Η ΠΑΛΗ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
( Τραγούδια του Ποιητή Λαού )
Συμπληρώνεται εφέτος ένας αιώνας από την άλωση και πτώση του θρυλικού Μπιζανίου και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον ελληνικό στρατό. Ο ποιητής λαός τραγούδησε την τιτανομαχία αυτή, που άρχισε τον Οκτώβριο του 1912 και τελείωσε στις 2 το πρωϊ της 21 Φεβρουαρίου 1913, με τη λευτεριά να απλώνεται, να περιδιαβαίνει τα Γιάννενα και να αγκαλιάζει την πολύπαθη, υπερήφανη και ανδρογέννα Ήπειρο. Στις 23 Οκτωβρίου 1912 ο ελληνικός στρατός στα Πέντε Πηγάδια δέχτηκε επίθεση του τουρκικού στρατού, επικουρούμενου από Γερμανούς συμβούλους, τον οποίο ανάγκασε σε άτακτη υποχώρηση στα Πεστά ( γενέτειρα του θρυλικού κανονιέρη του ’40 ταγματάρχη Δημητρίου Κωστάκη ), στο δρόμο Άρτας - Ιωαννίνων:
Για βγάτ’ εσείς οι Αρτινές κι εσείς καλές κυράδες,
γιατί θα γίνει πόλεμος και θα πιαστεί ντουφέκι.
πέφτουν κανόνια του Βολμή, κανόνια τ΄ Σκαλτσογιάννη,
ούλες οι ράχες καίγονται κι ούλα τα καραούλια,
κι αυτήν – η ράχη του Σκαλτσά ρίχνει αδιακόπως.
Τον Γερμανό τον βούλωσε, τον έχει βουλωμένον.
Γερμανικά εφώναξε, γερμανικά φωνάζει:
- Πασιά μου, τράβα το στρατό και στα Πεστά να πάμε. 1
Οι Έλληνες, όμως, κατέλαβαν και τα Πεστά και προωθήθηκαν μέσα σ΄ένα βαρύ χειμώνα προς το αντροκτόνο Μπιζάνι με τις φοβερές οχυρώσεις του που είχαν κατασκευάσει Γερμανοί Μηχανικοί:
Ισείς βουνά του Γρίμποβου, βουνά της Μανωλιάσας,
λίγου να χαμπηλώσιτι κανα ντουφέκι τόπου,
για να φανούν τα Γιάννινα, το έρημου Μπιζάνι,
πώς πολεμούν οι Έλληνες μι τους Τουρκαρβανίτις.
Πέφτουν κανόνια σαν βρουχή, ουβίδες σαν χαλάζι
Κι αυτά τα λιανουτούφικα σαν άμμους της θαλάσσης. 2
Οι νεκροί ήταν χιλιάδες στις μάχες για την εκπόρθηση του Μπιζανίου, πάρα πολλοί δε εθελοντές. Τάγμα Κρητών, το οποίο στην ολότητά του αποτελούνταν από φοιτητές και σπουδαστές, κυρίεψε το ύψωμα « Μάντρα » με επικεφαλής τον ταγματάρχη Ρήγα που πληγώθηκε σοβαρά και τον λοχαγό Σαλταμπάση, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη. Από τους 1370 άνδρες του κρητικού τάγματος έμειναν περίπου 457 :
Κρητικόπουλο ψυχομαχεί στου Μπιζανιού τη ράχη
Δεν έχει μάνα να τον κλαίει, κύρη να τον λυπάται,
ούτε αδερφό ουτ΄αδερφή να τον ψυχοπονάται,
μόνο το δεκανέα ντου κι εκείνος τον λυπάται.
- Σηκώσου, στρατιώτη μου, κι αντρείο παλικάρι,
να πάρεις το τουφέκι σου να πάμεν- ε στη μάχη,
τσι Τούρκους να νικήσομε κι ύστερα να ποθάνεις.
Για να’χω ώρα πλειότερη το μνήμα σου να σκάψω
και σαν αντρείο Κρητικό να κάτσω να σε κλάψω.
- Παρακαλώ σας, βρε παιδιά κι αντρεία παλικάρια,
το μνήμα μου να σκάψετε στο μπλιο ψηλό χαράκι,
για να θωρώ τσι κανονιές, που’ρχοντ’ απ΄το Μπιζάνι,
να βλέπω και τα Γιάννενα, τη λίμνη τη μεγάλη.
Κι αν πάτε και στον τόπο μου, να πείτε τση μαμάς μου,
τση μπλια καλής ξαδέρφης μου και τσ΄αγαπητικάς μου,
πέτε τσης πως παντρεύτηκα στου Μπιζανιού τη ράχη.
Την πλάκα πήρα πεθερά, τη μαύρη γης γυναίκα
και τα σφαιρίδια κανονιού αδέρφια κι αξαδέλφια.
Κι όντεν ασπρίσ’ ο κόρακας και γίνει περιστέρι,
Τότε κι εμείς δα σμίξομε, φίλοι μου μπιστεμένοι. 3
Στις 21 Φεβρουαρίου 1913 ο πόλεμος τελείωσε και ο Εσάτ πασάς παρέδωσε στον διάδοχο Κων/νο τα Γιάννενα χωρίς όρους :
Εψές ήμουν στα Γιάννενα κι αντίκρια στο Μπιζάνι
κι ακού ντουφέκια πόπεφταν, κανόνια που βροντάνε.
-Μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι;
-Μήδε σε γάμο πέφτουνε, μηδέ σε πανηγύρι,
παρά ειν’ ο ελληνικός στρατός και πολεμάει τους Τούρκους.
Εσάτ’ πασάς εφώναξε, του Κωνσταντίνου λέει:
-Πάψε Κώστα μ’, τον πόλεμο, πάψε και το ντουφέκι,
δικά σ΄είναι τα Γιάννενα, δικό σ’ και το Μπιζάνι,
δική σου και η Πρέβεζα με τους χρυσούς μπαξέδες
και ‘ γω σκλάβος σου γένομαι με τριανταδυό χιλιάδες,
και το δικό μου το σπαθί στα χέρια σου το δίνω. 4
Επιτέλους, ο ελληνικός στρατός εισέρχεται ελευθερωτής στα φημισμένα Γιάννενα που είναι « πρώτα στ΄άρματα, στα γρόσια και τα γράμματα » :
Απ΄έξω από τα Γιάννενα, σ΄ένα ψηλό κλαδί,
ένα πουλάκι κάθεται και γλυκοκελαηδεί.
- Ανοίχτε στράτα διάπλατη και στράτα μυρωμένη,
γιατί έρχεται η Ελευτεριά η Κυρά με τ΄άνθη στολισμένη. 5
Όλη η Ελλάδα γιόρτασε την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ιδιαίτερα η Κρήτη, που θεωρούσε τη νίκη, επιτυχία της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου, που έγινε πλέον θρυλικό πρόσωπο :
Την Τυρινή την Αποκριά, Πέφτη το μεσημέρι,
Ήρθεν απού τα Γιάννενα ολόχρυσο χαμπέρι.
Και γράφει το Παράρτημα: «Ήπεσε το Μπιζάνι
και είπε κι ο Εσάτ πασάς πόλεμο μπλιο δεν κάνει».
Δόξα στον ύψιστο Θεό, δόξα στον Αΐ-Γιάννη,
που πήραμε τα Γιάννενα μαζί με το Μπιζάνι.
Ήταν αιτία κι αφορμή ο μέγας Βενιζέλος,
να μας τον ζήσει ο Θεός, που σφάλιξε το τέλος. 6
Η ορμή και ο ενθουσιασμός των Κρητών φθάνει ακόμη στο δρόμο για την απελευθέρωση της ίδιας της Πόλης :
Επήραμε τα Γιάννενα και τη Θεσσαλονίκη
και στην Κωνσταντινούπολη δα τελειώσ’ η νίκη.
Να πα να τελειώσομε τη Θεία Λειτουργία,
απού ‘ ναι ατελείωτη εις την Αγια- Σοφία.
- Δος τηνε δα, σουλτάνε μου, και μην τηνε λυπάσαι,
γιατί δα σου την πάρομε και δα παραπονάσαι.
Γιατί δα σου την πάρουνε οι Κρήτες κι οι ευζώνοι,
που πολεμού μερού – νυχτού στο παγωμένο χιόνι.
Κι αυτοί δε λογαριάζουνε κρυγιότες μηδέ σφαίρες,
γιατί πολλά εβάψανε ετουτεσάς τσι μέρες.
Επήραμε τα Γιάννενα, την Πόλη θέμε ακόμη,
να πα να λειτρουήσουνε οι δεσποτάδες όλοι. 7
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Μ. Περάνθη: Ποιητική Ανθολογία, τ. Γ΄, Αθήνα χ.χ. 542.
2. Βλ. Ακαδημία, Αθηνών: Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Αθήναι 1962, Α΄, 179.
3. Βλ. Θ. Δετοράκη: Ανέκδοτα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης, Ηράκλειο 1976, 79.
4. Βλ. Θ. Τσέτσου: Τραγούδια από τ΄ Άγραφα, Αθήνα 1981, 34.
5. Βλ. Σοφ. Δημητρακόπουλου: Ιστορία και δημοτικό τραγούδι, εκδ. «Παρουσία» Αθήνα 1998, σελ. 297 και άλλα Λαογραφία, Δ΄ 278-279,Ε΄365-366, 516.
6. Βλ. Θ. Δετοράκη, ο.π. 81.
7. Βλ. Θ. Δετοράκη, ο.π. 80.
[Του ποιητή Ανδρέου Αυγερινού]
( Τραγούδια του Ποιητή Λαού )
Συμπληρώνεται εφέτος ένας αιώνας από την άλωση και πτώση του θρυλικού Μπιζανίου και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον ελληνικό στρατό. Ο ποιητής λαός τραγούδησε την τιτανομαχία αυτή, που άρχισε τον Οκτώβριο του 1912 και τελείωσε στις 2 το πρωϊ της 21 Φεβρουαρίου 1913, με τη λευτεριά να απλώνεται, να περιδιαβαίνει τα Γιάννενα και να αγκαλιάζει την πολύπαθη, υπερήφανη και ανδρογέννα Ήπειρο. Στις 23 Οκτωβρίου 1912 ο ελληνικός στρατός στα Πέντε Πηγάδια δέχτηκε επίθεση του τουρκικού στρατού, επικουρούμενου από Γερμανούς συμβούλους, τον οποίο ανάγκασε σε άτακτη υποχώρηση στα Πεστά ( γενέτειρα του θρυλικού κανονιέρη του ’40 ταγματάρχη Δημητρίου Κωστάκη ), στο δρόμο Άρτας - Ιωαννίνων:
Για βγάτ’ εσείς οι Αρτινές κι εσείς καλές κυράδες,
γιατί θα γίνει πόλεμος και θα πιαστεί ντουφέκι.
πέφτουν κανόνια του Βολμή, κανόνια τ΄ Σκαλτσογιάννη,
ούλες οι ράχες καίγονται κι ούλα τα καραούλια,
κι αυτήν – η ράχη του Σκαλτσά ρίχνει αδιακόπως.
Τον Γερμανό τον βούλωσε, τον έχει βουλωμένον.
Γερμανικά εφώναξε, γερμανικά φωνάζει:
- Πασιά μου, τράβα το στρατό και στα Πεστά να πάμε. 1
Οι Έλληνες, όμως, κατέλαβαν και τα Πεστά και προωθήθηκαν μέσα σ΄ένα βαρύ χειμώνα προς το αντροκτόνο Μπιζάνι με τις φοβερές οχυρώσεις του που είχαν κατασκευάσει Γερμανοί Μηχανικοί:
Ισείς βουνά του Γρίμποβου, βουνά της Μανωλιάσας,
λίγου να χαμπηλώσιτι κανα ντουφέκι τόπου,
για να φανούν τα Γιάννινα, το έρημου Μπιζάνι,
πώς πολεμούν οι Έλληνες μι τους Τουρκαρβανίτις.
Πέφτουν κανόνια σαν βρουχή, ουβίδες σαν χαλάζι
Κι αυτά τα λιανουτούφικα σαν άμμους της θαλάσσης. 2
Οι νεκροί ήταν χιλιάδες στις μάχες για την εκπόρθηση του Μπιζανίου, πάρα πολλοί δε εθελοντές. Τάγμα Κρητών, το οποίο στην ολότητά του αποτελούνταν από φοιτητές και σπουδαστές, κυρίεψε το ύψωμα « Μάντρα » με επικεφαλής τον ταγματάρχη Ρήγα που πληγώθηκε σοβαρά και τον λοχαγό Σαλταμπάση, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη. Από τους 1370 άνδρες του κρητικού τάγματος έμειναν περίπου 457 :
Κρητικόπουλο ψυχομαχεί στου Μπιζανιού τη ράχη
Δεν έχει μάνα να τον κλαίει, κύρη να τον λυπάται,
ούτε αδερφό ουτ΄αδερφή να τον ψυχοπονάται,
μόνο το δεκανέα ντου κι εκείνος τον λυπάται.
- Σηκώσου, στρατιώτη μου, κι αντρείο παλικάρι,
να πάρεις το τουφέκι σου να πάμεν- ε στη μάχη,
τσι Τούρκους να νικήσομε κι ύστερα να ποθάνεις.
Για να’χω ώρα πλειότερη το μνήμα σου να σκάψω
και σαν αντρείο Κρητικό να κάτσω να σε κλάψω.
- Παρακαλώ σας, βρε παιδιά κι αντρεία παλικάρια,
το μνήμα μου να σκάψετε στο μπλιο ψηλό χαράκι,
για να θωρώ τσι κανονιές, που’ρχοντ’ απ΄το Μπιζάνι,
να βλέπω και τα Γιάννενα, τη λίμνη τη μεγάλη.
Κι αν πάτε και στον τόπο μου, να πείτε τση μαμάς μου,
τση μπλια καλής ξαδέρφης μου και τσ΄αγαπητικάς μου,
πέτε τσης πως παντρεύτηκα στου Μπιζανιού τη ράχη.
Την πλάκα πήρα πεθερά, τη μαύρη γης γυναίκα
και τα σφαιρίδια κανονιού αδέρφια κι αξαδέλφια.
Κι όντεν ασπρίσ’ ο κόρακας και γίνει περιστέρι,
Τότε κι εμείς δα σμίξομε, φίλοι μου μπιστεμένοι. 3
Στις 21 Φεβρουαρίου 1913 ο πόλεμος τελείωσε και ο Εσάτ πασάς παρέδωσε στον διάδοχο Κων/νο τα Γιάννενα χωρίς όρους :
Εψές ήμουν στα Γιάννενα κι αντίκρια στο Μπιζάνι
κι ακού ντουφέκια πόπεφταν, κανόνια που βροντάνε.
-Μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι;
-Μήδε σε γάμο πέφτουνε, μηδέ σε πανηγύρι,
παρά ειν’ ο ελληνικός στρατός και πολεμάει τους Τούρκους.
Εσάτ’ πασάς εφώναξε, του Κωνσταντίνου λέει:
-Πάψε Κώστα μ’, τον πόλεμο, πάψε και το ντουφέκι,
δικά σ΄είναι τα Γιάννενα, δικό σ’ και το Μπιζάνι,
δική σου και η Πρέβεζα με τους χρυσούς μπαξέδες
και ‘ γω σκλάβος σου γένομαι με τριανταδυό χιλιάδες,
και το δικό μου το σπαθί στα χέρια σου το δίνω. 4
Επιτέλους, ο ελληνικός στρατός εισέρχεται ελευθερωτής στα φημισμένα Γιάννενα που είναι « πρώτα στ΄άρματα, στα γρόσια και τα γράμματα » :
Απ΄έξω από τα Γιάννενα, σ΄ένα ψηλό κλαδί,
ένα πουλάκι κάθεται και γλυκοκελαηδεί.
- Ανοίχτε στράτα διάπλατη και στράτα μυρωμένη,
γιατί έρχεται η Ελευτεριά η Κυρά με τ΄άνθη στολισμένη. 5
Όλη η Ελλάδα γιόρτασε την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ιδιαίτερα η Κρήτη, που θεωρούσε τη νίκη, επιτυχία της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου, που έγινε πλέον θρυλικό πρόσωπο :
Την Τυρινή την Αποκριά, Πέφτη το μεσημέρι,
Ήρθεν απού τα Γιάννενα ολόχρυσο χαμπέρι.
Και γράφει το Παράρτημα: «Ήπεσε το Μπιζάνι
και είπε κι ο Εσάτ πασάς πόλεμο μπλιο δεν κάνει».
Δόξα στον ύψιστο Θεό, δόξα στον Αΐ-Γιάννη,
που πήραμε τα Γιάννενα μαζί με το Μπιζάνι.
Ήταν αιτία κι αφορμή ο μέγας Βενιζέλος,
να μας τον ζήσει ο Θεός, που σφάλιξε το τέλος. 6
Η ορμή και ο ενθουσιασμός των Κρητών φθάνει ακόμη στο δρόμο για την απελευθέρωση της ίδιας της Πόλης :
Επήραμε τα Γιάννενα και τη Θεσσαλονίκη
και στην Κωνσταντινούπολη δα τελειώσ’ η νίκη.
Να πα να τελειώσομε τη Θεία Λειτουργία,
απού ‘ ναι ατελείωτη εις την Αγια- Σοφία.
- Δος τηνε δα, σουλτάνε μου, και μην τηνε λυπάσαι,
γιατί δα σου την πάρομε και δα παραπονάσαι.
Γιατί δα σου την πάρουνε οι Κρήτες κι οι ευζώνοι,
που πολεμού μερού – νυχτού στο παγωμένο χιόνι.
Κι αυτοί δε λογαριάζουνε κρυγιότες μηδέ σφαίρες,
γιατί πολλά εβάψανε ετουτεσάς τσι μέρες.
Επήραμε τα Γιάννενα, την Πόλη θέμε ακόμη,
να πα να λειτρουήσουνε οι δεσποτάδες όλοι. 7
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Μ. Περάνθη: Ποιητική Ανθολογία, τ. Γ΄, Αθήνα χ.χ. 542.
2. Βλ. Ακαδημία, Αθηνών: Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Αθήναι 1962, Α΄, 179.
3. Βλ. Θ. Δετοράκη: Ανέκδοτα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης, Ηράκλειο 1976, 79.
4. Βλ. Θ. Τσέτσου: Τραγούδια από τ΄ Άγραφα, Αθήνα 1981, 34.
5. Βλ. Σοφ. Δημητρακόπουλου: Ιστορία και δημοτικό τραγούδι, εκδ. «Παρουσία» Αθήνα 1998, σελ. 297 και άλλα Λαογραφία, Δ΄ 278-279,Ε΄365-366, 516.
6. Βλ. Θ. Δετοράκη, ο.π. 81.
7. Βλ. Θ. Δετοράκη, ο.π. 80.
[Του ποιητή Ανδρέου Αυγερινού]