«Τα πήραμε τα Γιάννενα...»

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Ο λαός τραγουδάει για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων

Η ΠΑΛΗ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ

( Τραγούδια του Ποιητή Λαού )





Συμπληρώνεται εφέτος ένας αιώνας από την άλωση και πτώση του θρυλικού Μπιζανίου και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον ελληνικό στρατό. Ο ποιητής λαός τραγούδησε την τιτανομαχία αυτή, που άρχισε τον Οκτώβριο του 1912 και τελείωσε στις 2 το πρωϊ της 21 Φεβρουαρίου 1913, με τη λευτεριά να απλώνεται, να περιδιαβαίνει τα Γιάννενα και να αγκαλιάζει την πολύπαθη, υπερήφανη και ανδρογέννα Ήπειρο. Στις 23 Οκτωβρίου 1912 ο ελληνικός στρατός στα Πέντε Πηγάδια δέχτηκε επίθεση του τουρκικού στρατού, επικουρούμενου από Γερμανούς συμβούλους, τον οποίο ανάγκασε σε άτακτη υποχώρηση στα Πεστά ( γενέτειρα του θρυλικού κανονιέρη του ’40 ταγματάρχη Δημητρίου Κωστάκη ), στο δρόμο Άρτας - Ιωαννίνων:

Για βγάτ’ εσείς οι Αρτινές κι εσείς καλές κυράδες,
γιατί θα γίνει πόλεμος και θα πιαστεί ντουφέκι.
πέφτουν κανόνια του Βολμή, κανόνια τ΄ Σκαλτσογιάννη,
ούλες οι ράχες καίγονται κι ούλα τα καραούλια,
κι αυτήν – η ράχη του Σκαλτσά ρίχνει αδιακόπως.
Τον Γερμανό τον βούλωσε, τον έχει βουλωμένον.
Γερμανικά εφώναξε, γερμανικά φωνάζει:
- Πασιά μου, τράβα το στρατό και στα Πεστά να πάμε. 1

Οι Έλληνες, όμως, κατέλαβαν και τα Πεστά και προωθήθηκαν μέσα σ΄ένα βαρύ χειμώνα προς το αντροκτόνο Μπιζάνι με τις φοβερές οχυρώσεις του που είχαν κατασκευάσει Γερμανοί Μηχανικοί:


Ισείς βουνά του Γρίμποβου, βουνά της Μανωλιάσας,
λίγου να χαμπηλώσιτι κανα ντουφέκι τόπου,
για να φανούν τα Γιάννινα, το έρημου Μπιζάνι,
πώς πολεμούν οι Έλληνες μι τους Τουρκαρβανίτις.
Πέφτουν κανόνια σαν βρουχή, ουβίδες σαν χαλάζι
Κι αυτά τα λιανουτούφικα σαν άμμους της θαλάσσης. 2

Οι νεκροί ήταν χιλιάδες στις μάχες για την εκπόρθηση του Μπιζανίου, πάρα πολλοί δε εθελοντές. Τάγμα Κρητών, το οποίο στην ολότητά του αποτελούνταν από φοιτητές και σπουδαστές, κυρίεψε το ύψωμα « Μάντρα » με επικεφαλής τον ταγματάρχη Ρήγα που πληγώθηκε σοβαρά και τον λοχαγό Σαλταμπάση, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη. Από τους 1370 άνδρες του κρητικού τάγματος έμειναν περίπου 457 :

Κρητικόπουλο ψυχομαχεί στου Μπιζανιού τη ράχη
Δεν έχει μάνα να τον κλαίει, κύρη να τον λυπάται,
ούτε αδερφό ουτ΄αδερφή να τον ψυχοπονάται,
μόνο το δεκανέα ντου κι εκείνος τον λυπάται.
- Σηκώσου, στρατιώτη μου, κι αντρείο παλικάρι,
να πάρεις το τουφέκι σου να πάμεν- ε στη μάχη,
τσι Τούρκους να νικήσομε κι ύστερα να ποθάνεις.
Για να’χω ώρα πλειότερη το μνήμα σου να σκάψω
και σαν αντρείο Κρητικό να κάτσω να σε κλάψω.
- Παρακαλώ σας, βρε παιδιά κι αντρεία παλικάρια,
το μνήμα μου να σκάψετε στο μπλιο ψηλό χαράκι,
για να θωρώ τσι κανονιές, που’ρχοντ’ απ΄το Μπιζάνι,
να βλέπω και τα Γιάννενα, τη λίμνη τη μεγάλη.
Κι αν πάτε και στον τόπο μου, να πείτε τση μαμάς μου,
τση μπλια καλής ξαδέρφης μου και τσ΄αγαπητικάς μου,
πέτε τσης πως παντρεύτηκα στου Μπιζανιού τη ράχη.
Την πλάκα πήρα πεθερά, τη μαύρη γης γυναίκα
και τα σφαιρίδια κανονιού αδέρφια κι αξαδέλφια.
Κι όντεν ασπρίσ’ ο κόρακας και γίνει περιστέρι,
Τότε κι εμείς δα σμίξομε, φίλοι μου μπιστεμένοι. 3

Στις 21 Φεβρουαρίου 1913 ο πόλεμος τελείωσε και ο Εσάτ πασάς παρέδωσε στον διάδοχο Κων/νο τα Γιάννενα χωρίς όρους :

Εψές ήμουν στα Γιάννενα κι αντίκρια στο Μπιζάνι
κι ακού ντουφέκια πόπεφταν, κανόνια που βροντάνε.
-Μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι;
-Μήδε σε γάμο πέφτουνε, μηδέ σε πανηγύρι,
παρά ειν’ ο ελληνικός στρατός και πολεμάει τους Τούρκους.
Εσάτ’ πασάς εφώναξε, του Κωνσταντίνου λέει:
-Πάψε Κώστα μ’, τον πόλεμο, πάψε και το ντουφέκι,
δικά σ΄είναι τα Γιάννενα, δικό σ’ και το Μπιζάνι,
δική σου και η Πρέβεζα με τους χρυσούς μπαξέδες
και ‘ γω σκλάβος σου γένομαι με τριανταδυό χιλιάδες,
και το δικό μου το σπαθί στα χέρια σου το δίνω. 4

Επιτέλους, ο ελληνικός στρατός εισέρχεται ελευθερωτής στα φημισμένα Γιάννενα που είναι « πρώτα στ΄άρματα, στα γρόσια και τα γράμματα » :

Απ΄έξω από τα Γιάννενα, σ΄ένα ψηλό κλαδί,
ένα πουλάκι κάθεται και γλυκοκελαηδεί.
- Ανοίχτε στράτα διάπλατη και στράτα μυρωμένη,
γιατί έρχεται η Ελευτεριά η Κυρά με τ΄άνθη στολισμένη. 5

Όλη η Ελλάδα γιόρτασε την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ιδιαίτερα η Κρήτη, που θεωρούσε τη νίκη, επιτυχία της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου, που έγινε πλέον θρυλικό πρόσωπο :

Την Τυρινή την Αποκριά, Πέφτη το μεσημέρι,
Ήρθεν απού τα Γιάννενα ολόχρυσο χαμπέρι.
Και γράφει το Παράρτημα: «Ήπεσε το Μπιζάνι
και είπε κι ο Εσάτ πασάς πόλεμο μπλιο δεν κάνει».
Δόξα στον ύψιστο Θεό, δόξα στον Αΐ-Γιάννη,
που πήραμε τα Γιάννενα μαζί με το Μπιζάνι.
Ήταν αιτία κι αφορμή ο μέγας Βενιζέλος,
να μας τον ζήσει ο Θεός, που σφάλιξε το τέλος. 6

Η ορμή και ο ενθουσιασμός των Κρητών φθάνει ακόμη στο δρόμο για την απελευθέρωση της ίδιας της Πόλης :


Επήραμε τα Γιάννενα και τη Θεσσαλονίκη
και στην Κωνσταντινούπολη δα τελειώσ’ η νίκη.
Να πα να τελειώσομε τη Θεία Λειτουργία,
απού ‘ ναι ατελείωτη εις την Αγια- Σοφία.
- Δος τηνε δα, σουλτάνε μου, και μην τηνε λυπάσαι,
γιατί δα σου την πάρομε και δα παραπονάσαι.
Γιατί δα σου την πάρουνε οι Κρήτες κι οι ευζώνοι,
που πολεμού μερού – νυχτού στο παγωμένο χιόνι.
Κι αυτοί δε λογαριάζουνε κρυγιότες μηδέ σφαίρες,
γιατί πολλά εβάψανε ετουτεσάς τσι μέρες.
Επήραμε τα Γιάννενα, την Πόλη θέμε ακόμη,
να πα να λειτρουήσουνε οι δεσποτάδες όλοι. 7


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Μ. Περάνθη: Ποιητική Ανθολογία, τ. Γ΄, Αθήνα χ.χ. 542.
2. Βλ. Ακαδημία, Αθηνών: Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Αθήναι 1962, Α΄, 179.
3. Βλ. Θ. Δετοράκη: Ανέκδοτα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης, Ηράκλειο 1976, 79.
4. Βλ. Θ. Τσέτσου: Τραγούδια από τ΄ Άγραφα, Αθήνα 1981, 34.
5. Βλ. Σοφ. Δημητρακόπουλου: Ιστορία και δημοτικό τραγούδι, εκδ. «Παρουσία» Αθήνα 1998, σελ. 297 και άλλα Λαογραφία, Δ΄ 278-279,Ε΄365-366, 516.
6. Βλ. Θ. Δετοράκη, ο.π. 81.
7. Βλ. Θ. Δετοράκη, ο.π. 80.

[Του ποιητή Ανδρέου Αυγερινού]


Η πρώτη απόφαση της πόλης των Ιωαννίνων μετά την απελευθέρωσή της

ΤΙ ΣΥΖΗΤΗΣΕ ΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΣΤΙΣ 23-2-1913
Η πρώτη απόφαση της πόλης μετά την απελευθέρωση
[Από το ένθετο της εφημερίδας: ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ / 21-2-2010]
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΑΝΤΙΚΟΥ

Η πρώτη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου Ιωαννίνων στην ελληνική επικράτεια, έγινε στις 23 Φεβρουαρίου του 1913, δύο μέρες μετά την απελευθέρωση. Το συμβούλιο αποτελείται από επτά μόλις συμβούλους και το δήμαρχο, τον Γιάγια Βέη και οι αποφάσεις του είναι απλές:

Πρώτα, τα ευχαριστήρια τηλεγραφήματα στον βασιλιά Κωνσταντίνο που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην Αθήνα.

Έπειτα, τα ευχαριστήρια στη γειτονική Άρτα που έχει ήδη σπεύσει να συγχαρεί τα Γιάννενα για την απελευθέρωση.

Τέλος, τα αιτήματα. Ο δήμος Ιωαννιτών ζητάει από το ελληνικό κράτος και το Γενικό ∆ιοικητή Ιωαννίνων να καταβάλλει προς ενίσχυση της πόλης 10.000 φράγκα και οχήματα για να καθαριστεί η πόλη ενόψει των εορτασμών για την απελευθέρωση , αλλά και πετρέλαιο για να φωταγωγηθεί η πόλη. ∆ύο εκ των συμβούλων, οι ∆ημήτριος Κούτζικος και Περικλής Κίγκος συμμετέχουν ένα χρόνο μετά στην Πανηπειρωτική Συνέλευση στο Αργυρόκαστρο, ο μεν πρώτος ως πληρεξούσιος της Παραμυθιάς, ο δε δεύτερος των Ιωαννίνων.

Ακολουθεί το κείμενο των πρακτικών του πρώτου δημοτικού συμβουλίου των, ελληνικών και κατά σύνορα πλέον, Ιωαννίνων.

«Συνεδρία 1η του ∆ημοτικού Συμβουλίου Ιωαννίνων
Της 23ης Φεβρουαρίου 1913.

Πρόεδρος ο ∆ήμαρχος Γιάγια Βέης
Μέλη οι κ. Σιέχη Φραζής, Ματαθιούλης Λέβης, ∆ημήτριος Κούτζικος, Αθανάσιος Στούπης , Χαΐμ Λεβή, Νικόλαος Καζαντζής και Περικλής Κίγκος.

Αποφασίζεται η αποστολή τηλεγραφήματος προς την Α.Μ. τον Βασιλέα των Ελλήνων εις Θεσσαλονίκην, ως εξής:

«Α.Μ. τον Βασιλέα των Ελλήνων Θεσσαλονίκην
Πόλις Ιωαννίνων αγαλλόμενη επί απελευθερώσει αυτής υπό γενναίου Ελληνικού στρατού διοικούμενου παρά του ενδόξου Σρατηλάτου και ευκλέους Βλαστού υμετέρας Μεγαλειότητος υποβάλλει ευλαβώς ένθερμα συγχαρητήρια ευχομένη όπως ο Ύψιστος κρατύνη υμετέραν Βασιλείαν επ’ αγαθώ Ελληνικού Έθνους
Ο ∆ήμαρχος Ιωαννίνων Γιαγιάς».

Επίσης, η αποστολή τηλεγραφήματος προς τον πρόεδρον της Κυβερνήσεως κ. Ελ. Βενιζέλον ως εξής:

«Α.Ε. Πρόεδρον της Κυβερνήσεως κ. Ελευθέριον Βενιζέλον Αθήνας
Εν ονόματι πόλεως Ιωαννίνων εναγαλιάσει επί απελευθερώσει αυτής υπό νικηφόρου Ελληνικού στρατού υποβάλλω ένθερμα συγχαρητήρια
Ο ∆ημ. Ιωαννίνων Γιαγιά».

Ανεγνώσθη το τηλεγράφημα του ∆ημάρχου Αρταίων και του Προέδρου του ∆ημ. Συμβουλίου και του Προέδρου του Φιλανθρωπικού Συλλόγου Άρτης και απεφασίσθη προς αυτούς απάντησις ως εξής:

«Κυρίους ∆ημάρχους Αρταίων και Πρόεδρον ∆ημοτικού Συμβουλίου
Άρταν ευχαριστών θερμώς εν ονόματι συμπολιτών μου επί συμμετοχή υμών εις την κατέχουσαν ημάς χαράν δια το μέγα και ένδοξον γεγονός της απελευθερώσεως πόλεως Ιωαννίνων αδελφικώς ασπάζομαι υμάς και υμετέρους αγαπητούς συνδημότας
Ο ∆. Ιωαννίνων Γιαγιάς».

«Πρόεδρον Φιλανθρωπικού Συλλόγου Άρτης κ. Σερβετήν
Συμπολίται μου πανηγυρίζοντες επί απελευθερώσει πόλεως Ιωαννίνων ευχαριστούσι υμάς δι υμέτερα συγχαρητήρια
Ο ∆. Ιωαννίνων Γιαγιάς».

Επίσης ανεγνώσθη η υπ. Αριθ. 5 και χρονολ. 23ης Φεβρουαρίου 1913 εντολή του Γενικού ∆ιοικητού Ιωαννίνων περί καθαριότητος της πόλεως . Συνεπεία της εντολής ταύτης απεφασίσθη να διαβιβασθεί έγγραφον προς τον Γενικόν ∆ιοικητήν, δι ού αιτείται όπως το ∆ημόσιον Ταμείον επέλθη αρωγόν εις τον ∆ήμον κατά 10 χιλ. φράγκα τουλάχιστον. Προς δε να χορηγηθώσι και φορτηγαί άμαξαι , ίνα επιτευχθή η καθαριότης της πόλεως. ∆ιά δε τον φωτισμόν της πόλεως να χορηγηθή πετρέλαιον εκ μέρους του ∆ημοσίου.
Ο ∆ήμαρχος Τα μέλη (ακολουθούν υπογραφές)».





Πώς αποτυπώθηκε στη Λογοτεχνία η Απελευθέρωση των Ιωαννίνων

Πώς αποτυπώθηκε στη Λογοτεχνία η Απελευθέρωση των Ιωαννίνων

[Αναδημοσίευση από την εφημερίδα: ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ"]
Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΒΙΛΑΕΤΗ - ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ


Τετρακόσια ογδόντα τρία χρόνια σκλαβιάς έζησαν οι Γιαννιώτες κι όμως αυτά δεν μπόρεσαν να εξαφανίσουν τον Ηπειρώτικο λαό μας, το Έθνος μας, την Ελληνική ψυχή μας. Το 1430 μ.Χ. παραδόθηκαν τα Γιάννενα στους Τούρκους αλλά δεν τούρκεψαν. Κράτησαν τη γλώσσα, έσωσαν την παράδοση, κάνοντας φάρο στην πικρή ζωή τους την Ελλάδα, για πέντε σχεδόν αιώνες. Πάλευαν για τη λευτεριά τους, ευαισθητοποιώντας όλους τους Έλληνες που έτρεξαν να βοηθήσουν στον τελικό αγώνα που μας έδωσε τη Λευτεριά, εκατό χρόνια σχεδόν μετά την Επανάσταση του 1821. Εθελοντικές ομάδες απ’ τον αλύτρωτο ακόμα Ελληνισμό, όλη η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου, η Σμύρνη, τα βάθη της Μ. Ασίας, η Κύπρος, έσπευσαν να λάβουν μέρος και να δώσουν και τη ζωή τους ακόμα σε εκείνους τους πολέμους του 12-13. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων συντάραξε τις ψυχές και αποτυπώθηκε με ενθουσιασμό και συγκίνηση στην Λογοτεχνία, στην Τέχνη, στην Ποίηση. Τα Δημοτικά τραγούδια, η Λογοτεχνία, η Ποίηση κατέγραψαν την πίκρα για τη ζωή της σκλαβιάς και την προσμονή της Λευτεριάς, την πίστη γι’ αυτόν τον Αγώνα και τέλος τον ενθουσιασμό για το Μέγα Αποτέλεσμα: την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Ακόμα και σήμερα, διαβάζοντας αυτά που γράφτηκαν τότε, έρχονται δάκρυα στα μάτια μας και στις καρδιές μας, σα να ζούμε τώρα εκείνες τις στιγμές.


Η Γκυ Σαντεπλαίρ, σύζυγος του Γάλλου Προξένου Δυσσάπ, μας δίνει μια τραγική περιγραφή των σκλαβωμένων ακόμα Γιαννίνων στο παρακάτω κείμενό της: «Μετά τις επτά τα Ιωάννινα είναι πόλις έρημος, πεθαμένη. Τι ερημιά, τι σιωπή! Ουδείς κρότος ακούεται από τα σπίτια. Τα παράθυρα είναι σκοτεινά. Το στρατοδικείο εργάζεται διαρκώς. Αι έρευναι και αι συλλήψεις διαδέχονται αλλήλας. Οι επίσημοι, δικηγόροι, ιατροί, έμποροι της πόλεως εφυλακίσθησαν, χωρίς να είναι γνωστή η αιτία της φυλακίσεώς τους. Τα μπουντρούμια είναι γεμάτα από τους δυστυχείς αυτούς ανθρώπους τους οποίους δέρνουν ανηλεώς… Χωρικοί καταδικασθέντες υπό του στρατοδικείου εκρεμάσθησαν εις τα δέντρα των δρόμων… Το να εισάγει κανείς Ελληνική εφημερίδα εις τα Ιωάννινα είναι έγκλημα!.. Ο ένοχος εκτίθεται αναμφιβόλως εις κίνδυνον να κρεμασθεί».


Ο «Ισραηλίτης, πολίτης των Ιωαννίνων Νισήμ δε Κάστρο» όπως υπογράφει ο ίδιος, με το ποίημά του «Η ευχή της Μάννας», εκφράζει τον πόθο του να λάβει μέρος στον αγώνα για τη Λευτεριά και ζητάει την ευχή της μάνας του «για να δοξαστεί η φυλή» κι εκείνη τον ευλογεί και καταλήγει: «…Στολίσου υιέ μου τ’ άρματα και φόρεσε το στέμμα / κι ορκίσου το ενώπιον της Παναγίας κι εμένα / που θα φυλάξεις την τιμή, του Έθνους τη Σημαία / και θα γυρίσεις νικητής, περήφανος μια μέρα»!


Ο Ανδρέας Καραντώνης (1962), με το ποίημά του «Πώς πήραμε τα Γιάννενα» δίνει τη στιγμή του Μεγάλου Αγγέλματος στο Νησί απ’ τον πατέρα του «πήραμε, πήραμε τα Γιάννενα» και καταλήγει στους τρεις τελευταίους στίχους: «…κι ήταν χαρούμενοι και κλαίγανε / που πήραμε πήραμε τα Γιάννινα / χωρίς κανένα ψέμμα, μόνο με αίμα…».


Ο Άγγελος Σημηριώτης περιγράφει πώς πέφτει το Κάστρο και παραδίνεται στου «Ρήγα το γυιο, της Μοίρας το γυιο» και δοξάζει τη στιγμή με τους τέσσερες τελευταίους στίχους: «Πάει η ψυχή του Αλή Πασά, του Αλή το μίσος πάει, / και να στης Λίμνης το βυθό η Ώρια κυρά ξυπνάει: / - Του Ρήγα γυιε, της Μοίρας γυιε, χρυσέ σαν καλωσύνη / δικά σου είναι τα Γιάννενα με την Κυρά Φροσύνη!»


Ο ποιητής Βουγιουκλάκης γράφει για τα δεινά του πολεμιστή, που δεν τον έκαναν να δειλιάσει: «Δεν με φοβίζουν μάνα μου οι σφαίρες, τα κανόνια / μα με φοβίζει η βροχή, του Μπιζανιού τα χιόνια. / Μάνα μου, σαν θάρθω πίσω την Ελευθεριά θα φέρω. / Νικητής θε να γυρίσω, κι άλλο πια δεν θα υποφέρω».


Ο ποιητής Στέφανος Δάφνης βάζει την πίστη του για τον σίγουρο ερχομό της Λευτεριάς στο στόμα των πουλιών που πετούν χαμηλά και λένε: «…Ανοίχτε στράτα διάπλατα και / στράτα μυρωμένη / κι έρχεται η Λευτεριά η Κυρά / με τ’ άνθη στολισμένη».


Ο Ιωάννης Πολέμης παροτρύνει τη Λευκοφόρα Νίκη στο ποίημά του: «Ο Χάρος πηγαινοέρχεται χωρίς να ξανασάνει… / - Αγκάλιασέ τον άφοβα ω λευκοφόρα Νίκη, / ….μα η δόξα σου είναι αυτός. / Κι αν στα σφιχταγκαλιάσματα τα κόκκινα τα χέρια / ματώνουν της χλαμύδας σου το κάτασπρο πανί, / μη την ξεπλένεις, άφες την να κοκκινίσει ακέρια: / Πορφύρα να γεννεί»!


Ο γλυκός τραγουδιστής Γεώργιος Χατζή - Πελλερέν (πατέρας του Δημ. Χατζή, Γιαννιώτη συγγραφέα), απ’ τις φυλακές μέσα στο Κάστρο που κρατιόνταν, καταδικασμένος σε θάνατο για την εθνική του δράση, γράφει στις 20/2/1913, παραμονή της μεγάλης μέρας, στο ποίημά του με τίτλο «21 Φεβρουαρίου 1913». «- Κάψε κανόνι! (η σκλάβα) δέεται κι απ’ τη σκληρή μου μοίρα και τη σκλαβιά μου βγάλε με ετούτη τη βραδιά!.. / «Κάψε!» μια σύγκαρδη φωνή όλη η πόλη υψώνει. / «- Κι ας είναι αντάμα κι ουρανός και χώμα να σμιχτούν! / Τζαμί μαζί κι εκκλησια ας γκρεμιστούν, κανόνι. / Τα Γιάννινά μας ‘λεύθερα μονάχα απόψε ας βγουν!».


Η Χρυσάνθη Ζιτσαία, Ηπειρώτισσα ποιήτρια που ζούσε στη Θεσ/νίκη, απευθύνεται στον παππού της που πέθανε 103 χρόνων, χωρίς να προφτάσει, για τρεις μήνες να δει τα Γιάννενα ελεύθερα, γράφοντας στο ποίημά της «Το φως τ’ ανέσπερο»: «Εκατόν τρία χρόνια ακέραια τά 'ζησες / και πάλι βιάστηκες, παππού μου, να πεθάνεις. / Τρεις μήνες μόνο ακόμα και θα πρόφταινες / ανάσταση να κάνεις. / Θάηταν πολύ τρεις μήνες να σου χάριζε / στ’ αδικημένο της ζωής σου το μεράδι; / Ας ήταν, Θεέ μου, μπορετό να σούδινα / κι απ’ της καντήλας μου το λάδι. / Να τόβλεπες, παππού, το φως τ’ ανέσπερο / -καϋμός σου και μαράζι κι έγνοια πρώτη – / Κι απέ να διάβαινες στην δίκαιαν ώρα σου, / παλιέ μου εσύ Γιαννιώτη».


Ο Βασ. Κραψίτης, Ηπειρώτης λογοτέχνης – ποιητής, κλείνει το βιβλίο του «Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων στην ποίηση», απ’ όπου αντλήθηκαν αποσπάσματα για τούτο το αφιέρωμά μου στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων, με το ποίημά του για το Μπιζάνι και στέλνει τις παραινέσεις του και το φωτεινό του κάλεσμα – κάτω από Εθνικές καταιγίδες – για μια ανάταση της ψυχής, όπως προφητικά ο ίδιος λέει στο ποίημά του «ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ»: «Η Πατρίδα μιλάει: / ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ! / Έτρεξαν όλοι, όλοι / Πρώτοι οι θεοί / που χάραξαν στις συνειδήσεις / την ατομική ευθύνη. / Έτρεξε κι η Ιστορία / ακόμα κι οι ψυχές. / Έτσι γράφτηκε εκείνη η εγρήγορση. / Κι απ’ τα ψηλώματα / κάποτε / εκύλισε η Λευτεριά / κι είπε: / Μη ρωτάτε! / Το Μπιζάνι έπεσε… / Το Μπιζάνι έπεσε… / ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ! / Αυτή η νέα προσταγή …………….. Όμως από τότε ηχεί / σαν Μαραθώνιο σάλπισμα / μιας αιώνιας Πατρίδας / για να φωτίζει, να φλογίζει / και να νουθετεί. / Γρηγορείτε!..»


Πάντα δόξα και τιμή στα Γιάννενά μας
21 Φεβρουαρίου 2011



Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Η απελευθέρωση της Ηπείρου 1912-1913



Η απελευθέρωση της Ηπείρου 1912-1913 (Απελευθέρωση Ιωαννίνων)
Εξαιρετικό βίντεο του Πολεμικού Μουσείου

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Θύμησες από τα Γιάννενα μιας άλλης εποχής

ΖOΥM... στην Hπειρωτική παράδοση

Γλέπαμαν την παρέλαση του στρατού μας με λαχτάρα...
[Από την εφημερίδα: ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ]

Γράφει η ΚΟΥΛΑ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ - ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ


Mατάρχεται 21η Φεβρουαρίου... Γυρίζω πίσω, πολλά... πάρα πολλά χρόνια πίσω!.. Τότε που πρωτοκάτσαμαν στο Κουρμανιό, φθινόπωρο καιρό, κι ήρθε κι ο Φλεβάρης...


Ως τότε, σαν ήταν καιρός που να μπορούσαν να μας βγάλουν στην πλατεία, γλέπαμαν την παρέλαση του στρατού μας, με λαχτάρα!.. Κι οι μεγάλοι που έζησαν ως υπήκοοι, χρόνια και ζαμάνια, κι εμείς που ακούγαμαν ―κι όσο μπορούσαμαν να καταλάβουμε― γιʼ αυτή την υπηκοότητα του κιαρατά...

Των μεγάλων μας, δεν τους είχε περάσει ακόμα το καμάρι για κείνη τη μέρα που μπήκαν οι Έλληνες!.. Σάμπως πόσα χρόνια ήταν, που είχαν διαβεί; Ούτε είκοσι ακόμα, δεν είχαν κλείσει από κείνη τη μέρα που είχε στρωθεί η πλατεία η κάτω, από κόκκινα φέσια, που τα πέταζαν με ινάτι οι γιαννιώτες οι καψαροί...

Παρά ένα είκοσι, ήταν τα χρόνια, που στο Κουρμανιό, γιορτάσαμαν καταλαχταρτζ'μέν... απ' τα χαράματα... Την απελευθέρωση της πόλης μας ― που το καμαρώνουμε... Κάποτε τα ματάειπα, αλλά θα πέρασαν καμιά δεκαριά χρονάκια... (αλήθεια, πως πέρασαν!). Θα τα ματαπώ... Τα καψαρά τα παιδιά της Φιλαρμονικής του Δήμου μας, από τα χαράματα έφερναν γύρα στους κεντρικούς δρόμους της πόλης (όλους χωματένιους ακόμα) και παιάνιζαν το:
«Τα πήραμαν τα Γιάννινα, μάτια πολλά το λένε όπου γελούν και κλαίνε!..»


Σας λέω την αλήθεια... Οι μεγάλοι μας έκλαιγαν και μαζί τους και μεις τα τσιότσια. Εκείνη την αυγή, της 21ης Φεβρουαρίου του 1932... νομίσαμαν πως ήρθε η συντέλεια του κόσμου!.. Ξέρετε τι θα πει να είσαι νήπιο και ν' ακούς δίπλα στ' αυτί σου κανόνι και να σου πέφτουν στα μούτρα ...γύψος από το ταβάνι και να σκούζει η Ζαγορομάνα μας... «Παναΐαμ, Παναΐαμ... μέγα τ' όνομα της Αγίας Τριάδος...». (Αυτο τόλεγε κι όταν άστραφτε και βρόνταγε κι έκανε και κατακλυσμό... κι άναβε και καντήλι... κι εμείς πέφταμαν στα γόνατα...). Ναι, καλά έκανε με τον κατακλυσμό, αλλά τώρα ούτε έβρεχε ούτε άστραφτε, κι ούτε είχαν με νου, οι γονιοί μας...
Τι μέρα ξ'μέρωνε!.. Μπορεί, και στη Σιαράβα νʼ ακούγονταν το κανονίδι (εικσιένα, παρακαλώ, βροντοκοπήματα... ούτε ένα, ούτε δυο...) αλλά άλλο να τ' ακούς κάπως ξέμακρα κι άλλο δίπλα στ' αυτί σ'... χαράματα του κιαρατά... Άκουγαν τα κανόνια οι γονιοί μας και καταχαίρονταν κι όλας... αλλά πού βάραγαν, δεν ήξεραν... Τό 'μαθαν εκείνο το πρωί και γίνκι το νταρ-μαρ από τη Ζαγόρω που φύσαγε και το σιούλ' (μικρό σκουπίδι ...μόλις ορατόν διά γυμνού οφθαλμού). Το ρετουσαρισμένο (αν μπορεί να ειπωθεί) παλιό εβραίϊκο φτωχοκομείο, είχε γίνει σπίτι ...με γύψινα ταβάνια παρακαλώ!...

Από κείνη τη μέρα κι ύστερα ...21η Φεβρουαρίου και 25η Μαρτίου... είχαμαν όλο επισκευές γύψινων ταβανιών!.. Ραγίζονταν τα καψαρά κι έπεφταν κομμάτια και κομματσιούλια, πρώτα στα μούτρα μας πορνίσια, στα γιατάκια μας που βρισκόμασταν ακόμα, κι ύστερα μεσημεριάτʼκα και δειλνίσια... από 21ναν κανονιοβολισμό ή κανονιοβολισμούς.
Γαμώτο του. Τρεις 21ναν = 63 με το σμπάθειο!.. Ζωή ήταν αυτή; Έσκουζε η μάνα μας που δεν είχε προβλέψει ο πατέρας μας, τη νίλα αυτή «απού μ'κρό πιδί στου Κουρμανιό, κι διν ήξιρις τι γένιτι στς παριλάσις;...». «Τι δ'λεια έχ' του μ'κρό; Σάματις είμι στου Κουρμανιό όταν γένουντι παριλάσις;...», αντέλεγε, πολύ ορθώς, ο φάδερ. «Επριπι να στου πει ου κυρ' Γιάννς...» (ο σπιτονοικοκύρης μας) «που να τούξερι μουρή, ιδώ κάθουνταν;».

Κάθε εθνική επέτειο τα ίδια και τα ίδια!.. Η αλήθεια ήταν πως οικογένεια άλλη από του κυρ Θόδωρου του Κρίτσα (ο Θεός ν' αναπάψει τις ψυχούλες τους)... (κυρ Θόδωρος, κυρά Λενούσιω και κυρα Κούλα η αγιόψυχη πεθερά του...). Ήταν Μετσοβίτες και το μόνο σπίτι στο Κουρμανιό... Ύστερα κάτσαμαν εμείς, κατόπι η οικογένεια του Κώστα Σούλη ―όπως σας είπα, πριν λίγο καιρό. Απέναντι από την πόρτα του Κάστρου ο Ναούμ, στο παλιό μαγαζί κι ένα σωρό άλλα παλιομάγαζα. Μεντέτ, Μεντέτ. Σα να ξέφκα λίγο; Λέγαμαν για το κανόνι που μέσα σε 35 μέρες, τ' ακούγαμαν 126 φορές πάνω από τα κεφάλια μας ...για καλό... Γιορτάζαμαν τις επετείους μας!.. Μία τοπική και μία εθνική, βαρώντας κανονιές τρεις φορές... με την αυγή, την ώρα της δοξολογίας και με τη δύση του Ήλιου ως τις 25 Μαρτίου του ʽ40 τις θυμάμαι...
Δεν θυμάμαι 21 Φλεβάρη και 25 Μάρτη του 41, πώς γιορτάσαμαν... Ντιπ δεν θυμάμαι...

Πάνω στο Κάστρο τώρα, τότε δηλαδή, βρόνταγαν τʼ αντιαεροπορικά μας κάθε τρεις και λίγο κι οι καμπάνες χτύπαγαν συχνά-πυκνά, για να γιορτάσουμε στα χώματά μας για το πάρσιμο κάποιου στόχου, εκεί στο μέτωπο...
Από το Μάη του '41 ως τον Σεπτέμβρη του '43, πάνω στο Κάστρο, στις θέσεις των δικών μας κανονιών, βαράν ιταλικά κανόνια, κάποιες καλοκαιρινές νύχτες... Από πού έρχονταν εκείνα τʼ αεροπλάνα; Λίγες φορές ήταν, αλλά έφταναν για ν' αλαφιαστούν οι Ιταλοί... αλλά κι εμείς, που δεν καταλαβαίναμαν τι γένονταν...

Σαν παρέδωσαν τα όπλα οι Ιταλοί, θα σας γελάσω αν σας πω πως έβαλαν κι οι Γερμανοί, αντιαεροπορικά... Αρχές Οκτώβρη παγώσαμαν. Κυριακή απόγευμα, λαμπάδιασαν οι Λυγκιάδες μας... Άλλα χωριά γρηγορότερα κι άλλα αργότερα γένονταν στάχτη. Τα Γιάννινα αρχίνσαν να μεγαλώνουν. Μαζεύτηκε κόσμος χαλασμένος, τρομαγμένος και πεινασμένος. Έκατσε αυτός ο κόσμος όπου βρήκε φωλιά. Ένα χρόνο... Τα χρειασθήκαμαν... Στους κινηματογράφους ακούγαμαν το άχτουγκ, άχτουγκ... κι έπρεπε να σηκωθούμε ορθοί και νʼ ακούσουμε το δελτίο ειδήσεων!...
Στα σπίτια μας επιτάχτηκαν δωμάτια για αξιωματικούς τους.

Τότε που ξεψυχούσε ο κατακτητής, έδειξε και την μαύρη του ψυχή. Ο ξεκληρισμός των συμπολιτών μας Εβραίων πάγωσε την πόλη μας κι εμάς που δεν είμασταν, τότε, εδώ... Το μάθαμαν την άλλη μέρα...

Και σαν τσακίστηκαν κι άφησαν πίσω τους αποκαΐδια κι ορφάνια, ο κοσμάκης ξέφρενα γιόρταζε τη λευτεριά του. Βάρεσαν πάλι οι καμπάνες μας γιορταστικά και τα εμβατήριά μας τα ξανάπαιξαν οι στρατιωτικές μας μπάντες και παρήλασαν ανάπηροι και μαθητούδια μαζί με στρατιώτες μας... στ' αντάρτικα, κρατώντας ελληνική σημαία...
Γιορτάστηκε η 28η Οκτωβρίου εκείνη τη χρονιά; Για το '44 λέω... Θάταν η πρώτη φορά που γιορταζόταν!..
Λέω την αλήθεια... ποτέ δεν ρώτησα αν γιορτάστηκε σαν εθνική μας επέτειος.
Τότε... τότε, γιόρταζε καθημερινά, η Ελλάδα όλη.

Εμείς, γυρίσαμαν από το Ζαγόρι την τελευταία μέρα του Οκτώβρη, στα λεύτερα Γιαννινάκια μας. Από τις 21 Φλεβάρη του '45, γιορτάζουμε την τοπική μας επέτειο. Υπάρχουν τα κανόνια πάνω στο Κάστρο; Πόσα χρόνια πέρασαν και δεν ξεχνώ τ' αποκαΐδια που μας έρχονταν στο μπαλκόνι. Τα στουπιά, που λέγονταν ...αυτά που στούπωναν το κανόνι μαζί με το μπαρούτι... και σιώνταν τα σωθικά μας πουρνίσια κι έτριζαν τα τζιάμια μας...
Μέγα τ' όνομα της Αγίας Τριάδος έψελνε η μανούλα μας... Ας ήταν...
Τα είχαμαν πάρει τα Γιάννινα ...πάλι!