην Ήπειρο.


Στη Βόρειο Ελλάδα πρωτοστατεί ο Ηπειρώτης αξιωματικός Παύλος Μελάς και θυσιάζεται στον αγώνα.


Στη μάχη Σκάλα Παραμυθιάς πέφτουν ηρωικά μαχόμενοι οι Γιαννιώτες αντάρτες Γιώργος Μακαρόνας (Γ. Κύργιος), Κουτούπης κ.ά.


Στην Τσούκα Δελβίνου σκοτώνεται μια νύχτα ο αρχηγός του μαχόμενου Κομιτάτου Γιάννης Πουτέτσης, στις μάχες του Μετσόβου σκοτώνεται ο Καπετάν Κλειδής και Χριστόδουλος Σώζιος, δήμαρχος Λεμεσού και βουλευτής για τη λευτεριά της Ηπείρου.


Ο εχθρός εξουδετερώνεται από τα οχυρά της Ψήνας με γερή μάχη που δίνουν ο Χρήστος Μπράτος από το Γραμμένο, ο Σπύρο-Κρομμύδας με Γραμμενοχωρίτες, Ν. Μαγιόπουλο, Αρ. Παπανικολάου, Γούλα Ζούμπα, Χαράλαμπο Τσιάρα, Δ. Βούστρο κ.ά. που συντρίβουν τους Τούρκους στη μάχη της Λυκοστάνης και στη σελ. 41 γράφει: «Να τι μας αφηγείται ο αλησμόνητος δάσκαλος αγωνιστής Γ. Α. Μάνος από την Αετόπετρα στο βιβλίο του για τον Καπετάν Κρομμύδα: «Δυο γενναίοι οπλαρχηγοί του Στρατηγείου της Στρατιάς Ηπείρου, αρχάς Φλεβάρη του 1913, αφήνουν τους αντάρτες στην πρώτη γραμμή και ξεκινούν προς ΕΜΙΝ ΑΓΑ όπου και η έδρα του Στρατηγείου. Κατόπιν εντολής του επιτελείου παρουσιάζονται και εκθέτουν τας απόψεις των επί σχεδιασθείσης καταστροφής των Μύλων της Βελτσίστας.


Αυτοί είναι ο καπετάν Κρομμύδας και ο καπετάν Κολοβός. Η εντολή του Στρατηγείου λαμβάνεται από τον αντ/ρχην Μαλάμον που κατατοπίζει τον Κρομμύδα για το θέμα που θα συζητήσει στο Στρατηγείο.


«Σπύρο, είπε ο Μαλάμος, επρότεινα εσένα για μια επιχείρηση που σχεδιάζει το Στρατηγείο, κι αυτή είναι να καταστρέψεις τους Μύλους της Βελτσίστας, οι οποίοι τροφοδοτούν με αλεύρι τους Τούρκους». Ο Κρομμύδας γνώριζε καλά την περιοχή και τους ανθρώπους από τη γενικότερη ανταρτική δράση και σαν συντοπίτης κοντινός την καταγωγή του ήταν ο πιο κατάλληλος για το δύσκολο αυτό εγχείρημα. Όταν μαζί με τον Β. Κολοβό έφτασαν στο Εμίν Αγά κι εξέθεσε στους επιτελείς το σχέδιό τους, εκεί που συζητούσαν μπήκε τυχαία ο διάδοχος Κωνσταντίνος και παρακολούθησε την πεποίθηση του Κρομμύδα και Κολοβού για τη σίγουρη επιτυχία της αποστολής που καυχιόταν ότι:


«Οι μύλοι θα καταστραφούν οπωσδήποτε, έστω κι αν κανείς από μας, δεν πρόκειται να επιζήσει». Τότε ο διάδοχος ενθουσιάστηκε και τους χτύπησε στους ώμους λέγοντας «Με τέτοιους άνδρες μπορεί κανείς να κυριεύσει τον κόσμο».


Βρισκόμαστε στη νύχτα 10 προς 11 Φλεβάρη του 1913. Ο Καπετάν Κρομμύδας με τους αντάρτες του Κολοβού και του οπλαρχηγού Σ. Μπόλα, με οδηγούς τα πρωτοπαλίκαρά του Γιάννη Βάντζιο και Μήτρο Μπαλντά καταστρέφουν με την επικουρία των πατριωτών μυλωνάδων της Βελτσίστας όλους τους μύλους στο ποτάμι της «Κεφαλής» και της Παλιουρής συνολικά 23 μυλόπετρες.


Το τμήμα του ανθ/γού Στέφ. Γρανίτσα με τους οπλαρχηγούς Σταμάτη και Τζίμα είχανε πιάσει τη θέση του «Γκρέμιθα» για να εμποδίσουν κάθε κίνηση του εχθρού από τα Γιάννινα.


Ένας άλλος αγωνιστής ο Γιαννιώτης Σπύρος Βαζαλούκας αφηγήθηκε κάποτε τούτο περιστατικό. «Υπηρετούσα στο Σώμα του Καπετάν Τζώρτζη. Βαδίζουμε προς το Ρωμανό και Σιστρούνι. Πλαισιώναμε τη διλοχία του Τρυπογιώργου. Τότε μάθαμε από τον αγγελιοφόρο Λάμπρο Δαβή, Βαρλαμιώτη σύνδεσμο πως ο Μπεκήρ-Αγάς είχε επικηρυχτεί από τους δικούς μας αντί 10.000 δρχ. Είχε κυκλώσει με το τάγμα του τη δύναμη του Κρομμύδα που είχε τραυματιστεί στο χέρι.


Πλευροκοπήσαμε και σπάσαμε τον κλοιό. Τους διαλύσαμε τους Τούρκους. Ο Τρυπογιώργος τον αντάμωσε. Δέχτηκε τις ευχαριστίες του... αλλά του απάντησε:


«Η δόξα είναι δική σου καπετάν Κρομμύδα». Και ο γέρο Βαζαλούκας, τελειώνοντας είπε: «Η εξυπνάδα και η ψυχραιμία αυτού του ανθρώπου ήταν τρομερή» και στη σελ. 53 στο βιβλίο του ο Λάμπρος Μάλαμας γράφει:


«Η περίσφιξη του κλοιού
Στις 17 Φλεβάρη 1913 ο αρχηγός του Μικτού Σώματος αντισυνταγματάρχης Μαλάμος στέλνει αδιάκοπα αναφορές στο Εμίν Αγά.


Να τι λέει για παράδειγμα σε μια:


«Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι προχθές 15 τρέχοντος, 800 Τούρκοι επετέθησαν μετά 5 πολυβόλων κατά των Σωμάτων Κρομμύδα και Κολοβού, κατεχόντων την γραμμήν Ιωαννίνων-Φιλιατών παρά την θέσιν Σουλόπουλον.
Αποτέλεσμα της συναφθείσης μάχης ήτο η φυγή των επιτεθεμένων αφησάντων 50 νεκρούς, μεταξύ των οποίων και ο διοικητής των άνω δυνάμεων.
Αντισυνταγματάρχης Μαλάμος».


Τέλος με τον στρατό του Σαπουντζάκη και τα ανταρτικά σώματα Ηπειρωτών, Κρητών κλπ. φτάνουμε στην κατάληψη των Γιαννίνων την 21η Φεβρουαρίου 1913 και ο ιστορικός Γ. Ρούσσος στα Νέα της Αθήνας στις 26-2-77 έγραψε:


«Η απελευθέρωση των Γιαννίνων στοίχισε τριπλάσιο αίμα απ' όσο έπρεπε. Και γιʼ αυτό ευθύνεται ο διάδοχος Κωνσταντίνος, που για να ρεζιλέψει το στρατηγό Σαπουντζάκη (Βενιζελικό), αρνιόταν επί μήνες να στείλει στο Μπιζάνι μια-δυο μεραρχίες απʼ αυτές που κρατούσε κοντά του σε αδράνεια. Και όμως εξ αυτού του φθόνου και της ζήλιας παρά λίγο να χάσουμε τα Γιάννινα».




[πηγή: http://www.neb.gr/phpBB2/viewtopic.php?f=21&t=2622&start=0&st=0&sk=t&sd=a ]